Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Numeri 23


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 E Balaam disse a Balac: Edificami qui sette altari, e apparecchiami qui sette giovenchi, e sette montoni.1 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Οικοδομησον μοι ενταυθα επτα βωμους και ετοιμασον μοι ενταυθα επτα μοσχους και επτα κριους.
2 E Balac fece come Balaam avea detto; e Balac e Balaam offersero un giovenco e un montone, sopra ciascuno altare.2 Και εκαμεν ο Βαλακ καθως ειπεν ο Βαλααμ? και προσεφεραν ο Βαλακ και ο Βαλααμ μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.
3 E Balaam disse a Balac: Fermati presso al tuo olocausto, e io andrò; forse mi si farà il Signore incontro, e ciò ch’egli mi avrà fatto vedere, io tel rapporterò. Ed egli se ne andò sopra un’alta cima di un monte.3 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Στηθι πλησιον του ολοκαυτωματος σου και εγω θελω υπαγει ισως φανη ο Κυριος εις συναντησιν μου? και ο, τι δειξη εις εμε, τουτο θελω σοι αναγγειλει. Και υπηγεν εις τοπον υψηλον.
4 E Iddio si fece incontro a Balaam; e Balaam gli disse: Io ho ordinati sette altari, e ho offerto un giovenco e un montone, sopra ciascuno altare.4 Και συνηντησεν ο Θεος τον Βαλααμ? και ειπε προς αυτον, Ητοιμασα τους επτα βωμους, και προσεφερα μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.
5 Allora il Signore mise la parola in bocca a Balaam, e gli disse: Ritorna a Balac, e parla così.5 Και εβαλεν ο Κυριος λογον εις το στομα του Βαλααμ και ειπεν, Επιστρεψον προς τον Βαλακ, και ουτω θελεις ειπει.
6 Egli adunque ritornò a Balac; ed ecco, egli si stava presso al suo olocausto, insieme con tutti i principi di Moab.6 Και επεστρεψε προς αυτον, και ιδου, ιστατο πλησιον του ολοκαυτωματος αυτου, αυτος και παντες οι αρχοντες του Μωαβ.
7 Allora egli prese a proferire la sua sentenza, e disse: Balac, re di Moab, mi ha fatto condurre di Siria, Dalle montagne d’Oriente, Dicendo: Vieni, maledicimi Giacobbe; Vieni pure, scongiura Israele.7 Και ηρχισε την παραβολην αυτου και ειπε, Βαλακ με εφερεν εκ της Αραμ, ο βασιλευς του Μωαβ εκ των ορεων των προς ανατολας, λεγων, Ελθε, καταρασθητι μοι τον Ιακωβ? και ελθε, αναθεματισον τον Ισραηλ.
8 Come lo maledirò io? Iddio non l’ha maledetto; Come lo scongiurerò io? il Signore non l’ha scongiurato.8 Πως να καταρασθω τον οποιον ο Θεος δεν καταραται; η πως να αναθεματισω τον οποιον ο Κυριος δεν ανεθεματισε;
9 Quando io lo riguardo dalla sommità delle rupi, E lo miro d’in su i colli, Ecco un popolo che abiterà da parte, E non si acconterà fra l’altre nazioni.9 Διοτι απο της κορυφης των ορεων βλεπω αυτον, και απο των λοφων θεωρω αυτον? ιδου, λαος, οστις θελει κατοικησει μονος, και δεν θελει λογαριασθη μεταξυ των εθνων?
10 Chi annovererà Giacobbe, che è come la polvere? E chi farà il conto pur della quarta parte d’Israele? Muoia la mia persona della morte degli uomini diritti, E sia il mio fine simile al suo.10 τις δυναται να αριθμηση την αμμον του Ιακωβ, και τον αριθμον του τεταρτου του Ισραηλ; ειθε να αποθανω κατα τον θανατον των δικαιων, και το τελος μου να ηναι ομοιον με το τελος αυτου.
11 Allora Balac disse a Balaam: Che mi hai tu fatto? io ti avea fatto venir per maledire i miei nemici; ed ecco, tu li hai pur benedetti.11 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Τι μοι εκαμες; δια να καταρασθης τους εχθρους μου σε παρελαβον? και ιδου, συ ευλογων ευλογησας αυτους.
12 Ed egli rispose, e disse: Non prenderei io guardia di dir ciò che il Signore mi ha messo in bocca?12 Ο δε αποκριθεις ειπε, Δεν πρεπει να προσεξω ο, τι ο Κυριος εβαλεν εις το στομα μου, τουτο να ειπω;
13 E Balac gli disse: Deh! vieni meco in un altro luogo, onde tu lo vedrai; tu ne puoi di qui veder solamente una estremità, tu non lo puoi veder tutto; e maledicimelo di là.13 Και ειπε προς αυτον ο Βαλακ, Ελθε, παρακαλω, μετ' εμου εις αλλον τοπον, οθεν θελεις ιδει αυτον? μονον την ακραν αυτου θελεις ιδει, το δε ολον αυτου δεν θελεις ιδει? και καταρασθητι μοι αυτον εκειθεν.
14 E lo condusse al campo di Sofim, nella cima di Pisga; ed edificò sette altari, e offerse un giovenco e un montone, sopra ciascuno altare.14 Και εφερεν αυτον εις την πεδιαδα Ζοφιμ επι την κορυφην του Φασγα, και ωκοδομησεν επτα βωμους και προσεφερε μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.
15 E Balaam disse a Balac: Fermati qui presso al tuo olocausto, e io me ne andrò colà allo scontro.15 Και ειπε προς τον Βαλακ, Στηθι αυτου πλησιον του ολοκαυτωματος σου και εγω θελω συναντησει εκει τον Κυριον.
16 E il Signore si fece incontro a Balaam, e gli mise la parola in bocca; e gli disse: Ritorna a Balac, e parla così.16 Και συνηντησεν ο Κυριος τον Βαλααμ, και εβαλε λογον εις το στομα αυτου και ειπεν, Επιστρεψον προς τον Βαλακ και ειπε ουτω.
17 Ed egli se ne venne a Balac; ed egli se ne stava presso al suo olocausto, e con lui erano i principi di Moab. E Balac gli disse: Che ha detto il Signore?17 Και ηλθε προς αυτον? και ιδου, αυτος ιστατο πλησιον του ολοκαυτωματος αυτου και οι αρχοντες του Μωαβ μετ' αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Βαλακ, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
18 Ed egli prese a proferir la sua sentenza, e disse: Levati, Balac, e ascolta! Porgimi gli orecchi, figliuolo di Sippor.18 Και αρχισας την παραβολην αυτου ειπε, Σηκωθητι, Βαλακ, και ακουσον? δος ακροασιν εις εμε, συ ο υιος του Σεπφωρ?
19 Iddio non è un uomo, ch’egli menta; Nè un figliuol d’uomo, ch’egli si penta. Avrà egli detta una cosa, e non la farà? Avrà egli parlato, e non atterrà la sua parola?19 ο Θεος δεν ειναι ανθρωπος να ψευσθη, ουτε υιος ανθρωπου να μεταμεληθη? αυτος ειπε και δεν θελει εκτελεσει; η ελαλησε και δεν θελει εμμεινει;
20 Ecco, io ho ricevuta commissione di benedire; E poi ch’egli ha benedetto, io non posso impedir la sua benedizione.20 Ιδου, ευλογιαν παρελαβον? και ευλογησε? και εγω δεν δυναμαι να μεταστρεψω αυτην.
21 Egli non iscorge iniquità in Giacobbe, E non vede perversità in Israele. Il Signore Iddio suo è con lui, E fra esso v’è un grido di trionfo reale.21 Δεν εθεωρησεν ανομιαν εις τον Ιακωβ, ουδε ειδε διαστροφην εις τον Ισραηλ? Κυριος ο Θεος αυτου ειναι μετ' αυτου, και αλαλαγμος βασιλεως ειναι μεταξυ αυτων.
22 Iddio, che li ha tratti fuori di Egitto, È loro a guisa di forze di liocorno.22 Ο Θεος εξηγαγεν αυτους εξ Αιγυπτου? εχουσιν ως δυναμιν μονοκερωτος.
23 Perciocchè non v’è incantamento in Giacobbe, Nè indovinamento in Israele; Infra un anno, intorno a questo tempo, e’ si dirà di Giacobbe e d’Israele: Quali cose ha fatte Iddio!23 Βεβαιως ουδεμια γοητεια δεν ισχυει κατα του Ιακωβ, ουδε μαντεια κατα του Ισραηλ? κατα καιρον θελει λαληθη περι του Ιακωβ και περι του Ισραηλ, Τι κατωρθωσεν ο Θεος.
24 Ecco un popolo che si leverà come un gran leone, E si ergerà come un leone; Egli non si coricherà, finchè non abbia divorata la preda, E bevuto il sangue degli uccisi.24 Ιδου, ο λαος θελει σηκωθη ως λεων, και θελει εγερθη ως σκυμνος? δεν θελει κοιμηθη εωσου φαγη το θηραμα, και πιη το αιμα των πεφονευμενων.
25 Allora Balac disse a Balaam: Non maledirlo, ma pure anche non benedirlo.25 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Μητε να καταρασθης αυτους διολου μητε να ευλογησης αυτους διολου.
26 E Balaam rispose, e disse a Balac: Non ti diss’io, ch’io farei tutto ciò che il Signore direbbe?26 Αποκριθεις δε ο Βαλααμ ειπε προς τον Βαλακ, Δεν σε ελαλησα, λεγων, Παν ο, τι μοι ειπη ο Κυριος, τουτο πρεπει να καμω;
27 E Balac disse a Balaam: Deh! vieni, io ti menerò in un altro luogo; forse piacerà a Dio che di là tu mel maledica.27 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Ελθε, παρακαλω, θελω σε φερει εις αλλον τοπον, ισως θελει αρεσει εις τον Θεον να μοι καταρασθης αυτον εκειθεν.
28 Balac adunque menò Balaam in cima di Peor, che riguarda verso il deserto.28 Και εφερεν ο Βαλακ τον Βαλααμ επι την κορυφην του Φεγωρ, το οποιον βλεπει προς Γεσιμων.
29 E Balaam disse a Balac: Edificami qui sette altari, e apparecchiami qui sette giovenchi, e sette montoni.29 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, οικοδομησον μοι ενταυθα επτα βωμους και ετοιμασον μοι ενταυθα επτα μοσχους και επτα κριους.
30 E Balac fece come Balaam avea detto; e offerse un giovenco e un montone, sopra ciascuno altare30 και εκαμεν ο Βαλακ ως ειπεν ο Βαλααμ και προσεφερε μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.