Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Deutéronome 20


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Lorsque tu partiras combattre tes ennemis, si tu leur vois des chevaux, des chars et des troupes plus nombreuses que les tiennes, n’aie pas peur, car Yahvé ton Dieu qui t’a fait monter du pays d’Égypte est avec toi.1 Οταν εξελθης εις μαχην εναντιον των εχθρων σου, και ιδης ιππους και αμαξας, λαον περισσοτερον παρα σε, μη φοβηθης αυτους? διοτι Κυριος ο Θεος σου ειναι μετα σου, οστις σε ανεβιβασεν εκ γης Αιγυπτου.
2 Avant qu’on engage le combat, le prêtre s’avancera et parlera au peuple.2 Και οταν πλησιασητε εις την μαχην, ο ιερευς θελει προσελθει και λαλησει προς τον λαον,
3 Il lui dira: “Écoute, Israël! Vous êtes aujourd’hui sur le point d’affronter vos ennemis. Ne faiblissez pas, soyez sans crainte et ne vous effrayez pas, n’ayez pas peur devant eux,3 και θελει ειπει προς αυτους, Ακουε, Ισραηλ? σεις πλησιαζετε σημερον εις την μαχην κατα των εχθρων σας? ας μη δειλιαση η καρδια σας, μη φοβηθητε μηδε τρομαξητε μηδε εκπλαγητε απο προσωπου αυτων?
4 car Yahvé votre Dieu marche avec vous. Il combattra vos ennemis à vos côtés et il vous sauvera.”4 διοτι Κυριος ο Θεος σας ειναι ο προπορευομενος μεθ' υμων, δια να πολεμηση υπερ υμων εναντιον των εχθρων σας, δια να σωση υμας.
5 Les chefs diront ensuite au peuple: “Qui a bâti une maison neuve et n’a pas encore eu le temps de la bénir? Qu’il s’en aille et retourne chez lui, de peur qu’il ne meure dans la bataille et qu’un autre ne la bénisse à sa place.5 Και οι αρχοντες θελουσι λαλησει προς τον λαον, λεγοντες, Τις ανθρωπος ωκοδομησεν οικιαν νεαν και δεν εκαμεν εγκαινιασμον αυτης; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, μηποτε αποθανη εν τη μαχη και εγκαινιαση αυτην αλλος ανθρωπος.
6 Qui a planté une vigne et n’a pas encore mangé de son raisin? Qu’il s’en aille et retourne chez lui, de peur qu’il ne meure dans la bataille et qu’un autre ne profite de sa vigne.6 Και τις ανθρωπος εφυτευσεν αμπελωνα και δεν ευφρανθη εξ αυτου; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, μηποτε αποθανη εν τη μαχη, και ευφρανθη εξ αυτου αλλος ανθρωπος.
7 Qui s’est fiancé à une femme et ne l’a pas encore épousée? Qu’il s’en aille et retourne chez lui, de peur qu’il ne meure dans la bataille et qu’un autre ne l’épouse.”7 Και τις ανθρωπος ηρραβωνισθη γυναικα και δεν ελαβεν αυτην; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, μηποτε αποθανη εν τη μαχη, και λαβη αυτην αλλος ανθρωπος.
8 Les chefs diront encore: “Qui a peur? Qui se sent démoralisé? Qu’il s’en aille et retourne chez lui, car il pourrait démoraliser ses frères.”8 Και οι αρχοντες θελουσι λαλησει ετι προς τον λαον και θελουσιν ειπει, Τις ανθρωπος ειναι δειλος και ακαρδος; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, δια να μη δειλιαση η καρδια των αδελφων αυτου, ως η καρδια αυτου.
9 Lorsqu’ils auront fini de parler au peuple, les chefs prendront la tête des troupes.9 Και αφου τελειωσωσιν οι αρχοντες λαλουντες προς τον λαον, θελουσι καταστησει αρχηγους των στρατευματων, δια να προιστανται του λαου.
10 Lorsque tu t’approcheras d’une ville pour l’attaquer, tu commenceras par lui offrir la paix.10 Οταν πλησιασης εις πολιν δια να εκπολεμησης αυτην, τοτε καλεσον αυτην εις ειρηνην?
11 Si elle répond pacifiquement et t’ouvre ses portes, tout le peuple qui s’y trouve paiera le tribut et te servira.11 και εαν σοι αποκριθη ειρηνικα και ανοιξη εις σε, τοτε πας ο λαος ο ευρισκομενος εν αυτη θελει γεινει υποτελης εις σε και θελει σε δουλευει?
12 Mais si elle refuse la paix avec toi et qu’elle veuille combattre, tu en feras le siège.12 εαν ομως δεν καμη ειρηνην μετα σου, αλλα σε πολεμηση τοτε θελεις πολιορκησει αυτην?
13 Lorsque Yahvé ton Dieu l’aura livrée entre tes mains, tu passeras au fil de l’épée tous les mâles.13 και αφου Κυριος ο Θεος σου παραδωση αυτην εις τας χειρας σου, θελεις παταξει παντα τα αρσενικα αυτης εν στοματι μαχαιρας?
14 Mais les femmes, les enfants, le bétail et tout ce qui sera dans la ville, toutes ses dépouilles, tu les prendras pour toi et tu te nourriras du butin de tes ennemis que Yahvé ton Dieu t’aura livré.14 τας δε γυναικας και τα βρεφη και τα κτηνη και παντα οσα ευρισκονται εν τη πολει, παντα τα λαφυρα αυτης, θελεις λαβει εις σεαυτον? και θελεις τρωγει τα λαφυρα των εχθρων σου, οσα Κυριος ο Θεος σου εδωκεν εις σε.
15 Tu agiras ainsi envers toutes les villes qui sont très loin de toi et qui n’appartiennent pas aux étrangers du voisinage.15 Ουτω θελεις καμει εις πασας τας πολεις τας πολυ μακραν απο σου, αιτινες δεν ειναι εκ των πολεων των εθνων τουτων?
16 Mais tu ne laisseras personne en vie dans ces villes d’étrangers que Yahvé ton Dieu te donne en héritage.16 εκ των πολεων ομως των λαων τουτων, τας οποιας Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε κληρονομιαν, δεν θελεις αφησει ζων ουδεν εχον πνοην?
17 Tu dois les vouer à l’anathème: les Hittites, les Amorites, les Cananéens, les Périsites, les Hivvites, les Jébusites, comme Yahvé ton Dieu te l’a ordonné.17 αλλα θελεις εξολοθρευσει αυτους κατα κρατος, τους Χετταιους και τους Αμορραιους τους Χαναναιους και τους Φερεζαιους τους Ευαιους και τους Ιεβουσαιους, καθως προσεταξεν εις σε Κυριος ο Θεος σου?
18 Ainsi ils ne vous apprendront pas leurs pratiques et leurs façons de servir leurs dieux: elles sont scandaleuses! Et vous, vous ne pécherez pas envers Yahvé votre Dieu.18 δια να μη σας διδαξωσι να πραττητε κατα παντα τα βδελυγματα αυτων, τα οποια εκαμον εις τους θεους αυτων, και αμαρτησητε εναντιον Κυριου του Θεου σας.
19 Lorsque tu attaqueras une ville pour t’en emparer, si tu l’assièges et que le siège se prolonge, tu n’abattras pas les arbres, tu n’y mettras pas la hache si tu peux en manger les fruits. L’arbre des champs n’est pas un homme, et tu n’es pas en guerre avec lui.19 Οταν πολιορκης πολιν τινα ημερας πολλας, πολεμων αυτην δια να εξουσιασης αυτην, δεν θελεις εξολοθρευσει τα δενδρα αυτης, καταφερων επ' αυτα πελεκυν? διοτι εξ αυτων δυνασαι να τρεφησαι και δεν θελεις κοψει αυτα. Μηπως ειναι ανθρωπος το δενδρον του αγρου, ωστε να ελθη εναντιον σου εν τη πολιορκια;
20 Mais si ce n’est pas un arbre fruitier, tu peux le couper et l’abattre pour les travaux du siège, jusqu’à ce que tombe cette ville qui est en guerre avec toi.20 Μονον τα δενδρα, οσα γνωριζεις οτι δεν ειναι δενδρα τροφης, ταυτα θελεις εξολοθρευσει και εκκοψει και θελεις οικοδομησει περιχαρακωματα εναντιον της πολεως, ητις πολεμει προς σε, εωσου παραδοθη.