Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Évangile selon Marc 5


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Ils arrivèrent sur l’autre rive, au pays des Géraséniens.1 Και ηλθον εις το περαν της θαλασσης εις την χωραν των Γαδαρηνων.
2 Jésus descendit de la barque et aussitôt vint à sa rencontre un homme qui sortait d’entre les tombes: il était possédé d’un esprit impur.2 Και ως εξηλθεν εκ του πλοιου, ευθυς απηντησεν αυτον εκ των μνημειων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον,
3 Cet homme habitait dans les tombes et personne ne pouvait le maîtriser, même avec une chaîne;3 οστις ειχε την κατοικιαν εν τοις μνημειοις, και ουδεις ηδυνατο να δεση αυτον ουδε με αλυσεις,
4 souvent on lui avait passé des entraves ou on l’avait lié de chaînes, mais il brisait les chaînes et faisait sauter les entraves: personne n’était capable de le dompter.4 διοτι πολλακις ειχε δεθη με ποδοδεσμα και με αλυσεις, και διεσπασθησαν υπ' αυτου αι αλυσεις και τα ποδοδεσμα συνετριφθησαν, και ουδεις ισχυε να δαμαση αυτον?
5 De nuit comme de jour il passait entre les tombes ou sur les collines, poussant des cris et se frappant avec des pierres.5 και δια παντος νυκτα και ημεραν ητο εν τοις ορεσι και εν τοις μνημειοις, κραζων και κατακοπτων εαυτον με λιθους.
6 Apercevant Jésus de loin, il courut se prosterner devant lui,6 Ιδων δε τον Ιησουν απο μακροθεν, εδραμε και προσεκυνησεν αυτον,
7 puis il se mit à crier d’une voix forte: "Qu’est-ce que tu me veux, Jésus, Fils du Dieu Très-Haut? Je t’en supplie au nom de Dieu, ne me torture pas!”7 και κραξας μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του υψιστου; ορκιζω σε εις τον Θεον, μη με βασανισης.
8 C’est que Jésus lui disait: "Esprit impur, sors de cet homme!”8 Διοτι ελεγε προς αυτον? Εξελθε απο του ανθρωπου το πνευμα το ακαθαρτον.
9 Jésus l’interrogea: "Quel est ton nom?” Il répondit: "Légion! C’est là mon nom car nous sommes nombreux.”9 Και ηρωτησεν αυτον? Τι ειναι το ονομα σου; Και απεκριθη λεγων? Λεγεων ειναι το ονομα μου, διοτι πολλοι ειμεθα.
10 Et ces démons le suppliaient de ne pas les renvoyer du pays.10 Και παρεκαλει αυτον πολλα να μη αποστειλη αυτους εξω της χωρας.
11 Or il y avait là un grand troupeau de porcs qui cherchait sa nourriture dans la montagne.11 Ητο δε εκει προς τα ορη αγελη μεγαλη χοιρων βοσκομενη.
12 Les démons le supplièrent: "Envoie-nous vers les cochons, nous y entrerons!”12 και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες, λεγοντες? Πεμψον ημας εις τους χοιρους, δια να εισελθωμεν εις αυτους.
13 Jésus le leur permit. Les esprits impurs sortirent aussitôt et entrèrent dans les cochons, et voici les bandes de cochons qui se précipitent dans le lac du haut de la falaise: elles s’y noyèrent.13 Και ο Ιησους ευθυς επετρεψεν εις αυτους. Και εξελθοντα τα πνευματα τα ακαθαρτα εισηλθον εις τους χοιρους? και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την θαλασσαν? ησαν δε εως δυο χιλιαδες? και επνιγοντο εν τη θαλασση.
14 Ceux qui les gardaient prirent la fuite et racontèrent la chose en ville comme dans la campagne. On sortit donc pour voir ce qui s’était passé.14 Οι δε βοσκοντες τους χοιρους εφυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους? και εξηλθον δια να ιδωσι τι ειναι το γεγονος.
15 Lorsque les gens arrivent près de Jésus, ils voient l’homme qui avait eu la “légion” de démons: il était assis, habillé, dans tout son bon sens. Ils furent saisis de crainte.15 Και ερχονται προς τον Ιησουν, και θεωρουσι τον δαιμονιζομενον, οστις ειχε τον λεγεωνα, καθημενον και ενδεδυμενον και σωφρονουντα, και εφοβηθησαν.
16 Les témoins racontèrent ce qui était arrivé au démoniaque et l’histoire des cochons.16 Και διηγηθησαν προς αυτους οι ιδοντες πως εγεινε το πραγμα εις τον δαιμονιζομενον, και περι των χοιρων.
17 Alors les gens commencèrent à le supplier pour qu’il quitte le pays.17 Και ηρχισαν να παρακαλωσιν αυτον να αναχωρηση απο των οριων αυτων.
18 Comme Jésus remontait dans la barque, l’ancien démoniaque insista beaucoup pour rester avec lui.18 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, παρεκαλει αυτον ο δαιμονισθεις να ηναι μετ' αυτου.
19 Mais Jésus ne le permit pas; il lui dit: "Rentre plutôt chez toi, dans ta famille, et raconte-leur tout ce que le Seigneur a fait pour toi et comment il a eu pitié de toi.”19 Πλην ο Ιησους δεν αφηκεν αυτον, αλλα λεγει προς αυτον? Υπαγε εις τον οικον σου προς τους οικειους σου και αναγγειλον προς αυτους οσα ο Κυριος σοι εκαμε και σε ηλεησε.
20 L’homme s’éloigna et se mit à proclamer en Décapole tout ce que Jésus avait fait pour lui; ils en étaient tous stupéfaits.20 Και ανεχωρησε και ηρχισε να κηρυττη εν τη Δεκαπολει οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους, και παντες εθαυμαζον.
21 Jésus refit la traversée et débarqua sur l’autre rive. Bien des gens se regroupèrent autour de lui non loin de la mer.21 Και αφου ο Ιησους διεπερασε παλιν εν τω πλοιω εις το περαν, συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, και ητο πλησιον της θαλασσης.
22 Un président de synagogue arriva, un certain Jaïre. En voyant Jésus, il tomba à ses pieds22 Και ιδου, ερχεται εις των αρχισυναγωγων, ονοματι Ιαειρος, και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου
23 et le supplia instamment: "Ma petite fille est au plus mal; viens lui imposer les mains pour qu’elle soit sauvée et qu’elle vive!”23 και παρεκαλει αυτον πολλα, λεγων οτι το θυγατριον μου πνεει τα λοισθια? να ελθης και να βαλης τας χειρας σου επ' αυτην, δια να σωθη και θελει ζησει.
24 Aussitôt Jésus se mit en route, accompagné d’une foule nombreuse qui le suivait et le pressait de tous côtés.24 Και υπηγε μετ' αυτου? και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, και συνεθλιβον αυτον.
25 Il y avait là une femme qui depuis douze ans souffrait d’hémorragies.25 Και γυνη τις, εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη
26 Elle avait beaucoup souffert aux mains de nombreux médecins: toutes ses économies y avaient passé sans aucun résultat, son mal avait même empiré.26 και πολλα παθουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα πασαν την περιουσιαν αυτης και μηδεν ωφεληθεισα, αλλα μαλλον εις το χειρον ελθουσα,
27 Comme elle avait entendu parler de Jésus, elle s’approcha par derrière dans la foule et toucha son vêtement.27 ακουσασα περι του Ιησου, ηλθε μεταξυ του οχλου οπισθεν και ηγγισε το ιματιον αυτου?
28 Car elle se disait: "Si j’arrive à toucher, même ses vêtements, je serai sauvée.”28 διοτι ελεγεν οτι και αν τα ιματια αυτου εγγισω, θελω σωθη.
29 Aussitôt son hémorragie s’arrêta et elle sentit dans son corps qu’elle était guérie de son mal.29 Και ευθυς εξηρανθη η πηγη του αιματος αυτης, και ησθανθη εν τω σωματι αυτης οτι ιατρευθη απο της μαστιγος.
30 Au même moment Jésus fut conscient de cette force qui sortait de lui; il se retourna vers la foule et dit: "Qui a touché mes vêtements?”30 Και ευθυς ο Ιησους, νοησας εν εαυτω την δυναμιν την εξελθουσαν απ' αυτου, στραφεις εν τω οχλω ελεγε? Τις ηγγισε τα ιματια μου;
31 Ses disciples lui disaient: "Tu vois bien que la foule te presse de tous côtés; comment peux-tu demander qui t’a touché?”31 Και ελεγον προς αυτον οι μαθηται αυτον? Βλεπεις τον οχλον συνθλιβοντα σε, και λεγεις τις μου ηγγισε;
32 Mais Jésus continuait à chercher du regard celle qui l’avait fait.32 Και περιεβλεπε δια να ιδη την πραξασαν τουτο.
33 La femme alors arriva craintive et toute tremblante, sachant bien ce qui lui était arrivé. Elle tomba aux pieds de Jésus et lui dit toute la vérité.33 Η δε γυνη, φοβηθεισα και τρεμουσα, επειδη ηξευρε τι εγεινεν επ' αυτην, ηλθε και προσεπεσεν εις αυτον και ειπε προς αυτον πασαν την αληθειαν.
34 Jésus lui dit: "Ma fille, ta foi t’a sauvée, va en paix et sois guérie du mal qui te tourmentait.”34 Ο δε ειπε προς αυτην? Θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην και εσο υγιης απο της μαστιγος σου.
35 Ils parlait encore lorsque des gens arrivèrent de chez le président de la synagogue; ils lui dirent: "Ta fille est morte, pourquoi encore déranger le Maître?”35 Ενω αυτος ελαλει ετι, ερχονται απο του αρχισυναγωγου, λεγοντες οτι η θυγατηρ σου απεθανε? τι πλεον ενοχλεις τον Διδασκαλον;
36 Mais Jésus avait entendu ce qu’ils venaient de dire; il dit au président de synagogue: "Ne crains pas, crois seulement!”36 Ο δε Ιησους, ευθυς οτε ηκουσε τον λογον λαλουμενον, λεγει προς τον αρχισυναγωγον? Μη φοβου, μονον πιστευε.
37 Après quoi il ne laissa personne l’accompagner, si ce n’est Pierre, Jacques, et Jean, le frère de Jacques.37 Και δεν αφηκεν ουδενα να ακολουθηση αυτον ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην τον αδελφον Ιακωβου.
38 Voici qu’ils arrivent à la maison du président de synagogue et Jésus voit tout un remue-ménage: les gens pleuraient et poussaient des cris.38 Και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και βλεπει θορυβον, κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα,
39 Aussitôt entré il leur dit: "Pourquoi ce vacarme et tous ces sanglots? La fillette n’est pas morte, mais elle dort.”39 και εισελθων λεγει προς αυτους? Τι θορυβεισθε και κλαιετε; το παιδιον δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
40 Les gens se moquent de lui, mais il les met tous dehors. Il prend avec lui le père de l’enfant, la mère, et ses disciples, et il entre là où est la fillette.40 Και κατεγελων αυτου. Ο δε, αφου εξεβαλεν απαντας, παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μεθ' εαυτου και εισερχεται οπου εκειτο το παιδιον,
41 Alors il la prend par la main et lui dit: "Talitha, koum! (ce qui se traduit: Fillette, tu m’entends: lève-toi!)”41 και πιασας την χειρα του παιδιου, λεγει προς αυτην? Ταλιθα, κουμι? το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κορασιον, σοι λεγω, σηκωθητι.
42 Aussitôt la fillette se lève et marche (elle avait douze ans). Les parents étaient complètement hors d’eux-mêmes.42 Και ευθυς εσηκωθη το κορασιον και περιεπατει? διοτι ητο ετων δωδεκα. Και εξεπλαγησαν με εκπληξιν μεγαλην.
43 Jésus leur recommanda avec insistance de ne rien raconter à personne; puis il dit de lui donner à manger.43 Και παρηγγειλεν εις αυτους πολλα να μη μαθη μηδεις τουτο και ειπε να δοθη εις αυτην να φαγη.