Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 39


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Joseph avait donc été vendu en Égypte: Putifar, un Égyptien, fonctionnaire du Pharaon et chef des gardes, l’avait acheté aux Ismaélites qui l’avaient emmené là-bas.1 Ο δε Ιωσηφ κατεβιβασθη εις την Αιγυπτον? και ο Πετεφρης ο αυλικος του Φαραω, ο αρχων των σωματοφυλακων, ανθρωπος Αιγυπτιος, ηγορασεν αυτον εκ των χειρων των Ισμαηλιτων, οιτινες κατεβιβασαν αυτον εκει.
2 Mais Yahvé était avec Joseph, et il lui donna de réussir: il resta dans la maison de son maître l’Égyptien.2 Και ητο ο Κυριος μετα του Ιωσηφ, και ητο ανθρωπος ευοδουμενος? και ευρισκετο εν τω οικω του κυριου αυτου Αιγυπτιου.
3 Son maître remarqua que Yahvé était avec lui et faisait réussir tout ce qu’il entreprenait.3 Και ειδεν ο κυριος αυτου, οτι ο Κυριος ητο μετ' αυτου, και ευωδωνεν ο Κυριος εις τας χειρας αυτου παντα οσα εκαμνε.
4 Joseph fut donc bien apprécié de lui dans tout son service. Son maître en fit le chef de sa maison et lui confia toutes ses affaires.4 Και ευρηκεν ο Ιωσηφ χαριν εμπροσθεν αυτου και υπηρετει αυτον? και κατεστησεν αυτον επιστατην επι του οικου αυτου? και παντα οσα ειχε, παρεδωκεν εις τας χειρας αυτου.
5 Lorsqu’il l’eut mis à la tête de sa maison et de tous ses biens, Yahvé bénit la maison de l’Égyptien à cause de Joseph, et la bénédiction de Yahvé s’étendit à tout ce qui lui appartenait, aussi bien dans la maison que dans les champs.5 Και εξ εκεινου του καιρου, αφου κατεστησεν αυτον επιστατην επι του οικου αυτου και επι παντων οσα ειχεν, ευλογησεν ο Κυριος τον οικον του Αιγυπτιου εξ αιτιας του Ιωσηφ? και ητο η ευλογια του Κυριου επι παντα οσα ειχεν, εν τω οικω και εν τοις αγροις.
6 Aussi, après avoir confié à Joseph tout ce qui lui appartenait, il ne s’occupait plus de rien, si ce n’est de sa propre nourriture. Or Joseph avait une belle allure et un beau visage.6 Και παρεδωκε παντα οσα ειχεν εις τας χειρας του Ιωσηφ? και δεν ηξευρεν εκ των υπαρχοντων αυτου ουδεν, πλην του αρτου τον οποιον ετρωγεν. Ητο δε ο Ιωσηφ ευειδης και ωραιος την οψιν.
7 La femme de son maître s’éprit de lui et lui dit: “Couche avec moi!”7 Και μετα τα πραγματα ταυτα, η γυνη του κυριου αυτου ερριψε τους οφθαλμους αυτης επι τον Ιωσηφ? και ειπε, Κοιμηθητι μετ' εμου.
8 Mais Joseph refusa et dit à la femme de son maître: “Mon maître me fait entièrement confiance pour tout ce qui regarde sa maison, il m’a confié tout ce qui lui appartient.8 Αλλ' εκεινος δεν ηθελε, και ειπε προς την γυναικα του κυριου αυτου, Ιδου? ο κυριος μου δεν γνωριζει ουδεν εκ των οσα ειναι μετ' εμου εν τω οικω? και παντα οσα εχει, παρεδωκεν εις τας χειρας μου?
9 Il n’est pas plus écouté que moi dans cette maison, et il ne me refuse rien sinon toi, parce que tu es sa femme. Comment pourrais-je faire une chose pareille et pécher contre Dieu?”9 δεν ειναι εν τω οικω τουτω ουδεις μεγαλητερος μου, ουτε ειναι απηγορευμενον εις εμε αλλο τι πλην σου, διοτι εισαι η γυνη αυτου? και πως να πραξω τουτο το μεγα κακον, και να αμαρτησω εναντιον του Θεου;
10 Tous les jours, elle redisait la même chose à Joseph, mais il ne l’écoutait pas: il refusait de se coucher à ses côtés et de se donner à elle.10 Αν και ελαλει προς τον Ιωσηφ καθ' εκαστην ημεραν, ουτος ομως δεν υπηκουσεν εις αυτην να κοιμηθη μετ' αυτης, δια να συνευρεθη μετ' αυτης.
11 Or voici qu’un jour, quand il entrait dans la maison pour faire son travail, il n’y avait dans la maison aucun des serviteurs.11 Και ημεραν τινα εισηλθεν ο Ιωσηφ εις την οικιαν δια να καμη τα εργα αυτου, και ουδεις εκ των ανθρωπων του οικου ητο εκει εν τω οικω.
12 Alors elle le saisit par son habit et lui dit: “Couche avec moi!” Mais il lui laissa son habit dans la main et sortit en courant.12 Και εκεινη ηρπασεν αυτον απο του ιματιου αυτου, λεγουσα, Κοιμηθητι μετ' εμου? αλλ' εκεινος αφησας το ιματιον αυτου εις τας χειρας αυτης, εφυγε, και εξηλθεν εξω.
13 Quand elle vit qu’il s’était enfui dehors en lui laissant son habit dans la main,13 Και ως ειδεν οτι αφηκε το ιματιον αυτου εις τας χειρας αυτης και εφυγεν εξω,
14 elle appela les gens de sa maison et leur dit: “Regardez! On nous a amené un Hébreu pour prendre du plaisir avec nous. Il s’est approché de moi pour coucher avec moi, mais j’ai crié de toutes mes forces.14 εβοησε προς τους ανθρωπους της οικιας αυτης και ελαλησε προς αυτους, λεγουσα, Ιδετε, εφερεν εις ημας ανθρωπον Εβραιον δια να μας εμπαιξη? εισηλθε προς εμε δια να κοιμηθη μετ' εμου και εγω εβοησα μετα φωνης μεγαλης?
15 Quand il a entendu que j’élevais le ton et que je criais, il est sorti en courant et son habit m’est resté entre les mains.”15 και ως ηκουσεν οτι υψωσα την φωνην μου και εβοησα, αφησας το ιματιον αυτου παρ' εμοι εφυγε και εξηλθεν εξω.
16 Elle garda donc son habit à côté d’elle jusqu’au retour du maître à la maison.16 Και απεθεσε το ιματιον αυτου παρ' αυτη, εωσου ηλθεν ο κυριος αυτου εις τον οικον αυτου.
17 Et voici comment elle lui raconta les choses: “Le serviteur hébreu que tu nous a amené s’est approché de moi pour prendre son plaisir avec moi.17 Και ειπε προς αυτον κατα τους λογους τουτους, λεγουσα, Ο δουλος ο Εβραιος, τον οποιον εφερες εις ημας, εισηλθε προς εμε δια να με εμπαιξη,
18 Mais, lorsqu’il a entendu que j’élevais le ton et que je criais, il s’est enfui et son habit m’est resté entre les mains.”18 και ως υψωσα την φωνην μου και εβοησα, αφησας το ιματιον αυτου παρ' εμοι, εφυγεν εξω.
19 Lorsque son maître entendit le rapport de sa femme: “Et voilà ce qu’a fait ton serviteur!”, il se mit en colère.19 Και ως ηκουσεν ο κυριος αυτου τους λογους της γυναικος αυτου, τους οποιους ελαλησε προς αυτον, λεγουσα, Ουτω μοι εκαμεν ο δουλος σου, εξηφθη η οργη αυτου.
20 Il fit saisir Joseph et le fit jeter dans la prison où l’on enfermait les prisonniers du roi. C’est là que Joseph fut emprisonné.20 Και λαβων ο κυριος του Ιωσηφ αυτον, εβαλεν αυτον εις την οχυραν φυλακην, εις τον τοπον οπου οι δεσμιοι του βασιλεως ησαν πεφυλακισμενοι και εμενεν εκει εν τη οχυρα φυλακη.
21 Mais Yahvé était avec Joseph, et il continua de le favoriser, de sorte que Joseph fut bien considéré par le chef de la prison.21 Αλλ' ο Κυριος ητο μετα του Ιωσηφ και επεχεεν εις αυτον ελεος, και εδωκε χαριν εις αυτον εμπροσθεν του αρχιδεσμοφυλακος.
22 Celui-ci donna autorité à Joseph sur tous les prisonniers qui étaient enfermés là, et c’est lui qui leur faisait faire tout ce qu’il y avait à faire.22 Και παρεδωκεν ο αρχιδεσμοφυλαξ εις τας χειρας του Ιωσηφ παντας τους δεσμιους, τους εν τη οχυρα φυλακη? και παντα οσα επραττοντο εκει, αυτος εκαμνεν αυτα.
23 Le chef de la prison ne contrôlait même plus tout ce que Joseph décidait, parce que Yahvé était avec lui, et tout ce qu’il entreprenait, Yahvé le lui faisait mener à bien.23 Ο αρχιδεσμοφυλαξ δεν εθεωρει ουδεν εκ των οσα ησαν εις τας χειρας αυτου? διοτι ο Κυριος ητο μετ' αυτου και ο Κυριος ευωδονεν οσα αυτος εκαμνε.