Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 2


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 C’est ainsi que le ciel et la terre et tout ce qu’ils contiennent furent achevés.1 Και συνετελεσθησαν ο ουρανος και η γη και πασα η στρατια αυτων.
2 Au septième jour Dieu avait achevé son travail, et il se reposa en ce septième jour après tout le travail qu’il avait fait.2 Και ειχε συντετελεσμενα ο Θεος εν τη ημερα τη εβδομη τα εργα αυτου, τα οποια εκαμε? και ανεπαυθη την ημεραν την εβδομην απο παντων των εργων αυτου, τα οποια εκαμε.
3 Dieu bénit le septième jour et il en fit un jour saint, parce que ce jour-là Dieu s’était arrêté de travailler, après toute cette création qu’il avait faite.3 Και ευλογησεν ο Θεος την ημεραν την εβδομην και ηγιασεν αυτην? διοτι εν αυτη ανεπαυθη απο παντων των εργων αυτου, τα οποια εκτισε και εκαμεν ο Θεος.
4 Voilà l’origine du ciel et de la terre lorsqu’ils furent créés. Le jour où Yahvé Dieu fit la terre et le ciel,4 Αυτη ειναι η γενεσις του ουρανου και της γης, οτε εκτισθησαν αυτα, καθ' ην ημεραν εποιησε Κυριος ο Θεος γην και ουρανον,
5 il n’y avait sur la terre aucun arbuste des champs; aucune herbe des champs ne poussait encore, car Yahvé Dieu n’avait pas fait pleuvoir sur la terre et il n’y avait pas d’homme pour travailler le sol5 και παντα τα φυτα του αγρου, πριν γεινωσιν επι της γης, και παντα χορτον του αγρου, πριν βλαστηση? διοτι δεν ειχε βρεξει Κυριος ο Θεος επι της γης, και ανθρωπος δεν ητο δια να εργαζηται την γην
6 et faire monter l’eau de la terre, afin d’irriguer toute la surface du sol.6 ? ο ατμος δε ανεβαινεν απο της γης και εποτιζε παν το προσωπον της γης.
7 Alors Yahvé Dieu forma l’homme; il n’était que poussière du sol, mais Dieu souffla dans ses narines une haleine de vie, et l’homme fut un être animé, vivant.7 Και επλασε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον απο χωματος εκ της γης. και ενεφυσησεν εις τους μυκτηρας αυτου πνοην ζωης, και εγεινεν ο ανθρωπος εις ψυχην ζωσαν.
8 Yahvé Dieu planta un jardin en Éden, à l’Orient, et il y plaça l’homme qu’il avait formé.8 Και εφυτευσε Κυριος ο Θεος παραδεισον εν τη Εδεμ κατα ανατολας και εθεσεν εκει τον ανθρωπον, τον οποιον επλασε.
9 Yahvé Dieu fit pousser du sol toutes sortes d’arbres agréables à voir et bons à manger; l’arbre de vie était au milieu du jardin, avec l’arbre qui donne la connaissance du bien et du mal.9 Και Κυριος ο Θεος εκαμε να βλαστηση εκ της γης παν δενδρον ωραιον εις την ορασιν και καλον εις την γευσιν? και το ξυλον της ζωης εν μεσω του παραδεισου και το ξυλον της γνωσεως του καλου και του κακου.
10 D’Éden sortait un fleuve qui arrosait le jardin et se divisait ensuite pour former quatre bras.10 Ποταμος δε εξηρχετο εκ της Εδεμ δια να ποτιζη τον παραδεισον? και εκειθεν εμεριζετο εις τεσσαρας κλαδους.
11 Le premier s’appelle le Pichon: il entoure tout le pays de Havila où l’on trouve de l’or,11 Το ονομα του ενος, Φισων? ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Αβιλα? οπου ευρισκεται το χρυσιον?
12 un or très pur; on y trouve encore des résines parfumées et des pierres précieuses.12 το δε χρυσιον της γης εκεινης ειναι καλον? εκει ειναι το βδελλιον και ο λιθος ο ονυχιτης.
13 Le deuxième s’appelle le Guihon: il entoure tout le pays de Kouch.13 Και το ονομα του ποταμου του δευτερου, Γιων? ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Χους.
14 Le troisième s’appelle le Tigre: il coule à l’est de l’Assyrie. Le quatrième, c’est l’Euphrate.14 Και το ονομα του ποταμου του τριτου, Τιγρις? ουτος ειναι ο ρεων προς ανατολας της Ασσυριας. Ο δε ποταμος ο τεταρτος, ουτος ειναι ο Ευφρατης.
15 Yahvé Dieu plaça l’homme dans le jardin d’Éden pour le cultiver et le garder.15 Και ελαβε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον και εθεσεν αυτον εν τω παραδεισω της Εδεμ δια να εργαζηται αυτον και να φυλαττη αυτον.
16 Puis Yahvé Dieu donna à l’homme un ordre, il lui dit: “Tu mangeras tant que tu voudras de tous les arbres du jardin,16 Προσεταξε δε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ λεγων, Απο παντος δενδρου του παραδεισου ελευθερως θελεις τρωγει,
17 mais tu ne mangeras pas de l’arbre de la connaissance du bien et du mal, car le jour où tu en mangeras, ce sera la mort à coup sûr!”17 απο δε του ξυλου της γνωσεως του καλου και του κακου δεν θελεις φαγει απ' αυτου? διοτι καθ' ην ημεραν φαγης απ' αυτου, θελεις εξαπαντος αποθανει.
18 Yahvé Dieu dit: “Il n’est pas bon que l’homme soit seul, je veux lui faire une aide semblable à lui.”18 Και ειπε Κυριος ο Θεος, Δεν ειναι καλον να ηναι ο ανθρωπος μονος? θελω καμει εις αυτον βοηθον ομοιον με αυτον.
19 Alors Yahvé Dieu forma du sol toutes les bêtes sauvages et tous les oiseaux du ciel; il les conduisit vers l’homme pour voir quel nom il leur donnerait, pour que tout animal porte le nom que l’homme allait lui donner.19 Επλασε δε Κυριος ο Θεος εκ της γης παντα τα ζωα του αγρου και παντα τα πετεινα του ουρανου, και εφερεν αυτα προς τον Αδαμ, δια να ιδη πως να ονομαση αυτα? και ο, τι ονομα ηθελε δωσει ο Αδαμ εις παν εμψυχον, τουτο να ηναι το ονομα αυτου.
20 L’homme donna des noms à tous les animaux des champs, aux oiseaux des cieux, à toutes les bêtes sauvages, mais pour l’homme il ne se trouva pas d’aide qui lui corresponde.20 Και εδωκεν ο Αδαμ ονοματα εις παντα τα κτηνη και εις τα πτηνα του ουρανου και εις παντα τα ζωα του αγρου? εις δε τον Αδαμ δεν ευρισκετο βοηθος ομοιος με αυτον.
21 Yahvé Dieu fit alors tomber sur l’homme un profond sommeil pour qu’il s’endorme, il prit une de ses côtes et referma la chair à sa place.21 Και επεβαλε Κυριος ο Θεος εκστασιν επι τον Αδαμ, και εκοιμηθη? και ελαβε μιαν εκ των πλευρων αυτου και εκλεισε με σαρκα τον τοπον αυτης.
22 Avec la côte qu’il avait prise à l’homme, Yahvé Dieu fit une femme, et il vint la présenter à l’homme.22 Και κατεσκευασε Κυριος ο Θεος την πλευραν, την οποιαν ελαβεν απο του Αδαμ, εις γυναικα και εφερεν αυτην προς τον Αδαμ.
23 L’homme déclara: “Voici enfin l’os de mes os et la chair de ma chair, elle sera appelée femme parce qu’elle a été tirée de l’homme.”23 Και ειπεν ο Αδαμ, Τουτο ειναι τωρα οστουν εκ των οστεων μου και σαρξ εκ της σαρκος μου? αυτη θελει ονομασθη ανδρις, διοτι εκ του ανδρος αυτη εληφθη.
24 C’est pourquoi l’homme quitte son père et sa mère, il s’attache à sa femme et ils ne font qu’une seule chair.24 Δια τουτο θελει αφησει ο ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα αυτου, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου? και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν.
25 Or ils étaient nus tous les deux, l’homme et sa femme, et ils n’en avaient point honte.25 Ησαν δε και οι δυο γυμνοι, ο Αδαμ και η γυνη αυτου, και δεν ησχυνοντο.