1 Guai a te, città di sangue; tu, bugiarda, piena di dilacerazione; e non si partirà da te la rapina. | 1 Ουαι εις την πολιν των αιματων? ολη ειναι πληρης ψευδους και αρπαγης? το θηραμα δεν απολειπει. |
2 La voce del flagello, e la voce dell' impeto della ruota, e del cavallo resonante, e del carro stridente, e del cavalcatore salente (a cavallo), | 2 Φωνη μαστιγων ακουεται και φωνη θορυβου τροχων και ιππων ορμωντων και αρματων αναπηδωντων, |
3 e dello lucente coltello, e dell' asta folgorante, e della moltitudine uccisa, e della grande rovina; e non è fine de' corpi morti, e cadranno ne' corpi loro. | 3 ιππεως αναβαινοντος και ρομφαιας στιλβουσης και λογχης εξαστραπτουσης, και πληθος τραυματιζομενων και μεγας αριθμος πτωματων, και δεν ειναι τελος των πτωματων? προσκοπτουσιν εις τα πτωματα αυτων? |
4 Per la moltitudine delle fornicazioni della bella e graziosa meretrice, la quale ha i maleficii, e hae venduto le genti nelle sue fornicazioni, e le famiglie ne' suoi maleficii; | 4 απο του πληθους των πορνειων της θελκτικης πορνης, της εμπειρου εις γοητειας, ητις πωλει εθνη δια των πορνειων αυτης και φυλας δια των γοητειων αυτης. |
5 ecco io vegno a te, dice il Signore delli esèrciti, e scoprirò le tue disonestadi nella faccia tua, e mostrerò alle genti la nudità tua, e a' reami la (vergogna e) il vituperio tuo. | 5 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων? και θελω ανασηκωσει τα κρασπεδα σου επι το προσωπον σου, και θελω δειξει εις τα εθνη την αισχυνην σου και εις τα βασιλεια την ατιμιαν σου. |
6 E gitterò sopra te le abominazioni, e affliggerò te colle contumelie, (cioè con parole ingiuriose e vituperose), e porrotti in esempio. | 6 Και θελω ριψει βδελυραν ακαθαρσιαν επι σε και θελω σε καταισχυνει και θελω σε καταστησει εις θεαμα. |
7 E sarà che ogni uomo, che ti vedrà, sì ritornerà dirietro da te, e dirà: guasta è Ninive; chi commoverà sopra te il capo? onde (di che luogo) cercherò a te consolatore? | 7 Και παντες οι βλεποντες σε θελουσι φευγει απο σου και θελουσι λεγει, Η Νινευη ηρημωθη? τις θελει συλλυπηθη αυτην; ποθεν θελω ζητησει παρηγορητας δια σε; |
8 Or se' tu migliore che Alessandria, la quale ebbe di sotto da sè molti popoli, la quale abita nei fiumi? le acque sono nel circuito suo, alla quale vengono per mare le ricchezze, e l'acque sono le mura sue. | 8 εισαι καλητερα της Νω Αμμων, της κειμενης μεταξυ των ποταμων, της περικυκλουμενης απο υδατων, της οποιας προμαχων ητο η θαλασσα και τειχος αυτης το πελαγος; |
9 Etiopia e l'Egitto sono la fortezza sua, e non ha fine (la fortezza sua, e non ha fine la fortezza e la ricchezza sua); Africa e Libia furono in tuo adiutorio (cioè d'Alessandria). | 9 Η Αιθιοπια ητο η ισχυς αυτης και η Αιγυπτος και αλλοι απεραντοι? η Φουθ και οι Λιβυες ησαν οι βοηθοι σου. |
10 Ma ella fu menata in transmigrazione in prigione; i parvoli suoi furono percossi in capo di tutte le vie, e sopra i nobil? cittadini suoi misono le sorti, e tutti i migliori e più degni furono messi co' piedi nelli ceppi (e nelli ferri). | 10 Αλλα και αυτη μετωκισθη, υπηγεν εις αιχμαλωσιαν, τα δε νηπια αυτης συνετριφθησαν επι των ακρων πασων των οδων? και ερριψαν κληρους επι τους ενδοξους αυτης ανδρας, και παντες οι μεγιστανες αυτης εδεθησαν με αλυσεις. |
11 E tu adunque sarai inebriata, e sarai dispetta; e domanderai adiutorio dal nimico. | 11 Και συ θελεις μεθυσθη, θελεις μενει αφανης? και συ θελεις ζητησει δυναμιν εναντιον του εχθρου. |
12 Tutte le munizioni (e le fortezze) tue saranno come il fico coi fichi suoi primaticci; li quali sì saranno scossi, e cadranno nella bocca di colui che gli mangia. | 12 Παντα τα οχυρωματα σου θελουσιν εισθαι ως συκαι με τα πρωτοφανη συκα αυτων? εαν σεισθωσι, θελουσι βεβαιως πεσει εις το στομα του τρωγοντος. |
13 Ecco, il popolo tuo diventerà vile come le femmine nel mezzo di te; le porte della terra tua saranno aperte alli nimici tuoi; il fuoco divorerà li chiavistelli tuoi. | 13 Ιδου, ο λαος σου ειναι γυναικες εν μεσω σου? αι πυλαι της γης σου θελουσιν εισθαι ολως ανεωγμεναι εις τους εχθρους σου? το πυρ θελει καταφαγει τους μοχλους σου. |
14 Attigniti l'acqua per l'assedio, ed edifica le fortezze tue; entra nel luto, e calcalo; e commettendolo sotto i piedi, fanne mattoni. | 14 Ανασυρον εις σεαυτον υδωρ δια την πολιορκιαν, ενδυναμωσον τα οχυρωματα σου? εισελθε εις τον πηλον και πατησον την αργιλλον, επισκευασον την κεραμικην καμινον? |
15 Qui ti mangerà il fuoco, e perirai di coltello; e divoreratti come è divorato il bruco; raccogliti insieme come fa il bruco, e multiplica come il grillo. | 15 εκει θελει σε καταφαγει το πυρ? η ρομφαια θελει σε εξολοθρευσει, θελει σε καταφαγει ως βρουχος? πληθυνου ως βρουχος, πληθυνου ως ακρις. |
16 Tu hai fatti più traffichi, che non sono le stelle del cielo; il bruco [si] sparse, e volò. | 16 Επληθυνας τους εμπορους σου υπερ τα αστρα του ουρανου? ο βρουχος εξηπλωθη και εξεπεταξεν. |
17 Le guardie tue sono come grilli; i parvoli tuoi sono come li figliuoli de' grilli, i quali si stanno nelle siepi nel dì del freddo; levossi il sole, e loro volarono, e non fu conosciuto il luogo loro dove fussono stati. | 17 Οι μεγιστανες σου ειναι ως ακριδες και οι σατραπαι σου ως μεγαλαι ακριδες, αιτινες επικαθηνται επι τους φραγμους εν ημερα ψυχους? αλλ' οταν ο ηλιος ανατειλη, φευγουσι και ο τοπος αυτων δεν γνωριζεται που ησαν. |
18 I tuoi pastori, o re d' Assur, si sono addormentati; e' tuoi principi saranno sepolti; il tuo popolo s'è nascoso ne' monti, e non è chi lo raduni. | 18 Οι ποιμενες σου ενυσταξαν, βασιλευ της Ασσυριας? οι δυνατοι σου απεκοιμηθησαν? ο λαος σου εσκορπισθη επι τα ορη και δεν υπαρχει ο συναγων. |
19 Non è oscura la distruzione tua; pessima è la piaga tua; tutti coloro che hanno udito quello che si dice di te, hanno premuta la mano sopra di te; però che sopra cui non è sempre passata la malizia tua? | 19 Δεν ειναι ιασις εις το συντριμμα σου? η πληγη σου ειναι χαλεπη? παντες οι ακουοντες την αγγελιαν σου θελουσι κροτησει χειρας επι σε? διοτι επι τινα δεν επηλθε παντοτε η κακια σου; |