| 1 Αναβλεψας δε ο Ιακωβ ειδε? και ιδου, ο Ησαυ ηρχετο, και μετ' αυτου τετρακοσιοι ανδρες? και εμοιρασεν ο Ιακωβ τα παιδια εις την Λειαν και εις την Ραχηλ και εις τας δυο θεραπαινας. | 1 Підвів же Яків свої очі й бачить — аж тут іде Ісав і з ним чотириста чоловік; тож розділив він дітей між Лією, Рахиллю та двома слугинями. |
| 2 Και τας μεν θεραπαινας και τα τεκνα αυτων εβαλεν εμπροσθεν, την δε Λειαν και τα τεκνα αυτης, κατοπιν, και την Ραχηλ και τον Ιωσηφ, τελευταιους. | 2 Отже, спереду поставив він слугинь з їхніми дітьми, далі Лію з її дітьми, а Рахиль і Йосифа останніми. |
| 3 Αυτος δε επερασεν εμπροσθεν αυτων και προσεκυνησεν εως εδαφους επτακις, εως να πλησιαση εις τον αδελφον αυτου. | 3 Сам же пройшов перед ними й поклонився до землі сім разів, поки приступив до свого брата. |
| 4 Και εδραμεν ο Ησαυ εις συναντησιν αυτου και ενηγκαλισθη αυτον και επεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον? και εκλαυσαν. | 4 Тоді Ісав прибіг йому назустріч, обійняв його і припав йому на шию та й поцілував його, і плакали обидва. |
| 5 Και αναβλεψας ειδε τας γυναικας και τα παιδια? και ειπε, Τι σου ειναι ουτοι; Ο δε ειπε τα παιδια, τα οποια εχαρισεν ο Θεος εις τον δουλον σου. | 5 Підвівши свої очі, побачив він (Ісав) жінок з дітьми, й питає: Хто ці в тебе? А Яків відповів: Це діти, що їх, з ласки, дарував Бог слузі твоєму. |
| 6 Τοτε επλησιασαν αι θεραπαιναι, αυται και τα τεκνα αυτων, και προσεκυνησαν? | 6 Тоді приступили слугині — вони й їхні діти — і вклонились. |
| 7 παρομοιως επλησιασαν και η Λεια και τα τεκνα αυτης, και προσεκυνησαν? και μετα ταυτα επλησιασαν ο Ιωσηφ και η Ραχηλ και προσεκυνησαν. | 7 За ними Лія з дітьми та й теж поклонилися; наостанку ж підійшли Йосиф та Рахиль і вклонились. |
| 8 Και ειπε, Προς τι απαν το στρατοπεδον σου τουτο, το οποιον απηντησα; Ο δε ειπε, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν του κυριου μου. | 8 Тоді Ісав спитав: Навіщо в тебе ввесь отой табір, що його я зустрів? А той відрік: Щоб знайти ласку в очах мого пана. |
| 9 Και ειπεν ο Ησαυ, Εχω πολλα, αδελφε μου? εχε συ τα ιδικα σου. | 9 Та Ісав мовив: Є в мене багато, мій брате! Держи своє для себе. |
| 10 Και ειπεν ο Ιακωβ, Ουχι, παρακαλω? εαν ευρηκα χαριν εμπροσθεν σου, δεξαι το δωρον μου εκ των χειρων μου? διοτι δια τουτο ειδον το προσωπον σου, ως εαν εβλεπον προσωπον Θεου, και συ ευηρεστηθης εις εμε? | 10 Але Яків озвавсь: Ні, благаю! Коли знайшов я ласку в твоїх очах, то прийми мій дарунок з руки моєї. Бож я побачив лице твоє, наче б хто бачив лице Боже, й ти прийняв мене приязно. |
| 11 δεξαι, παρακαλω, τας ευλογιας μου, τας προσφερομενας προς σε? διοτι με ηλεησεν ο Θεος και εχω τα παντα. Και εβιασεν αυτον και εδεχθη. | 11 Прийми, будь ласкав, мій гостинець, що його я приніс тобі, бо Бог був ласкав до мене і є всього в мене. І наполягав на нього, поки той не прийняв. |
| 12 Και ειπεν, Ας σηκωθωμεν και ας υπαγωμεν, και εγω θελω προπορευεσθαι εμπροσθεν σου. | 12 Тоді Ісав сказав: Рушаймо в дорогу. Я піду попереду. |
| 13 Και ειπε προς αυτον ο Ιακωβ, Ο κυριος μου εξευρει οτι τα παιδια ειναι τρυφερα, και εχω μετ' εμου εγκυμονουντα προβατα και βοας? και εαν βιασωσιν αυτα μιαν μονην ημεραν, απαν το ποιμνιον θελει αποθανει. | 13 Але Яків каже йому: Мій пан знає, що в мене малі діти і що в мене вівці та корови, що дають ссати. Як гнати їх один день, то вигине вся худібка. |
| 14 Ας περαση, παρακαλω, ο κυριος μου εμπροσθεν του δουλου αυτου? και εγω θελω ακολουθει βραδεως, κατα το βαδισμα των κτηνων των εμπροσθεν μου, και κατα το βαδισμα των παιδαριων, εωσου φθασω προς τον κυριον μου εις Σηειρ. | 14 Нехай мій пан, прохаю, піде попереду свого слуги, а я йтиму поволі за худібкою, що передо мною, та за ходою дітей, аж поки не прийду до мого пана в Сеїр. |
| 15 Και ειπεν ο Ησαυ, Ας αφησω λοιπον μετα σου μερος εκ του λαου, του μετ' εμου. Ο δε ειπε, Δια τι τουτο; αρκει οτι ευρηκα χαριν εμπροσθεν του κυριου μου. | 15 Тоді Ісав промовив: Я лишу з тобою бодай кілька мужів, що при мені. Він же відповів: Навіщо воно? Аби знайшов я ласку в очах мого пана. |
| 16 Επεστρεψε λοιπον ο Ησαυ την ημεραν εκεινην εις την οδον αυτου εις Σηειρ. | 16 І повернувся Ісав цього ще дня своєю дорогою в Сеїр, |
| 17 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις Σοκχωθ, και ωκοδομησεν εις εαυτον οικιαν, και δια τα κτηνη αυτου εκαμε σκηνας? δια τουτο εκαλεσε το ονομα του τοπου Σοκχωθ. | 17 а Яків вирушив у Суккот і збудував собі там дім, а для худоби поробив загорожі. Тому й названо це місце Суккот. |
| 18 Και αφου επεστρεψεν ο Ιακωβ απο Παδαν-αραμ, ηλθεν εις Σαλημ, πολιν Συχεμ, την εν τη γη Χανααν? και κατεσκηνωσεν εμπροσθεν της πολεως. | 18 Якже прийшов Яків з Паддам-Араму, дійшов він щасливо до міста Сихему, що в Ханаан-краю, і отаборився перед містом. |
| 19 Και ηγορασε την μεριδα του αγρου, οπου εστησε την σκηνην αυτου, παρα των υιων του Εμμωρ, πατρος του Συχεμ, δι' εκατον αργυρια. | 19 Тут купив він у синів Хамора, Сихемового батька, за сто срібняків цю частину поля, де розташував свій намет, |
| 20 Και εστησεν εκει θυσιαστηριον, και εκαλεσεν αυτο Ελ-ελωε-Ισραηλ. | 20 і поставив там жертовник та й назвав його Ел, Бог Ізраїля. |