1 Juda, servo di Iesù Cristo e fratello di Iacobo, a coloro che son amici per Iddio Padre, e conservati e chiamati per Iesù Cristo. | 1 Ιουδας, δουλος Ιησου Χριστου, αδελφος δε Ιακωβου, προς τους κλητους τους ηγιασμενους υπο Θεου Πατρος, και τετηρημενους υπο του Ιησου Χριστου? |
2 Misericordia e pace e carità sia adimpita.. | 2 ελεος πληθυνθειη εις εσας και ειρηνη και αγαπη. |
3 Carissimi, ogni sollicitudine facendo di scrivere a voi della vostra comune salute, mi fu necessario di scrivervi, pregandovi che soprastiate alla fede che una volta alli santi fu data. | 3 Αγαπητοι, επειδη καταβαλλω πασαν σπουδην να σας γραφω περι της κοινης σωτηριας, ελαβον αναγκην να σας γραψω, προτρεπων εις το να αγωνιζησθε δια την πιστιν, ητις απαξ παρεδοθη εις τους αγιους. |
4 Chè alquanti uomini copertamente son entrati, li quali d' in qua detrio furono condannati per malvagi in questo giudizio; e vanno transportando la grazia del nostro Iddio in lussuria, negando il nostro solo Dominatore e Signore Iesù Cristo. | 4 Διοτι εισεχωρησαν λαθραιως τινες ανθρωποι, οιτινες ησαν παλαιοθεν προγεγραμμενοι εις ταυτην την καταδικην, ασεβεις, μεταστρεφοντες την χαριν του Θεου ημων εις ασελγειαν, και αρνουμενοι τον μονον Δεσποτην Θεον και Κυριον ημων Ιησουν Χριστον. |
5 Ma sì vi voglio ammonire, che voi sappiate in una fiata tutte le cose; imperò che Iesù salvando il popolo della terra d'Egitto, la seconda volta sì disperse coloro che non credettero. | 5 Θελω δε να σας υπενθυμισω, αν και σεις εγνωρισατε ηδη τουτο, οτι ο Κυριος, αφου εσωσε τον λαον εκ γης Αιγυπτου, απωλεσεν υστερον τους μη πιστευσαντας. |
6 E li angeli che non guardarono il suo principato, ma abbandonarono la loro mansione, li rservò sotto la oscurità delle tenebre nel giudizio del di grande (legati) con legami eternali. | 6 Και αγγελους, οιτινες δεν εφυλαξαν την εαυτων αξιαν αλλα κατελιπον το ιδιον αυτων κατοικητηριον, εφυλαξε με παντοτεινα δεσμα υποκατω του σκοτους δια την κρισιν της μεγαλης ημερας? |
7 E secondo ch' egli fece di Sodoma e Gomorra e dell' altre città di quella contrada, le quali fornicavano andando dopo altra carne (che di femine), che Iddio gli dètte per esempio, facendo loro sostenere la pena del fuoco eternale; | 7 καθως τα Σοδομα και τα Γομορρα και αι περιξ αυτων πολεις, εις την πορνειαν παραδοθεισαι κατα τον ομοιον με τουτους τροπον και ακολουθουσαι οπισω αλλης σαρκος, προκεινται παραδειγμα, τιμωρουμεναι με το αιωνιον πυρ. |
8 simigliantemente coloro (che) sozzano loro carne (con li vizii), e la signoria (rifiutano e) dispregiano, e la maestà biastemiano. | 8 Ομοιως και ουτοι ενυπνιαζομενοι την μεν σαρκα μιαινουσι, την δε εξουσιαν καταφρονουσι και τα αξιωματα βλασφημουσιν. |
9 (Che) Micaele arcangelo, disputando col demonio, e tenzionando del corpo di Moisè, non fu ardito (l'arcangelo) di porregli giudizio di biastemia; ma dissegli così: Iddio ti signoreggi, (demonio). | 9 Ο δε Μιχαηλ ο αρχαγγελος, οτε αγωνιζομενος με τον διαβολον εφιλονεικει περι του σωματος του Μωυσεως, δεν ετολμησε να επιφερη εναντιον αυτου κατηγοριαν βλασφημον, αλλ' ειπεν? Ο Κυριος να σε επιτιμηση. |
10 Ma questi (peccatori) ciò che non possono conoscere, sì biastemiano (e dicono male); e qualunque cosa conoscono naturalmente, secondo che bestie mutole, in quella si corrompono. | 10 Ουτοι δε οσα μεν δεν εξευρουσι βλασφημουσιν, οσα δε φυσικως ως τα αλογα ζωα εξευρουσιν, εις ταυτα φθειρονται. |
11 Guai a coloro! chè vanno per la via di Cain, e (a coloro che) dell' errore di Balaam son sparti (seguitando la pecunia) di guiderdonamento, e (coloro che) son periti contra dicendo (alle buone cose) come fece Core. | 11 Ουαι εις αυτους, διοτι περιεπατησαν εις την οδον του Καιν και χαριν μισθου εξεχυθησαν εις την πλανην του Βαλααμ, και απωλεσθησαν εις την αντιλογιαν του Κορε. |
12 Questi stanno ne' grandi mangiari, facendo (mali) conviti, e senza alcuno timore si pascono bene; e son nuvoli senza acqua, li quali son portati intorno dalli venti; son àlbori autunnali senza frutto, due volte morti e diradicati. | 12 Ουτοι ειναι κηλιδες εις τας αγαπας σας, συμποσιαζοντες αφοβως, βοσκοντες εαυτους, νεφελαι ανυδροι υπο ανεμων περιφερομεναι, δενδρα φθινοπωρινα ακαρπα, δις αποθανοντα, εκριζωθεντα, |
13 E son tempestati del crudele mare, gittando fuora le loro sozzure (e le loro vergogne) secondo che il mare la schiuma; e son le stelle erratiche, alli quali si è servata la tempesta delle tenebre in sempiterno. | 13 κυματα αγρια θαλασσης επαφριζοντα τας ιδιας αυτων αισχυνας, αστερες πλανηται, δια τους οποιους το ζοφερον σκοτος ειναι τετηρημενον εις τον αιωνα. |
14 E di questi tali profetò Enoc, che fu il settimo dopo Adam, e disse così: ecco che verrà il Signore nelli suoi santi migliaia | 14 Προεφητευσε δε περι τουτων και ο Ενωχ, εβδομος απο Αδαμ, λεγων? Ιδου, ηλθεν ο Κυριος με μυριαδας αγιων αυτου, |
15 a fare il giudizio contra tutti, e a riprendere li malvagi di tutte l'opere della loro empietà, nella quale elli operarono male, e di tutte le dure parole le quali hanno parlato contra Iddio li peccatori e li malvagi. | 15 δια να καμη κρισιν κατα παντων και να ελεγξη παντας τους ασεβεις εξ αυτων δια παντα τα εργα της ασεβειας αυτων, τα οποια επραξαν και δια παντα τα σκληρα, τα οποια ελαλησαν κατ' αυτου αμαρτωλοι ασεβεις. |
16 Questi son mormoratori e lamentatori, e vanno secondo li loro desiderii; e la loro bocca sì parla superbia, (mirando e) magnificando le persone per cagione di guadagno. | 16 Ουτοι ειναι γογγυσται, μεμψιμοιροι, περιπατουντες κατα τας επιθυμιας αυτων, και το στομα αυτων λαλει υπερηφανα, και κολακευουσι προσωπα χαριν ωφελειας. |
17 Ma voi, carissimi, ricordatevi delle parole che vi furoro dette inanzi dagli apostoli del nostro Signore Iesù Cristo. | 17 Αλλα σεις, αγαπητοι, ενθυμηθητε τους λογους τους προειρημενους υπο των αποστολων του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, |
18 Li quali diceano a voi, che nel tempo della fine verranno schernitori, li quali anderanno secondo li loro desiderii, e non con pietà. | 18 οτι σας ελεγον οτι εν εσχατω καιρω θελουσιν εισθαι εμπαικται, περιπατουντες κατα τας ασεβεις επιθυμιας αυτων. |
19 Questi son bestiali; non avendo Spirito, partono sè medesimi. | 19 Ουτοι ειναι οι αποχωριζοντες εαυτους, ζωωδεις, Πνευμα μη εχοντες. |
20 Ma voi, carissimi, sopra edificando voi medesimi alla vostra fede santissima, orate nello Spirito Santo. | 20 Σεις ομως, αγαπητοι, εποικοδομουντες εαυτους επι την αγιωτατην πιστιν σας, προσευχομενοι εν Πνευματι Αγιω, |
21 Aspettando la misericordia del nostro Signore Iesù Cristo nella vita eterna, voi medesimi vi conservate nello amore di Dio. | 21 φυλαξατε εαυτους εις την αγαπην του Θεου, προσμενοντες το ελεος του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, εις ζωην αιωνιον. |
22 E costoro riprendete, secondo che giudicati. | 22 Και αλλους μεν ελεειτε, καμνοντες διακρισιν, |
23 [E quelli salvate], scampandogli dal fuoco. Alli altri abbiate misericordia nel timore (di Dio), avendo in odio quella carnale tunica macchiata. | 23 αλλους δε σωζετε μετα φοβου, αρπαζοντες αυτους εκ του πυρος, μισουντες και τον χιτωνα τον μεμολυσμενον απο της σαρκος. |
24 E a colui ch' è potente di conservarvi senza peccato, e ordinarvi dinanzi dal (suo) conspetto della sua gloria senza macula con allegrezza nell' avvenimento del nostro Signore Iesù Cristo, | 24 Εις δε τον δυναμενον να σας φυλαξη απταιστους και να σας στηση κατενωπιον της δοξης αυτου αμωμους εν αγαλλιασει, |
25 a Dio solo, e nostro Salvatore, a lui sia gloria e grandezza, signoria e potestà, inanzi a tutti li secoli, e ora e in tutti li secoli che verranno. Amen. | 25 εις τον μονον σοφον Θεον τον σωτηρα ημων, ειη δοξα και μεγαλωσυνη, κρατος και εξουσια και νυν και εις παντας τους αιωνας? αμην. |