1 Guarda che tu non offera a Dio tuo signore nè bue nè pecora, il quale abbia macchia (e varietà di colori) o vizio alcuno; imperciò che sarebbe abbo minazione a Dio tuo Signore. | 1 Δεν θελεις θυσιασει εις Κυριον τον Θεον σου βουν η προβατον εχον μωμον η οιονδηποτε ελαττωμα? διοτι ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου. |
2 Quando saranno trovati tra voi, tra una delle porte tue le quali ti darà Iddio tuo Signore, uomo o femina che faccia male innanzi a Dio tuo Signore, e trapassi il suo patto (cioè quello che hae ordinato), | 2 Εαν ευρεθη εν μεσω σου, εν τινι των πολεων σου τας οποιας Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, ανηρ η γυνη οστις επραξε κακον ενωπιον Κυριου του Θεου σου, παραβαινων την διαθηκην αυτου, |
3 che (si partano e) vadano e servano agli dii altrui (cioè dell' altre genti) e poi gli adorino, e sole e luna e tutta la milizia del cielo, il quale io non hoe comandato; | 3 και απελθων ελατρευσεν αλλους θεους και προσεκυνησεν αυτους, τον ηλιον η την σεληνην η οποιονδηποτε εκ της στρατιας του ουρανου, το οποιον δεν προσεταξα? |
4 e questo ti sarà annunciato e detto, odilo e fanne inquisizione diligentemente; e se tu trovi che sia vero, e che sia fatta questa abbominazione in Israel, | 4 και αναγγελθη προς σε, και ακουσης και επιμελως εξετασης και ιδου, ειναι αληθεια και βεβαιον το πραγμα, οτι επραχθη τοιουτον βδελυγμα εν τω Ισραηλ? |
5 menerai l'uomo o la ferina, i quali hanno commesso e fatto così scelerata cosa, alle porte della città tua; e saranno (lapidati e) morti colle pietre. | 5 τοτε θελεις φερει εξω εις τας πυλας σου τον ανδρα εκεινον η την γυναικα εκεινην, οιτινες επραξαν το κακον τουτο πραγμα, τον ανδρα η την γυναικα? και θελεις λιθοβολησει αυτους με λιθους, και θελουσιν αποθανει. |
6 Al detto della bocca di due o di tre testimonii sarà ucciso quegli che dovrà essere morto. Non sia morto alcuno, (solamente) perchè sia uno testimonio il quale dica contro a lui. | 6 Επι στοματος δυο μαρτυρων η τριων μαρτυρων θελει θανατονεσθαι ο αξιος θανατου? επι στοματος ενος μαρτυρος δεν θελει θανατονεσθαι. |
7 La mano prima de' testimonii sì l'ucciderà; e poi tutto l'altro popolo apporrà la sua mano, acciò che questo obbrobrio e vituperio togli del mezzo di te. | 7 Αι χειρες των μαρτυρων θελουσιν εισθαι αι πρωται επ' αυτον, εις το να θανατωσωσιν αυτον, και επειτα αι χειρες παντος του λαου. Ουτω θελεις εκβαλει το κακον εκ μεσου σου. |
8 Se tu vedi che ti sia grave di giudicare e malagevole tra uomo che abbia ferito e morto l'uno l'altro, o tra questione e questione, o tra lepra e lepra; e vederai che le parole di coloro, che abitano dentro dalle porte della città, sono varie (e non s'accordano insieme); lèvati suso, e va al luogo il quale eleggerà Iddio tuo Signore. | 8 Εαν τυχη εις σε υποθεσις τις πολυ δυσκολος να κρινης αυτην, αναμεσον αιματος και αιματος, αναμεσον δικης και δικης, και αναμεσον πληγης και πληγης, υποθεσεις αμφισβητησιμοι εντος των πολεων σου, τοτε θελεις σηκωθη και θελεις αναβη εις τον τοπον οντινα εκλεξη Κυριος ο Θεος σου? |
9 E verrai ai preti della schiatta di Levi, e a quel giudice che sarà in quello tempo; e sì ne gli domanderai, e loro ti diranno la verità del giudicio. | 9 και θελεις υπαγει προς τους ιερεις τους Λευιτας και προς τον κριτην τον οντα κατ' εκεινας τας ημερας, και θελεις ερωτησει και θελουσιν αναγγειλει προς σε την αποφασιν της κρισεως? |
10 E tu farai ciò che ti diranno coloro che istanno (e sono) sopra ciò, dove eleggerà Iddio, e ammaestrerannoti | 10 και θελεις καμει κατα την αποφασιν, την οποιαν σε αναγγειλωσιν εκ του τοπου εκεινου οντινα εκλεξη ο Κυριος? και θελεις προσεξει να πραξης κατα παντα οσα παραγγειλωσιν εις σε. |
11 secondo la sua legge (cioè di Dio); e tu farai (e seguiterai) secondo la loro sentenza, e non ti partirai nè dalla mano manca nè dalla diritta. | 11 Κατα την αποφασιν του νομου την οποιαν σε αναγγειλωσι, και κατα την κρισιν την οποιαν σε ειπωσι, θελεις καμει? δεν θελεις εκκλινει απο του λογου τον οποιον σε αναγγειλωσι, δεξια η αριστερα. |
12 Ma chi (per la via diritta non anderà, ma chi) si leverà in superbia, e non vorrà udire il comandamento del prete, il quale in quel tempo (sacrifica ed) è ministro dinanzi da Dio tuo Signore, e quel che terminerà il giudice, sarà morto quello uomo; e leverai il male da Israel. | 12 Ο ανθρωπος δε οστις φερθη υπερηφανως, ωστε να μη υπακουση εις τον ιερεα τον παρισταμενον να λειτουργη εκει ενωπιον Κυριου του Θεου σου, η εις τον κριτην, ο ανθρωπος εκεινος θελει αποθανει? και θελεις εκβαλει το κακον εκ του Ισραηλ. |
13 E questo udendo, tutto il popolo averà paura, intanto che nullo poi si leverà in superbia. | 13 Και πας ο λαος θελει ακουσει και φοβηθη, και δεν θελουσιν υπερηφανευεσθαι πλεον. |
14 E quando tu sarai entrato nella terra la quale Iddio tuo Signore ti darà, e sì la possederai e abiterai, e dirai: io voglio fare re sopra di me, siccome hanno tutte le altre nazioni (e le genti) che mi sono dintorno; | 14 Αφου εισελθης εις την γην, την οποιαν διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου, και κληρονομησης αυτην και κατοικησης εν αυτη και ειπης, Θελω καταστησει βασιλεα επ' εμε, καθως παντα τα εθνη τα περιξ εμου, |
15 fa che tu eleggi e facci sopra di te colui il quale Iddio eleggerà (e vorrà) del numero delli tuoi fratelli (che sono nel mezzo di te). Tu non potrai, dell' altra gente, uomo alcuno fare re (sopra di te), il quale [non] sia tuo fratello. | 15 θελεις βεβαια καταστησει βασιλεα επι σε, οντινα εκλεξη Κυριος ο Θεος σου? εκ των αδελφων σου θελεις καταστησει βασιλεα επι σε? δεν δυνασαι να καταστησης ανθρωπον ξενον επι σε, οστις δεν ειναι αδελφος σου. |
16 E poi ch' egli sarà fatto, non voglio che egli sì faccia nè multiplichi cavalieri; e non rime nerà il popolo in Egitto, perchè sia levato alto per numero (e moltitudine) di cavalieri, e specialmente conciosia cosa che Iddio sì vi comandò che voi per niuno modo debbiate tornare per quella via. | 16 Πλην δεν θελει πληθυνει ιππους εις εαυτον, ουδε θελει επαναφερει τον λαον εις την Αιγυπτον, δια να αυξηση ιππους? διοτι ο Κυριος ειπε προς εσας, Δεν θελετε επιστρεψει πλεον δι' εκεινης της οδου. |
17 Non ci avrà ancora molte mogli, che volgano l'animo suo, nè d'argento nè d'oro troppo abbondanzia. | 17 Ουδε θελει πληθυνει εις εαυτον γυναικας, δια να μη αποπλανηθη η καρδια αυτου? ουδε θελει πληθυνει σφοδρα εις εαυτον αργυριον και χρυσιον. |
18 E poi che sarà (istato e) seduto in su la sedia del suo reame, egli si scriverà questo libro il quale si chiama DEUTERONOMIO, nel quale sien tutte leggi in uno volume, pigliando lo esempio da' preti della schiatta di Levi. | 18 Και οταν καθηση επι του θρονου της βασιλειας αυτου, θελει γραψει δι' εαυτον αντιγραφον του νομου τουτου εις βιβλιον, εξ εκεινου το οποιον ειναι ενωπιον των ιερεων των Λευιτων? |
19 E sì l'avrà con esso seco, e leggerallo tutti i dì della vita sua, acciò che appari di temere Iddio suo Signore, e guardare le parole e le osservanze e i comandamenti che vi son dentro. | 19 και τουτο θελει εισθαι πλησιον αυτου, και θελει αναγινωσκει εν αυτω πασας τας ημερας της ζωης αυτου? δια να μαθη να φοβηται Κυριον τον Θεον αυτου, να φυλαττη παντας τους λογους του νομου τουτου και τα διαταγματα ταυτα, ωστε να εκτελη αυτα? |
20 E non si lievi il suo cuore in superbia so pr' a' suoi fratelli, e non vada più da una parte che da un' altra, acciò che regni lungo tempo egli ed i figliuoli (suoi sopra] Israel. | 20 δια να μη υψωθη η καρδια αυτου υπερανω των αδελφων αυτου, και δια να μη εκκλινη απο των εντολων δεξια η αριστερα? οπως μακροημερευση εν τη βασιλεια αυτου, αυτος και τα τεκνα αυτου, εν τω μεσω του Ισραηλ. |