Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 30


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Or quando tre giorni dopo David arrivò colla sua gente in Siceleg, gli Amaleciti, che avevan fatto una scorreria dalla parte del mezzodì contro Siceleg, avevan percossa e messa a fuoco Siceleg,1 Και οτε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εισηλθον εις Σικλαγ την τριτην ημεραν, οι Αμαληκιται ειχον καμει εισδρομην εις το μεσημβρινον και εις Σικλαγ, και ειχον παταξει την Σικλαγ και κατακαυσει αυτην εν πυρι?
2 ne avevan menate via prigioniere le donne e gli altri, grandi e piccoli, senza però ammazzar nessuno; li avevan condotti via con sè e s'erano già messi in cammino.2 και ειχον αιχμαλωτισει τας γυναικας τας εν αυτη, απο μικρου εως μεγαλου? δεν εθανατωσαν ουδενα, αλλα ελαβον αυτους και υπηγαν εις την οδον αυτων.
3 Quando David e i suoi uomini arrivarono alla città, trovando che era stata messa a fuoco e che le loro donne, i loro figli e le loro figlie erano stati condotti via prigionieri,3 Ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου ηλθον εις την πολιν, και ιδου, ητο πυρπολημενη? και αι γυναικες αυτων και οι υιοι αυτων και αι θυγατερες αυτων ηχμαλωτισμενοι.
4 piansero, David e la sua gente che era con lui, ad alte grida, finché ebbero lacrime.4 Τοτε υψωσεν ο Δαβιδ και ο λαος ο μετ' αυτου την φωνην αυτων και εκλαυσαν, εωσου δεν εμεινε πλεον εν αυτοις δυναμις να κλαιωσι.
5 Anche le due mogli di David, Achinoam di Jezrael e Abigail, già moglie di Nabal di Carmelo, erano state menate via prigioniere.5 Και αμφοτεραι αι γυναικες του Δαβιδ ηχμαλωτισθησαν, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις, και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.
6 David fu in grande afflizione, perchè il popolo voleva lapidarlo, essendo ognuno pieno d'amarezza a motivo dei propri figli e delle figlie. Ma David, preso coraggio nel Signore, Dio suo,6 Και εθλιβη ο Δαβιδ σφοδρα? διοτι ο λαος ελεγε να λιθοβολησωσιν αυτον, επειδη η ψυχη παντος του λαου ητο καταπικρος, εκαστος δια τους υιους αυτου και δια τας θυγατερας αυτου? ο Δαβιδ ομως εκραταιωθη εν Κυριω τω Θεω αυτου.
7 disse ad Abiatar sacerdote, figlio di Achimelec: « Accostami l'efod ». Avendo Abiatar accostato l'efod a David,7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς Αβιαθαρ τον ιερεα, υιον του Αχιμελεχ, Φερε μοι ενταυθα, παρακαλω, το εφοδ. Και εφερεν ο Αβιαθαρ το εφοδ προς τον Δαβιδ.
8 David consultò il Signore, dicendo: « Devo dar dietro a quei predoni? Potrò prenderli? » Il Signore gli rispose: « Inseguili, perchè senza dubbio li prenderai e torrai loro la preda ».8 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να καταδιωξω οπισθεν τουτων των ληστων; θελω προφθασει αυτους; Ο δε ειπε προς αυτον, Καταδιωξον? διοτι θελεις βεβαιως προφθασει και αφευκτως θελεις ελευθερωσει παντα.
9 Allora David si mosse coi seicento uomini ch'oeano con lui. Giunti al torrente Besor, alcuni, essendo stanchi, si fermarono,9 Τοτε υπηγεν ο Δαβιδ, αυτος και οι εξακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, και ηλθον εως του χειμαρρου Βοσορ, οπου οι απομενοντες εσταθησαν.
10 ma David, sebbene se ne fossero fermati duecento che, stanchi, non potevan passare il torrente Besor, seguitò a inseguirli con quattrocento uomini.10 Ο δε Δαβιδ, αυτος και τετρακοσιοι ανδρες, κατεδιωκον, επειδη εμειναν οπισω διακοσιοι, οιτινες αποκαμοντες δεν ηδυναντο να διαβωσι τον χειμαρρον Βοσορ.
11 Trovato nella campagna un uomo egiziano, lo menarono a David; gli diedero del pane da mangiare e dell'acqua da bere,11 Και ευρηκαν ανθρωπον Αιγυπτιον εν αγρω και εφεραν αυτον προς τον Δαβιδ? και εδωκαν εις αυτον αρτον, και εφαγε, και εποτισαν αυτον υδωρ?
12 e poi un po' di torta di fichi secchi e due penzoli d'uva passa. Quand'egli ebbe mangiato, gli ritornar on gli spiriti e si riebbe: Non aveva mangiato pane, nè bevuto acqua da tre giorni e tre notti.12 και εδωκαν εις αυτον τμημα πηττας συκων και δυο βοτρυς σταφιδων? και εφαγε, και επανηλθε το πνευμα αυτου εις αυτον? διοτι δεν ειχε φαγει αρτον ουδε ειχε πιει υδωρ, τρεις ημερας και τρεις νυκτας.
13 David allora gli disse: « Dì chi sei tu? Donde vieni? Dove vai? ». Egli rispose: « Io sono un giovane egiziano, schiavo d'un Amalecita: il mio padrone mi abbandonò or son tre giorni, perchè cominciavo ad ammalarmi.13 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τινος εισαι; και ποθεν εισαι; Και ειπεν, Ειμαι νεος Αιγυπτιος, δουλος τινος Αμαληκιτου? και με αφηκεν ο κυριος μου, επειδη ηρρωστησα τρεις ημερας τωρα?
14 Noi abbiamo fatto una scorreria verso la parte meridionale dei Ceretei, contro Giuda, verso mezzodì di Caleb, e abbiamo incendiato Siceleg ».14 ημεις εκαμαμεν εισδρομην εις το μεσημβρινον των Χερεθαιων και εις τα μερη της Ιουδαιας και εις το μεσημβρινον του Χαλεβ? και επυρπολησαμεν την Σικλαγ.
15 E David a lui: « Potresti condurmi dov'è quella gente? » L'altro rispose: « Giurami per Iddio di non uccidermi e di non darmi nelle mani del mio padrone, ed io ti condurrò dov'è quella gente ». David giurò.15 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Δυνασαι να με οδηγησης κατω προς τους ληστας τουτους; Ο δε ειπεν, Ομοσον μοι εις τον Θεον, οτι δεν θελεις με θανατωσει ουτε θελεις με παραδωσει εις την χειρα του κυριου μου, και θελω σε οδηγησει κατω προς τουτους τους ληστας.
16 Ce lo condusse. Ed ecco erano sdraiati per tutto sulla terra, a mangiare e bere e a far festa per tutta la preda e le spoglie che avevan tolte dal paese dei Filistei e dal paese di Giuda.16 Και οτε ωδηγησεν αυτον κατω, ιδου, ησαν διεσκορπισμενοι επι το προσωπον παντος του τοπου, τρωγοντες και πινοντες και χορευοντες, δια παντα τα λαφυρα τα μεγαλα, τα οποια ελαβον εκ της γης των Φιλισταιων και εκ της γης του Ιουδα.
17 David diede loro addosso, da quella sera fino alla sera del giorno dopo, ed eccettuati quattrocento giovani che, saliti sopra i cammelli, si eran dati alla fuga, nessuno di loro scampò.17 Και επαταξεν αυτους ο Δαβιδ απο της αυγης μεχρι της εσπερας της επιουσης? και δεν διεσωθη ουδε εις εξ αυτων, πλην τετρακοσιων νεων, οιτινες εκαθηντο επι καμηλων και εφυγον.
18 Così David riprese tutto quello che gli Amaleciti avevano portato via e liberò le sue due mogli.18 Και ηλευθερωσεν ο Δαβιδ οσα ηρπασαν οι Αμαληκιται? και τας δυο γυναικας αυτου ηλευθερωσεν ο Δαβιδ.
19 Non mancò nulla: piccole o grandi che fossero, tanto riguardo ai figli e alle figlie come, riguardo alle spoglie, tutte le cose che avevan portate via furono ricuperate da David.19 Και δεν ελειψεν εις αυτους ουτε μικρον ουτε μεγα, ουτε υιοι ουτε θυγατερες ουτε λαφυρον ουτε ουδεν εκ των οσα ηρπασαν απ' αυτων? τα παντα επανελαβεν ο Δαβιδ.
20 David presi tutti i greggi e gli armenti li mandò avanti a sè; e dissero: « Questa è la preda di David ».20 Και ελαβεν ο Δαβιδ παντα τα προβατα και τους βοας, και φεροντες αυτα εμπροσθεν των αλλων κτηνων, ελεγον, Ταυτα ειναι τα λαφυρα του Δαβιδ.
21 Quando David fu vicino a quei duecento che stanchi s'eran fermati senza poterlo seguire ed ai quali egli aveva ordinato di restare al torrente Besor, questi andarono incontro a David e al popolo che era con lui; e David, accostatosi a loro, li salutò cortesemente.21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τους διακοσιους ανδρας, οιτινες ειχον αποκαμει ωστε δεν ηδυνηθησαν να ακολουθησωσι τον Δαβιδ, οθεν εκαθισεν αυτους εις τον χειμαρρον Βοσορ? και εξηλθον εις συναντησιν του Δαβιδ και εις συναντησιν του λαου του μετ' αυτου? και οτε επλησιασεν ο Δαβιδ εις τον λαον, εχαιρετησεν αυτους.
22 Ma ogni pessimo e tristo di quelli che erano andati con David prese a dire: « Siccome essi non son venuti con noi, non daremo loro nulla della preda che abbiamo ripresa: ciascuno si contenti di poter riavere la sua moglie e i figli: avuti questi, se ne vadano ».22 Και απεκριθηααν παντες οι πονηροι και διεστραμμενοι εκ των ανδρων, οιτινες υπηγαν μετα του Δαβιδ, και ειπον, Επειδη ουτοι δεν ηλθον μεθ' ημων, δεν θελομεν δωσει εις αυτους εκ των λαφυρων, τα οποια ανελαβομεν, παρα εις εκαστον την γυναικα αυτου και τα τεκνα αυτου? και ας λαβωσιν αυτα και ας φυγωσιν.
23 Ma David disse: « Non fate così, fratelli miei, riguardo alle cose che il Signore ci ha date: è lui che ci ha custoditi ed ha dato nelle nostre mani i ladroni che si eran gettati sopra di noi.23 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε, Δεν θελετε καμει ουτως, αδελφοι μου, εις εκεινα τα οποια ο Κυριος εδωκεν εις ημας, οστις εφυλαξεν ημας και παρεδωκεν εις την χειρα ημων τους ληστας τους ελθοντας εναντιον ημων?
24 Nessuno vi potrà sentir dire queste parole; perchè uguale deve essere la parte di colui che scende nella battaglia e quella dì colui che resta ai bagagli, e divideremo insieme ».24 και τις θελει σας εισακουσει εις ταυτην την υποθεσιν; αλλα κατα την μεριδα του καταβαινοντος εις τον πολεμον, ουτω θελει εισθαι η μερις του καθημενου πλησιον της αποσκευης? ισα θελουσι μοιραζεσθαι.
25 E questo da quel giorno fu fatto, e, in seguito fu dichiarato e deciso, ed è come legge in Israele fino ad oggi.25 Και εγεινεν ουτως απ' εκεινης της ημερας και εις το εξης? και εκαμε τουτο νομον και διαταγμα εν τω Ισραηλ εως της ημερας ταυτης.
26 Giunto a Siceleg. David mandò parte della preda agli anziani di Giuda suoi amici, dicendo: « Ricevete questa benedizione della preda dei nemici del Signore.26 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Σικλαγ, επεμψεν εκ των λαφυρων προς τους πρεσβυτερους Ιουδα τους φιλους αυτου, λεγων, Ιδου εις εσας ευλογια, εκ των λαφυρων των εχθρων του Κυριου.
27 (Ne mandò) a quelli di Betel, a quei di Ramot del mezzodì, a quelli di Ieter;27 προς τους εν Βαιθηλ, και προς τους εν Ραμωθ τη μεσημβρινη, και προς τους εν Ιαθειρ,
28 a, quelli di Aroer, a quelli di Sefamot, a quelli di Estamo;28 και προς τους εν Αροηρ, και προς τους εν Σιφμωθ, και προς τους εν Εσθεμωα,
29 a quelli di Racal, a quelli delle città di Ierameel e delle città di Ceni;29 και προς τους εν Ραχαλ, και προς τους εν ταις πολεσι των Ιεραμεηλιτων, και προς τους εν ταις πολεσι των Κεναιων,
30 a quelli di Arama, a quelli del lago di Asan, a quelli di Atac,30 και προς τους εν Ορμα, και προς τους εν Χωρ-ασαν, και προς τους εν Αθαχ,
31 a quelli di Ebron, e agli altri che stavano nei luoghi dove aveva dimorato David colla sua gente.31 και προς τους εν Χεβρων, και προς παντας τους τοπους, εις τους οποιους ο Δαβιδ περιηρχετο, αυτος και οι ανδρες αυτου.