Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Maccabei 3


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Nel tempo in cui la santa città godeva completa pace e le leggi erano pure osservate esattamente, per la pietà del pontefice Onia e, per l'odio ch'egli portava all'iniquità,1 της αγιας πολεως κατοικουμενης μετα πασης ειρηνης και των νομων οτι καλλιστα συντηρουμενων δια την ονιου του αρχιερεως ευσεβειαν τε και μισοπονηριαν
2 avveniva che gli stessi re e i principi onorassero il luogo santo e ornassero il tempio di magnifici doni,2 συνεβαινεν και αυτους τους βασιλεις τιμαν τον τοπον και το ιερον αποστολαις ταις κρατισταις δοξαζειν
3 tanto che lo stesso Seleuco, re d'Asia, somministrava del suo tutte le spese necessarie al servizio dei sacrifizi.3 ωστε και σελευκον τον της ασιας βασιλεα χορηγειν εκ των ιδιων προσοδων παντα τα προς τας λειτουργιας των θυσιων επιβαλλοντα δαπανηματα
4 Ma un certo Simone, della tribù di Beniamino, creato sopraintendente del tempio, faceva ogni sforzo, per macchinare qualche cosa di empio in città, non ostante l'opposizione del sommo sacerdote.4 σιμων δε τις εκ της βενιαμιν φυλης προστατης του ιερου καθεσταμενος διηνεχθη τω αρχιερει περι της κατα την πολιν αγορανομιας
5 Non potendo averla vinta contro Onia, andò a trovare Apollonio figlio di Tarsea, che allora governava la Celesiria e la Fenicia,5 και νικησαι τον ονιαν μη δυναμενος ηλθεν προς απολλωνιον θαρσεου τον κατ' εκεινον τον καιρον κοιλης συριας και φοινικης στρατηγον
6 e gli disse che Ovario di Gerusalemme era pieno d'innumerevoli ricchezze, e il tesoro pubblico, il quale nulla aveva a che fare coi sacrifizi, era immenso, e che era possibile far passar tutto nelle mani del re.6 και προσηγγειλεν περι του χρηματων αμυθητων γεμειν το εν ιεροσολυμοις γαζοφυλακιον ωστε το πληθος των διαφορων αναριθμητον ειναι και μη προσηκειν αυτα προς τον των θυσιων λογον ειναι δε δυνατον υπο την του βασιλεως εξουσιαν πεσειν ταυτα
7 Avendo Apollonio avvisato il m riguardo alle ricchezze delle quali aveva sentito parlare, il richiamato Eliodoro, suo amministratore, lo spedì coll'ordine di portar via tutto quel danaro.7 συμμειξας δε ο απολλωνιος τω βασιλει περι των μηνυθεντων αυτω χρηματων ενεφανισεν ο δε προχειρισαμενος ηλιοδωρον τον επι των πραγματων απεστειλεν δους εντολας την των προειρημενων χρηματων εκκομιδην ποιησασθαι
8 Eliodoro si mise subito in viaggio, col pretesto di visitare la Celesiria e la Fenicia, ma in realtà per eseguire l'ordine del re.8 ευθεως δε ο ηλιοδωρος εποιειτο την πορειαν τη μεν εμφασει ως τας κατα κοιλην συριαν και φοινικην πολεις εφοδευσαι τω πραγματι δε την του βασιλεως προθεσιν επιτελειν
9 Giunto a Gerusalemme, e accolto con ogni cortesia in città dal pontefice Onia, gli raccontò delle notizie avute riguardo alle ricchezze, e gli manifestò lo scopo della sua venuta, domandando se le cose stessero in quella maniera.9 παραγενηθεις δε εις ιεροσολυμα και φιλοφρονως υπο του αρχιερεως της πολεως αποδεχθεις ανεθετο περι του γεγονοτος εμφανισμου και τινος ενεκεν παρεστιν διεσαφησεν επυνθανετο δε ει ταις αληθειαις ταυτα ουτως εχοντα τυγχανει
10 Allora il sommo sacerdote gli dimostrò che tali cose eran depositi pel sostentamento delle vedove e degli orfani;10 του δε αρχιερεως υποδειξαντος παρακαταθηκας ειναι χηρων τε και ορφανων
11 e che le cose di cui aveva parlato l'empio Simene, in parte erano d'Ircano di Tobia, uomo di gran condizione, e che in tutto v'erano quattrocento talenti d'argento e duecento talenti d'oro;11 τινα δε και υρκανου του τωβιου σφοδρα ανδρος εν υπεροχη κειμενου ουτως ην διαβαλλων ο δυσσεβης σιμων τα δε παντα αργυριου τετρακοσια ταλαντα χρυσιου δε διακοσια
12 e che poi dovessero essere defraudati quelli i quali avevano affidato il suo a quel luogo, a quel tempio onorato come santo e venerato da tutta la terra, non era da permettersi in verun modo.12 αδικηθηναι δε τους πεπιστευκοτας τη του τοπου αγιωσυνη και τη του τετιμημενου κατα τον συμπαντα κοσμον ιερου σεμνοτητι και ασυλια παντελως αμηχανον ειναι
13 L'altro, adducendo gli ordini del re, sosteneva che tutto in ogni modo doveva esser portato al re.13 ο δε ηλιοδωρος δι' ας ειχεν βασιλικας εντολας παντως ελεγεν εις το βασιλικον αναλημπτεα ταυτα ειναι
14 Fissato il giorno, Eliodoro entrò nel tempio per sbrigare l'affare, e non poca era la trepidazione per tutta la città.14 ταξαμενος δε ημεραν εισηει την περι τουτων επισκεψιν οικονομησων ην δε ου μικρα καθ' ολην την πολιν αγωνια
15 I sacerdoti stavan prostrati per terra colle loro vesti sacerdotali davanti all'altare, e invocavano dal cielo Colui che aveva fatta la legge sui depositi, affinchè li conservasse intatti a chi li aveva depositati.15 οι δε ιερεις προ του θυσιαστηριου εν ταις ιερατικαις στολαις ριψαντες εαυτους επεκαλουντο εις ουρανον τον περι παρακαταθηκης νομοθετησαντα τοις παρακαταθεμενοις ταυτα σωα διαφυλαξαι
16 Chi poi avesse osservato il volto del sommo sacerdote, si sentiva passar il cuore, perchè la faccia e il cambiamento di colore mostravano l'interno dolore dell'animo:16 ην δε ορωντα την του αρχιερεως ιδεαν τιτρωσκεσθαι την διανοιαν η γαρ οψις και το της χροας παρηλλαγμενον ενεφαινεν την κατα ψυχην αγωνιαν
17 la mestizia di cui era ravvolto, lo spavento che traspariva dal corpo manifestavano, a chi l'avesse veduto, il dolore del suo cuore.17 περιεκεχυτο γαρ περι τον ανδρα δεος τι και φρικασμος σωματος δι' ων προδηλον εγινετο τοις θεωρουσιν το κατα καρδιαν ενεστος αλγος
18 Alcuni si precipitarono a frotte dalle loro case a scongiurare con pubbliche preghiere che quel luogo non fosse esposto al disprezzo.18 ετι δε εκ των οικιων αγεληδον εξεπηδων επι πανδημον ικετειαν δια το μελλειν εις καταφρονησιν ερχεσθαι τον τοπον
19 Le donne, coi cilizi sul petto, si affollavano sulle piazze; anche le vergini, che stavano rinchiuse, correvano chi verso Onia, chi verso le mura, e chi stava a guardar dalla finestra;19 υπεζωσμεναι δε υπο τους μαστους αι γυναικες σακκους κατα τας οδους επληθυνον αι δε κατακλειστοι των παρθενων αι μεν συνετρεχον επι τους πυλωνας αι δε επι τα τειχη τινες δε δια των θυριδων διεξεκυπτον
20 e tutte, alzando al cielo le mani, pregavano.20 πασαι δε προτεινουσαι τας χειρας εις τον ουρανον εποιουντο την λιτανειαν
21 Faceva compassione quella folla confusa, e l'attesa angosciosa del sommo sacerdote.21 ελεειν δ' ην την του πληθους παμμιγη προπτωσιν την τε του μεγαλως αγωνιωντος αρχιερεως προσδοκιαν
22 Mentre questi supplicavano l'onnipotente Dio, a far conservare intatto, per quelli che avevan fatti i depositi, quello che era loro stato affidato,22 οι μεν ουν επεκαλουντο τον παγκρατη κυριον τα πεπιστευμενα τοις πεπιστευκοσιν σωα διαφυλασσειν μετα πασης ασφαλειας
23 Eliodoro eseguiva i suoi disegni, ed era già coi suoi satelliti presso l'erario.23 ο δε ηλιοδωρος το διεγνωσμενον επετελει
24 Ma lo Spirito di Dio Onnipotente si manifestò grandemente, e con tanta evidenza che tutti quelli i quali ebbero l'audacia d'obbedire a Eliodoro, rovesciati per terra dalla virtù divina, ri­masero privi di forze e pieni di spavento.24 αυτοθι δε αυτου συν τοις δορυφοροις κατα το γαζοφυλακιον ηδη παροντος ο των πνευματων και πασης εξουσιας δυναστης επιφανειαν μεγαλην εποιησεν ωστε παντας τους κατατολμησαντας συνελθειν καταπλαγεντας την του θεου δυναμιν εις εκλυσιν και δειλιαν τραπηναι
25 Apparve loro un cavallo montato da terribile cavaliere; il cavallo, che era riccamente bardato, coi piedi anteriori diede furiosissimi calci a Eliodoro; il cavaliere che lo montava pareva che avesse armi d'oro.25 ωφθη γαρ τις ιππος αυτοις φοβερον εχων τον επιβατην και καλλιστη σαγη διακεκοσμημενος φερομενος δε ρυδην ενεσεισεν τω ηλιοδωρω τας εμπροσθιους οπλας ο δε επικαθημενος εφαινετο χρυσην πανοπλιαν εχων
26 Di più comparvero due giovani forti e belli e maestosi e magnificamente vestiti: questi, postisi un di qua e un di là da Eliodoro, lo flagellavano senza posa con molte nerbate.26 ετεροι δε δυο προσεφανησαν αυτω νεανιαι τη ρωμη μεν εκπρεπεις καλλιστοι δε την δοξαν διαπρεπεις δε την περιβολην οι και περισταντες εξ εκατερου μερους εμαστιγουν αυτον αδιαλειπτως πολλας επιρριπτουντες αυτω πληγας
27 Eliodoro cadde subito per terra ravvolto in densa caligine, e fu preso, messo in una lettiga e portato fuori.27 αφνω δε πεσοντα προς την γην και πολλω σκοτει περιχυθεντα συναρπασαντες και εις φορειον ενθεντες
28 Così colui che era entrato con tanti satelliti nel detto tesoro, era portato via, senza che nessuno lo potesse aiutare, vedendovi tutti chiaramente la mano di Dio.28 τον αρτι μετα πολλης παραδρομης και πασης δορυφοριας εις το προειρημενον εισελθοντα γαζοφυλακιον εφερον αβοηθητον εαυτω καθεστωτα φανερως την του θεου δυναστειαν επεγνωκοτες
29 Così egli sotto la potenza divina giaceva muto, senza alcuna speranza di salvezza,29 και ο μεν δια την θειαν ενεργειαν αφωνος και πασης εστερημενος ελπιδος και σωτηριας ερριπτο
30 di altri invece benedicevano il Signore, perchè aveva glorificato la sua casa; e il tempio che avanti era pieno di terrore e di tumulto, all'apparir del Signore Onnipotente fu ripieno di gaudio e di letizia.30 οι δε τον κυριον ευλογουν τον παραδοξαζοντα τον εαυτου τοπον και το μικρω προτερον δεους και ταραχης γεμον ιερον του παντοκρατορος επιφανεντος κυριου χαρας και ευφροσυνης επεπληρωτο
31 Allora degli amici d'Eliodoro si misero subito a pregare Onia d'invocare l'Altissimo, affinchè ridonasse la vita a colui che era già ridotto agli estremi.31 ταχυ δε τινες των του ηλιοδωρου συνηθων ηξιουν τον ονιαν επικαλεσασθαι τον υψιστον και το ζην χαρισασθαι τω παντελως εν εσχατη πνοη κειμενω
32 Il sommo sacerdote, considerando che forse il re avrebbe potuto sospettare che i Giudei avessero fatto qualche tradimento a Eliodoro, offerse vittime salutari per la sua guarigione.32 υποπτος δε γενομενος ο αρχιερευς μηποτε διαλημψιν ο βασιλευς σχη κακουργιαν τινα περι τον ηλιοδωρον υπο των ιουδαιων συντετελεσθαι προσηγαγεν θυσιαν υπερ της του ανδρος σωτηριας
33 Mentre il sommo sacerdote pregava, i due medesimi giovani, vestiti delle stesse vesti, si accostarono a Eliodoro, e gli dissero: « Ringrazia il sommo sacerdote Onia, perchè in grazia sua il Signore ti dona la vita.33 ποιουμενου δε του αρχιερεως τον ιλασμον οι αυτοι νεανιαι παλιν εφανησαν τω ηλιοδωρω εν ταις αυταις εσθησεσιν εστολισμενοι και σταντες ειπον πολλας ονια τω αρχιερει χαριτας εχε δια γαρ αυτον σοι κεχαρισται το ζην ο κυριος
34 Or tu, castigato da Dio, racconta a tutti le maraviglie di Dio e la sua potenza ». Ciò detto sparirono.34 συ δε εξ ουρανου μεμαστιγωμενος διαγγελλε πασι το μεγαλειον του θεου κρατος ταυτα δε ειποντες αφανεις εγενοντο
35 Eliodoro, dopo aver offerto sacrifizio a Dio e fatti voti a colui che gli aveva donata la vita, e ringraziato Onia, presa con sè la sua gente, tornò al re,35 ο δε ηλιοδωρος θυσιαν ανενεγκας τω κυριω και ευχας μεγιστας ευξαμενος τω το ζην περιποιησαντι και τον ονιαν αποδεξαμενος ανεστρατοπεδευσεν προς τον βασιλεα
36 a raccontare a tutti le opere del grande Dio, da lui vedute coi propri occhi.36 εξεμαρτυρει δε πασιν απερ ην υπ' οψιν τεθεαμενος εργα του μεγιστου θεου
37 Avendo poi il re domandato a Eliodoro chi potesse essere capace per esser mandato un'altra volta a Gerusalemme, rispose:37 του δε βασιλεως επερωτησαντος τον ηλιοδωρον ποιος τις ειη επιτηδειος ετι απαξ διαπεμφθηναι εις ιεροσολυμα εφησεν
38 « Se tu hai nel regno qualche nemico o traditore, mandalo là, chè ti tornerà flagellato, se riuscirà a scamparla, perchè senza dubbio v'è in quel luogo una forza divina;38 ει τινα εχεις πολεμιον η πραγματων επιβουλον πεμψον αυτον εκει και μεμαστιγωμενον αυτον προσδεξη εανπερ και διασωθη δια το περι τον τοπον αληθως ειναι τινα θεου δυναμιν
39 e colui che abita nei cieli veglia su quel luogo e lo protegge, e percuote e stermina chi va per farvi del male ».39 αυτος γαρ ο την κατοικιαν επουρανιον εχων εποπτης εστιν και βοηθος εκεινου του τοπου και τους παραγινομενους επι κακωσει τυπτων απολλυει
40 Così andaron le cose riguardo a Eliodoro e alla conservazione del tesoro sacro.40 και τα μεν κατα ηλιοδωρον και την του γαζοφυλακιου τηρησιν ουτως εχωρησεν