Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Lettera agli Efesini - מכתב לאפסים 8


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי אַחֲרֵי־כֵן וַיַּעֲבֹר מֵעִיר אֶל־עִיר וּמִכְּפָר אֶל־כְּפָר קוֹרֵא וּמְבַשֵּׂר אֶת־מַלְכוּת הָאֱלֹהִים וּשְׁנֵים הֶעָשָׂר אִתּוֹ1 Και μετα ταυτα διηρχετο αυτος πασαν πολιν και κωμην, κηρυττων και ευαγγελιζομενος την βασιλειαν του Θεου, και οι δωδεκα ησαν μετ' αυτου,
2 וְנָשִׁים אֲשֶׁר נִרְפְּאוּ מֵרוּחוֹת רָעוֹת וּמֵחֳלָיִים מִרְיָם הַנִּקְרָאָה מַגְדָּלִית אֲשֶׁר גֹּרְשׁוּ מִמֶּנָּה שִׁבְעָה שֵׁדִים2 και γυναικες τινες, αιτινες ησαν τεθεραπευμεναι απο πνευματων πονηρων και ασθενειων, Μαρια η καλουμενη Μαγδαληνη, εκ της οποιας ειχον εκβη επτα δαιμονια,
3 וְיוֹחָנָה אֵשֶׁת כּוּזָא סוֹכֵן הוֹרְדוֹס וְשׁוֹשַׁנָּה וַאֲחֵרוֹת רַבּוֹת אֲשֶׁר שֵׁרְתֻהוּ מִנִּכְסֵיהֶן3 και Ιωαννα η γυνη του Χουζα, επιτροπου του Ηρωδου, και Σουσαννα και αλλαι πολλαι, αιτινες διηκονουν αυτον απο των υπαρχοντων αυτων.
4 וַיְהִי בְּהִתְאַסֵּף הֲמוֹן עַם־רָב אֲשֶׁר יָצְאוּ אֵלָיו מֵעִיר וָעִיר וַיְדַבֵּר בְּמָשָׁל4 Επειδη δε συνετρεχεν οχλος πολυς και ηρχοντο προς αυτον απο πασης πολεως, ειπε δια παραβολης?
5 הַזּוֹרֵעַ יָצָא לִזְרֹעַ אֶת־זַרְעוֹ וּבְזָרְעוֹ נָפַל מִן־הַזֶּרַע עַל־יַד הַדָּרֶךְ וַיֵּרָמַס וְעוֹף הַשָּׁמַיִם אֲכָלוֹ5 Εξηλθεν ο σπειρων, δια να σπειρη τον σπορον αυτου. Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον και κατεπατηθη, και τα πετεινα του ουρανου κατεφαγον αυτο?
6 וְיֵשׁ אֲשֶׁר נָפַל עַל־הַסָּלַע וַיִּצְמַח וַיִּיבַשׁ כִּי לֹא הָיְתָה־לוֹ לַחוּת6 αλλο δε επεσεν επι την πετραν και αναφυεν εξηρανθη, διοτι δεν ειχεν ικμαδα?
7 וְיֵשׁ אֲשֶׁר נָפַל בְּתוֹךְ הַקֹּצִים וַיִּצְמְחוּ הַקֹּצִים עִמּוֹ וַיְמַעֲכֻהוּ7 και αλλο επεσεν εις το μεσον των ακανθων, και συμφυτρωσασαι αι ακανθαι απεπνιξαν αυτο?
8 וְיֵשׁ אֲשֶׁר נָפַל עַל־הָאֲדָמָה הַטּוֹבָה וַיִּצְמַח וַיַּעַשׂ פְּרִי מֵאָה שְׁעָרִים כָּזֹאת דִּבֵּר וַיִּקְרָא מִי אֲשֶׁר אָזְנַיִם לוֹ לִשְׁמֹעַ יִשְׁמָע8 και αλλο επεσεν επι την γην την αγαθην, και αναφυεν εκαμε καρπον εκατονταπλασιονα. Ταυτα λεγων, εφωναζεν? Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
9 וַיִּשְׁאָלֻהוּ תַלְמִידָיו לֵאמֹר מָה הַמָּשָׁל הַזֶּה9 Ηρωτων δε αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Τι σημαινει η παραβολη αυτη;
10 וַיֹּאמַר לָכֶם נִתַּן לָדַעַת אֶת־סוֹדוֹת מַלְכוּת הָאֱלֹהִים וְלָאֲחֵרִים בִּמְשָׁלִים לְמַעַן בִּרְאֹתָם לֹא יִרְאוּ וּבְשָׁמְעָם לֹא יָבִינוּ10 Ο δε ειπεν? Εις εσας εδοθη να γνωρισητε τα μυστηρια της βασιλειας του Θεου, εις δε τους λοιπους δια παραβολων, δια να μη βλεπωσιν ενω βλεπουσι και να μη καταλαμβανωσιν ενω ακουουσιν.
11 וְזֶה הוּא הַמָּשָׁל הַזֶּרַע דְּבַר־אֱלֹהִים הוּא11 Αυτη δε ειναι η παραβολη? Ο σπορος ειναι ο λογος του Θεου?
12 וַאֲשֶׁר עַל־יַד הַדֶּרֶךְ הֵם הַשֹּׁמְעִים וְאַחַר־כֵּן בָּא הַשָּׂטָן וְנֹשֵׂא אֶת־הַדָּבָר מִלִּבָּם פֶּן־יַאֲמִינוּ וְנוֹשָׁעוּ12 οι δε σπειρομενοι παρα την οδον ειναι οι ακουοντες, επειτα ερχεται ο διαβολος και αφαιρει τον λογον απο της καρδιας αυτων, δια να μη πιστευσωσι και σωθωσιν.
13 וַאֲשֶׁר עַל־הַסֶּלַע הֵם הַמְקַבְּלִים בְּשִׂמְחָה אֶת־הַדָּבָר בְּשָׁמְעָם וְשֹׁרֶשׁ אֵין לָהֶם רַק לְשָׁעָה מַאֲמִינִים וּבְעֵת הַנִּסָּיוֹן יִסֹּגוּ אָחוֹר13 Οι δε επι της πετρας ειναι εκεινοι οιτινες, οταν ακουσωσι, μετα χαρας δεχονται τον λογον, και ουτοι ριζαν δεν εχουσιν, οιτινες προς καιρον πιστευουσι και εν καιρω πειρασμου αποστατουσι.
14 וַאֲשֶׁר נָפַל בֵּין הַקֹּצִים הֵם הַשֹּׁמְעִים וְהוֹלְכִים לָהֶם וַיָּמֹכּוּ בִּדְאָגוֹת וּבְעשֶׁר וּבְתַאֲוֺת הַחַיִּים וּפְרִי לֹא־יְשַׁוּוּ לָמוֹ14 Το δε πεσον εις τας ακανθας, ουτοι ειναι εκεινοι οιτινες ηκουσαν, και υπο μεριμνων και πλουτου και ηδονων του βιου υπαγουσι και συμπνιγονται και δεν τελεσφορουσι.
15 וַאֲשֶׁר בָּאֲדָמָה הַטּוֹבָה הֵם הַשֹּׁמְרִים בְּלֵב טוֹב וְטָהוֹר אֶת־הַדָּבָר אֲשֶׁר שָׁמָעוּ וְעֹשִׂים פְּרִי בְּתוֹחָלֶת15 Το δε εις την καλην γην, ουτοι ειναι εκεινοι, οιτινες ακουσαντες τον λογον, κρατουσιν εν καρδια καλη και αγαθη και καρποφορουσιν εν υπομονη.
16 וְאֵין־אִישׁ מַדְלִיק נֵר אֲשֶׁר יְכַסֶּה אוֹתוֹ בִּכְלִי אוֹ יְשִׂימֵהוּ תַּחַת הַמִּטָּה כִּי אִם־עַל־הַמְּנוֹרָה יַעֲלֵהוּ לְמַעַן יִרְאוּ כָּל־בָּאֵי הַבַּיִת אֶת־הָאוֹר16 Ουδεις δε λυχνον αναψας, σκεπαζει αυτον με σκευος και θετει υποκατω κλινης, αλλα θετει επι του λυχνοστατου, δια να βλεπωσι το φως οι εισερχομενοι.
17 כִּי אֵין־דָּבָר נֶעְלָם אֲשֶׁר לֹא יִגָּלֶה וְאֵין גָּנוּז אֲשֶׁר לֹא יִוָּדַע וּבָא לָאוֹר17 Διοτι δεν υπαρχει κρυπτον, το οποιον δεν θελει γεινει φανερον; ουδε αποκρυφον, το οποιον δεν θελει γεινει γνωστον και ελθει εις το φανερον.
18 לָכֵן רְאוּ אֵיךְ תִּשְׁמָעוּן כִּי כָל־אֲשֶׁר יֶשׁ־לוֹ נָתוֹן יִנָּתֵן לוֹ וְכָל־אֲשֶׁר אֵין לוֹ גַּם אֶת־אֲשֶׁר הוּא חשֵׁב לִהְיוֹת לוֹ יֻקַּח מִמֶּנּוּ18 Προσεχετε λοιπον πως ακουετε? διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον, και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον νομιζει οτι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
19 וַיָּבֹאוּ אֵלָיו אִמּוֹ וְאֶחָיו וְלֹא יָכְלוּ לָגֶשֶׁת אֵלָיו מִפְּנֵי הָעָם19 Ηλθον δε προς αυτον η μητηρ και οι αδελφοι αυτου και δεν ηδυναντο δια τον οχλον να πλησιασωσιν αυτον.
20 וַיֻּגַּד־לוֹ לֵאמֹר אִמְּךָ וְאַחֶיךָ עֹמְדִים בַּחוּץ וְהֵם חֲפֵצִים לִרְאוֹתֶךָ20 Και απηγγελθη προς αυτον υπο τινων λεγοντων? Η μητηρ σου και οι αδελφοι σου ιστανται εξω θελοντες να σε ιδωσιν.
21 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אִמִּי וְאַחַי הֵם הַשֹּׁמְעִים וְעֹשִׂים אֶת דְּבַר הָאֱלֹהִים21 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Μητηρ μου και αδελφοι μου ειναι ουτοι, οι ακουοντες τον λογον του Θεου και πραττοντες αυτον.
22 וַיְהִי הַיּוֹם וַיֵּרֶד אֶל־אֳנִיָּה הוּא וְתַלְמִידָיו וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם נַעְבְּרָה אֶל־עֵבֶר הַיָּם וַיָּשׁוּטוּ הַיָּמָּה22 Και εν μια των ημερων εισηλθεν εις πλοιον αυτος και οι μαθηται αυτου, και ειπε προς αυτους? Ας διελθωμεν εις το περαν της λιμνης? και εσηκωθησαν.
23 וַיְהִי בְּלֶכְתָּם בָּאֳנִיָּה וַיִּשְׁכַּב וַיִּישָׁן וְרוּחַ סְעָרָה יָרְדָה עַל־הַיָּם וַיִּשְׁטְפוּ עֲלֵיהֶם הַמַּיִם וַיִּהְיוּ בְּסַכָּנָה23 Ενω δε επλεον, απεκοιμηθη. Και κατεβη ανεμοστροβιλος εις την λιμνην, και εγεμιζετο το πλοιον και εκινδυνευον.
24 וַיִּגְּשׁוּ וַיָּעִירוּ אוֹתוֹ לֵאמֹר מוֹרֶה מוֹרֶה אָבָדְנוּ וַיֵּעוֹר וַיִּגְעַר בָּרוּחַ וּבְמִשְׁבְּרֵי־יָם וַיִּשְׁתְּקוּ וַתְּהִי דְמָמָה24 Προσελθοντες δε εξυπνησαν αυτον, λεγοντες? Επιστατα, Επιστατα, χανομεθα. Ο δε σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και την ταραχην του υδατος, και επαυσαν, και εγεινε γαληνη.
25 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אַיֵּה אֱמוּנַתְכֶם וַיִּירְאוּ וַיִּתְמְהוּ וַיֹּאמְרוּ אִישׁ אֶל־רֵעֵהוּ מִי אֵפוֹא הוּא הַמְצַוֶּה גַּם־אֶת־הָרוּחוֹת וְאֶת־הַמַּיִם וַיִּשְׁמְעוּ לוֹ25 Ειπε δε προς αυτους, που ειναι η πιστις σας; Και φοβηθεντες εθαυμασαν, λεγοντες προς αλληλους? Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και τους ανεμους προσταζει και το υδωρ, και υπακουουσιν εις αυτον;
26 וַיַּעַבְרוּ וַיָּבֹאוּ אֶל־אֶרֶץ הַגַּדְרִיִּים אֲשֶׁר מִמּוּל הַגָּלִיל26 Και κατεπλευσαν εις την χωραν των Γαδαρηνων, ητις ειναι αντιπεραν της Γαλιλαιας.
27 וַיֵּצֵא אֶל־הַיַּבָּשָׁה וַיִּפְגְּשֵׁהוּ אִישׁ מִן הָעִיר אֲשֶׁר שֵׁדִים בּוֹ מִיָּמִים רַבִּים וּבֶגֶד לֹא לָבַשׁ וּבְבַיִת לֹא יָשַׁב כִּי אִם־בַּקְּבָרִים27 Και καθως εξηλθεν επι την γην, υπηντησεν αυτον ανθρωπος τις εκ της πολεως, οστις ειχε δαιμονια απο χρονων πολλων, και ιματιον δεν ενεδυετο και εν οικια δεν εμενεν, αλλ' εν τοις μνημασιν.
28 וַיַּרְא אֶת־יֵשׁוּעַ וַיִּפֹּל לְפָנָיו וַיִּקְרָא בְּקוֹל גָּדוֹל מַה־לִּי וָלָךְ יֵשׁוּעַ בֶּן־אֵל עֶלְיוֹן מְבַקֵּשׁ אֲנִי מִמְּךָ אֲשֶׁר לֹא תְעַנֵּנִי28 Ιδων δε τον Ιησουν, ανεκραξε και προσεπεσεν εις αυτον και μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του Υψιστου; δεομαι σου, μη με βασανισης.
29 כִּי צִוָּה אֶת־הָרוּחַ הַטָּמֵא לָצֵאת מִן־הָאִישׁ כִּי יָמִים רַבִּים חָטַף אֹתוֹ וְנֶאֱסַר בָּאזִקִּים וְנִשְׁמַר בַּכְּבָלִים וְהָיָה בְּנַתְּקוֹ אֶת־הַמּוֹסֵרוֹת וְנִדְחַף בְּיַד הַשֵּׁד אֶל־הַמִּדְבָּרוֹת29 Διοτι προσεταξεν εις το πνευμα το ακαθαρτον να εξελθη απο του ανθρωπου. Επειδη προ πολλων χρονων ειχε συναρπασει αυτον, και εδεσμευετο με αλυσεις και εφυλαττετο με ποδοδεσμα και διασπων τα δεσμα, εφερετο υπο του δαιμονος εις τας ερημους.
30 וַיִּשְׁאַל אֹתוֹ יֵשׁוּעַ לֵאמֹר מַה־שְּׁמֶךָ וַיֹּאמֶר לִגְיוֹן שְׁמִי כִּי־שֵׁדִים רַבִּים נִכְנְסוּ בוֹ30 Και ηρωτησεν αυτον ο Ιησους, λεγων? Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπε? Λεγεων? διοτι δαιμονια πολλα εισηλθον εις αυτον?
31 וַיִּתְחַנְנוּ לוֹ לְבִלְתִּי צַוֹּת אֹתָם לָרֶדֶת אֶל־הַתְּהוֹם31 και παρεκαλουν αυτον να μη προσταξη αυτα να απελθωσιν εις την αβυσσον.
32 וַיְהִי־שָׁם עֵדֶר חֲזִירִים רַבִּים עַל־הַמִּרְעֶה בָּהָר וַיִּתְחַנְנוּ לוֹ כִּי־יַנִּיחַ לָהֶם לָבוֹא אֶל־תּוֹכָם וַיַּנַּח לָהֶם32 Ητο δε εκει αγελη χοιρων πολλων βοσκομενων εν τω ορει? και παρεκαλουν αυτον να επιτρεψη εις αυτα να εισελθωσιν εις εκεινους? και επετρεψεν εις αυτα.
33 וַיֵּצְאוּ הַשֵּׁדִים מִן־הָאָדָם הַהוּא וַיָּבֹאוּ בַּחֲזִירִים וַיִּשְׂתָּעֵר הָעֵדֶר מִן־הַמּוֹרָד אֶל־הַיָּם וַיִּטְבָּע33 Εξελθοντα δε τα δαιμονια απο του ανθρωπου, εισηλθον εις τους χοιρους, και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την λιμνην και απεπνιγη.
34 וַיָּנוּסוּ הָרֹעִים כִּרְאוֹתָם אֵת אֲשֶׁר נַעֲשָׂה וַיַּגִּידוּ הַדָּבָר בָּעִיר וּבַכְּפָרִים34 Ιδοντες δε οι βοσκοι το γενομενον εφυγον, και απελθοντες απηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους.
35 וַיֵּצְאוּ לִרְאוֹת אֵת אֲשֶׁר נַעֲשָׂה וַיָּבֹאוּ אֶל־יֵשׁוּעַ וַיִּמְצְאוּ־שָׁם אֶת־הָאָדָם אֲשֶׁר יָצְאוּ מִמֶּנּוּ הַשֵּׁדִים ישֵׁב לְרַגְלֵי יֵשׁוּעַ מְלֻבָּשׁ וְטוֹב־שֵׂכֶל וַיִּירָאוּ35 Και εξηλθον δια να ιδωσι το γεγονος, και ηλθον προς τον Ιησουν και ευρον τον ανθρωπον, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, καθημενον παρα τους ποδας του Ιησου, ενδεδυμενον και σωφρονουντα? και εφοβηθησαν.
36 וַיְסַפְּרוּ לָהֶם הָרֹאִים אֵיךְ נִרְפָּא אֲחוּז הַשֵּׁדִים36 Διηγηθησαν δε προς αυτους και οι ιδοντες πως εσωθη ο δαιμονιζομενος.
37 וַיְבַקְשׁוּ מִמֶּנּוּ כָּל־הֲמוֹן חֶבֶל הַגַּדְרִיִּים לָלֶכֶת מֵאִתָּם כִּי־אֵימָה גְדוֹלָה נָפְלָה עֲלֵיהֶם וַיֵּרֶד אֶל־הָאֳנִיָּה וַיָּשֹׁב37 Και απαν το πληθος της περιχωρου των Γαδαρηνων παρεκαλεσαν αυτον να αναχωρηση απ' αυτων, διοτι κατειχοντο υπο μεγαλου φοβου, αυτος δε εμβας εις το πλοιον υπεστρεψεν.
38 וַיְבַקֵּשׁ מִמֶּנּוּ הָאִישׁ אֲשֶׁר יָצְאוּ מִמֶּנּוּ הַשֵּׁדִים לָשֶׁבֶת אִתּוֹ וַיְשַׁלַּח אוֹתוֹ יֵשׁוּעַ בְּאָמְרוֹ38 Ο δε ανθρωπος, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, παρεκαλει αυτον να ηναι μετ' αυτου? ο Ιησους ομως απελυσεν αυτον, λεγων.
39 שׁוּב לְבֵיתְךָ וְסַפֵּר הַגְּדֹלוֹת אֲשֶׁר עָשָׂה־לְךָ הָאֱלֹהִים וַיֵּלֶךְ לוֹ וַיַּשְׁמַע בְּכָל־הָעִיר אֶת־הַגְּדֹלוֹת אֲשֶׁר עָשָׂה־לוֹ יֵשׁוּעַ39 Επιστρεψον εις τον οικον σου και διηγου οσα εκαμεν εις σε ο Θεος? και ανεχωρησε κηρυττων καθ' ολην την πολιν οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους.
40 וַיְהִי בְּשׁוּב יֵשׁוּעַ וַיְקַבֵּל אֹתוֹ הָעָם כִּי כֻלָּם הָיוּ מְחַכִּים לוֹ40 Οτε δε υπεστρεψεν ο Ιησους, υπεδεχθη αυτον ο οχλος? διοτι παντες ησαν περιμενοντες αυτον.
41 וְהִנֵּה־בָא אִישׁ וּשְׁמוֹ יָאִיר וְהוּא רֹאשׁ בֵּית הַכְּנֵסֶת וַיִּפֹּל לְרַגְלֵי יֵשׁוּעַ וַיִּתְחַנֶּן־לוֹ לָבוֹא אִתּוֹ אֶל־בֵּיתוֹ41 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος ονομαζομενος Ιαειρος, οστις ητο αρχων της συναγωγης και πεσων εις τους ποδας του Ιησου, παρεκαλει αυτον να εισελθη εις τον οικον αυτου,
42 כִּי בַּת יְחִידָה כִּשְׁתֵּים־עֶשְׂרֵה שָׁנָה הָיְתָה לּוֹ וְהִיא נוֹטָה לָמוּת וַיְהִי בְּלֶכְתּוֹ שָׁמָּה וַיִּדְחָקֻהוּ הֲמוֹן הָעָם42 διοτι ειχε θυγατερα μονογενη ως ετων δωδεκα, και αυτη απεθνησκεν. Ενω δε επορευετο, οι οχλοι συνεθλιβον αυτον.
43 וְאִשָּׁה זָבַת דָּם שְׁתֵּים עֶשְׂרֵה שָׁנָה אֲשֶׁר הוֹצִיאָה כָל־קִנְיָנָהּ לָרֹפְאִים וְאֵין אִישׁ יָכֹל לְרַפֹּאתָהּ43 Και γυνη τις εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη, ητις δαπανησασα εις ιατρους ολον τον βιον αυτης δεν ηδυνηθη να θεραπευθη υπ' ουδενος,
44 הִיא קָרְבָה מֵאַחֲרָיו וַתִּגַּע בִּכְנַף בִּגְדוֹ וְזוֹב דָּמָהּ עָמַד פִּתְאֹם44 πλησιασασα οπισθεν ηγγισε το ακρον του ιματιου αυτου, και παρευθυς εσταθη η ρυσις του αιματος αυτης.
45 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ מִי־זֶה נָגַע־בִּי וְכֻלָּם כִּחֵשׁוּ וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס וְהָעֹמְדִים אֶצְלוֹ מוֹרֶה הֲמוֹן הָעָם דֹּחֲקִים וְלֹחֲצִים אֹתָךְ וְאַתָּה תֹאמַר מִי נָגַע בִּי45 Και ειπεν ο Ιησους? Τις μου ηγγισε; και ενω ηρνουντο παντες, ειπεν ο Πετρος και οι μετ' αυτου? Επιστατα, οι οχλοι σε συμπιεζουσι και σε συνθλιβουσι, και λεγεις? Τις μου ηγγισεν;
46 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ נָגַע בִּי אָדָם כִּי יָדַעְתִּי אֲשֶׁר יָצְאָה מִמֶּנִּי גְּבוּרָה46 Ο δε Ιησους ειπε? Μου ηγγισε τις? διοτι εγω ενοησα οτι εξηλθε δυναμις απ' εμου.
47 וַתֵּרֶא הָאִשָּׁה כִּי לֹא־נִסְתְּרָה מִמֶּנּוּ וַתֶּחֱרַד לִקְרָאתוֹ וַתִּפֹּל לְפָנָיו וַתַּגֵּד בְּאָזְנֵי כָל־הָעָם עַל־מֶה נָגְעָה בּוֹ וְאֵיךְ נִרְפְּאָה פִּתְאֹם47 Ιδουσα δε η γυνη οτι δεν εκρυφθη, ηλθε τρεμουσα και προσπεσουσα εις αυτον, απηγγειλε προς αυτον ενωπιον παντος του λαου δια ποιαν αιτιαν ηγγισεν αυτον, και οτι παρευθυς ιατρευθη.
48 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ חִזְקִי בִּתִּי אֱמוּנָתֵךְ הוֹשִׁיעָה לָּךְ לְכִי לְשָׁלוֹם48 Ο δε ειπε προς αυτην? Θαρρει, θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην.
49 עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר וְאִישׁ בָּא מִבֵּית רֹאשׁ הַכְּנֵסֶת וַיֹּאמַר מֵתָה בִתְּךָ אַל־תַּטְרִיחַ אֶת־הַמּוֹרֶה49 Ενω δε ελαλει ετι, ερχεται τις παρα του αρχισυναγωγου, λεγων προς αυτον οτι απεθανεν η θυγατηρ σου? μη ενοχλει τον Διδασκαλον.
50 וַיִּשְׁמַע יֵשׁוּעַ וַיַּעַן וַיֹּאמֶר לוֹ אַל־תִּירָא אַךְ־הַאֲמֵן וְהִיא תִוָּשֵׁעַ50 Ο δε Ιησους ακουσας απεκριθη προς αυτον, λεγων? Μη φοβου? μονον πιστευε, και θελει σωθη.
51 וַיָּבֹא הַבַּיְתָה וְלֹא־הִנִּיחַ לְאִישׁ לָבוֹא אִתּוֹ בִּלְתִּי אִם־לְפֶטְרוֹס וּלְיַעֲקֹב וּלְיוֹחָנָן וְלַאֲבִי הַיַּלְדָּה וּלְאִמָּהּ51 Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, δεν αφηκεν ουδενα να εισελθη ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην και τον πατερα της κορης και την μητερα.
52 וְכֻלָּם בֹּכִים וְסֹפְדִים לָהּ וַיֹּאמֶר אַל־תִּבְכּוּ כִּי לֹא מֵתָה אַךְ־יְשֵׁנָה הִיא52 Εκλαιον δε παντες και εθρηνουν αυτην. Ο δε ειπε? Μη κλαιετε? δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
53 וַיִּשְׂחֲקוּ עָלָיו בַּאֲשֶׁר יָדְעוּ כִּי־מֵתָה53 Και κατεγελων αυτον, εξευροντες οτι απεθανεν.
54 וְהוּא אָחַז בְּיָדָהּ וַיִּקְרָא לֵאמֹר הַיַּלְדָּה קוּמִי54 Αλλ' αυτος εκβαλων εξω παντας και πιασας την χειρα αυτης, εφωναξε λεγων? Κορασιον, σηκωθητι.
55 וַתָּשָׁב רוּחָהּ וַתָּקָם פִּתְאֹם וַיְצַו לָתֶת־לָהּ לֶאֱכוֹל55 Και υπεστρεψε το πνευμα αυτης, και ανεστη παρευθυς, και προσεταξε να δοθη εις αυτην να φαγη.
56 וַיִּשְׁתּוֹמְמוּ אָבִיהָ וְאִמָּהּ וְהוּא צִוָּה אֹתָם לְבִלְתִּי הַגִּיד לְאִישׁ אֵת אֲשֶׁר נַעֲשָׂה56 Και εξεπλαγησαν οι γονεις αυτης. Ο δε παρηγγειλεν εις αυτους να μη ειπωσιν εις μηδενα το γεγονος.