1 À boca a trombeta! O inimigo precipita-se como uma águia sobre a casa do Senhor, porque violaram minha aliança e transgrediram minha lei. | 1 Σαλπισον ταυτα με το στομα σου? θελεις ορμησει ως αετος εναντιον του οικου του Κυριου, διοτι παρεβησαν την διαθηκην μου και ησεβησαν εις τον νομον μου. |
2 Clamam a mim: Meu Deus!- Nós te conhecemos, Israel! | 2 Ο Ισραηλ θελει κραζει προς εμε, Θεε μου, σε γνωριζομεν. |
3 Israel rejeitou o bem, o inimigo o persegue. | 3 Ο Ισραηλ απερριψε το αγαθον? ο εχθρος θελει καταδιωξει αυτον. |
4 Constituíram reis sem minha aprovação, e chefes sem meu conhecimento. Fizeram para si ídolos de sua prata e de seu ouro, para a sua própria perdição. | 4 Αυτοι κατεστησαν βασιλεις, πλην ουχι παρ' εμου? εκαμον αρχοντας, πλην χωρις να εχω ειδησιν? εκ του αργυριου αυτων και εκ του χρυσιου αυτων εκαμον εις εαυτους ειδωλα, δια να εξολοθρευθωσιν. |
5 Rejeito teu bezerro {de ouro}, ó Samaria! Minha cólera inflamou-se contra eles. Até quando não poderão eles purificar-se? | 5 Απερριψεν αυτους ο μοσχος σου, Σαμαρεια? ο θυμος μου εξηφθη εναντιον αυτων? εως ποτε δεν θελουσι δυνηθη να καθαρισθωσι; |
6 Porque {esse bezerro} é obra de Israel, foi um artista que o fez; ele não é um deus, será, pois, despedaçado o bezerro de Samaria. | 6 Και τουτο βεβαιως εγεινεν υπο του Ισραηλ? ο τεχνιτης εκαμεν αυτο? οθεν αυτο δεν ειναι Θεος? ο μοσχος λοιπον της Σαμαρειας θελει γεινει συντριμματα. |
7 Visto que semearam ventos, colherão tempestades; não terão sequer uma espiga, e o grão não dará farinha; e, mesmo que a desse, seria comida pelos estrangeiros. | 7 Επειδη εσπειραν ανεμον, δια τουτο θελουσι θερισει ανεμοστροβιλον? δεν εχει καλαμον? ο βλαστος δεν θελει δωσει αλευρον? και αν δωση, ξενοι θελουσι καταπιει αυτο. |
8 Israel foi devorado; ei-los que se tornaram como um objeto sem valor entre as nações, | 8 Κατεποθη ο Ισραηλ? τωρα εγειναν μεταξυ των εθνων ως σκευος εν ω δεν υπαρχει χαρις. |
9 porque fizeram aliança com a Assíria. O jumento montês anda sozinho, mas Efraim assalaria aliados. | 9 Διοτι αφ' εαυτων ανεβησαν εις τους Ασσυριους, ως οναγρος μοναζων καθ' εαυτον? ο Εφραιμ εμισθωσεν εραστας. |
10 Em vão multiplicam as alianças, eu os juntarei; terão de se sujeitar ao rei e aos príncipes. | 10 Πλην αν και εμισθωσαν εραστας μεταξυ των εθνων, τωρα θελω συναξει αυτους? και θελουσι λυπηθη μετ' ολιγον δια το φορτιον του βασιλεως των αρχοντων. |
11 Efraim multiplicou os altares, e seus altares só lhe serviram para pecar. | 11 Επειδη ο Εφραιμ επληθυνε τα θυσιαστηρια δια να αμαρτανη, θελουσι γεινει εις αυτον θυσιαστηρια του αμαρτανειν. |
12 Mesmo que eu lhe escreva todos os preceitos de minha lei, ele a estimará como uma lei estrageira. | 12 Εγραψα προς αυτον τα μεγαλεια του νομου μου? πλην ελογισθησαν ως αλλοτριον πραγμα. |
13 Oferecem vítimas em sacrifício e comem-lhes as carnes, mas o Senhor não se compraz nelas. Doravante ele se lembrará da iniqüidade deles, e punirá os seus pecados: voltarão para o Egito. | 13 Εν ταις θυσιαις, τας οποιας προσφερουσιν εις εμε, θυσιαζουσι κρεας και τρωγουσιν? ο Κυριος δεν δεχεται αυτας? τωρα θελει ενθυμηθη την ανομιαν αυτων και επισκεφθη τας αμαρτιας αυτων? αυτοι θελουσιν επιστρεψει εις την Αιγυπτον. |
14 Israel esqueceu-se de seu criador, e construiu palácios para si. Judá multiplicou suas praças fortes. Mas vou pôr fogo às suas cidades e ele consumirá os seus edifícios. | 14 Διοτι ο Ισραηλ ελησμονησε τον Ποιητην αυτου και οικοδομει ναους, και ο Ιουδας επληθυνεν ωχυρωμενας πολεις? αλλα θελω εξαποστειλει πυρ επι τας πολεις αυτου και θελει καταφαγει τα παλατια αυτων. |