Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Livro de Judite 13


font
SAGRADA BIBLIALXX
1 Anoiteceu. Os oficiais apressaram-se em voltar aos seus aposentos. Vagao fechou as portas do quarto e foi-449 se.1 ως δε οψια εγενετο εσπουδασαν οι δουλοι αυτου αναλυειν και βαγωας συνεκλεισεν την σκηνην εξωθεν και απεκλεισεν τους παρεστωτας εκ προσωπου του κυριου αυτου και απωχοντο εις τας κοιτας αυτων ησαν γαρ παντες κεκοπωμενοι δια το επι πλειον γεγονεναι τον ποτον
2 Estavam todos embriagados pelo vinho.2 υπελειφθη δε ιουδιθ μονη εν τη σκηνη και ολοφερνης προπεπτωκως επι την κλινην αυτου ην γαρ περικεχυμενος αυτω ο οινος
3 Judite ficou só no seu quarto,3 και ειπεν ιουδιθ τη δουλη αυτης στηναι εξω του κοιτωνος αυτης και επιτηρειν την εξοδον αυτης καθαπερ καθ' ημεραν εξελευσεσθαι γαρ εφη επι την προσευχην αυτης και τω βαγωα ελαλησεν κατα τα ρηματα ταυτα
4 enquanto Holofernes repousava em seu leito, bêbedo a cair.4 και απηλθοσαν παντες εκ προσωπου και ουδεις κατελειφθη εν τω κοιτωνι απο μικρου εως μεγαλου και στασα ιουδιθ παρα την κλινην αυτου ειπεν εν τη καρδια αυτης κυριε ο θεος πασης δυναμεως επιβλεψον εν τη ωρα ταυτη επι τα εργα των χειρων μου εις υψωμα ιερουσαλημ
5 Judite havia dito à sua serva que ficasse fora, diante do quarto, vigiando.5 οτι νυν καιρος αντιλαβεσθαι της κληρονομιας σου και ποιησαι το επιτηδευμα μου εις θραυσμα εχθρων οι επανεστησαν ημιν
6 De pé ao lado do leito, movendo em silêncio os lábios, ela orou com lágrimas a Deus, dizendo:6 και προσελθουσα τω κανονι της κλινης ος ην προς κεφαλης ολοφερνου καθειλεν τον ακινακην αυτου απ' αυτου
7 Senhor, Deus de Israel, dai-me força. Olhai agora o que vão fazer minhas mãos, a fim de que, segundo a vossa promessa, levanteis a vossa cidade de Jerusalém, e eu realize o que acreditei ser possível graças a vós.7 και εγγισασα της κλινης εδραξατο της κομης της κεφαλης αυτου και ειπεν κραταιωσον με κυριε ο θεος ισραηλ εν τη ημερα ταυτη
8 Dizendo isto, aproximou-se da coluna que estava à cabeceira do leito e tomou a espada que ali estava pendurada;8 και επαταξεν εις τον τραχηλον αυτου δις εν τη ισχυι αυτης και αφειλεν την κεφαλην αυτου απ' αυτου
9 desembainhou-a e, tomando os cabelos de Holofernes, disse: Senhor, dai-me força neste momento!9 και απεκυλισε το σωμα αυτου απο της στρωμνης και αφειλε το κωνωπιον απο των στυλων και μετ' ολιγον εξηλθεν και παρεδωκεν τη αβρα αυτης την κεφαλην ολοφερνου
10 Feriu-o duas vezes na nuca e decepou-lhe a cabeça. Desprendeu em seguida o cortinado das colunas, e rolou por terra o corpo mutilado.10 και ενεβαλεν αυτην εις την πηραν των βρωματων αυτης και εξηλθον αι δυο αμα κατα τον εθισμον αυτων επι την προσευχην και διελθουσαι την παρεμβολην εκυκλωσαν την φαραγγα εκεινην και προσανεβησαν το ορος βαιτυλουα και ηλθοσαν προς τας πυλας αυτης
11 Feito isto, saiu e deu à sua serva a cabeça de Holofernes para que a metesse no saco.11 και ειπεν ιουδιθ μακροθεν τοις φυλασσουσιν επι των πυλων ανοιξατε ανοιξατε δη την πυλην μεθ' ημων ο θεος ο θεος ημων ποιησαι ετι ισχυν εν ισραηλ και κρατος κατα των εχθρων καθα και σημερον εποιησεν
12 Depois saíram ambas, como de costume, como se fossem para a oração. Atravessaram o acampamento, contornaram o vale e chegaram às portas da cidade.12 και εγενετο ως ηκουσαν οι ανδρες της πολεως αυτης την φωνην αυτης εσπουδασαν του καταβηναι επι την πυλην της πολεως αυτων και συνεκαλεσαν τους πρεσβυτερους της πολεως
13 De longe, Judite gritou aos guardas dos muros: Abri as portas, porque Deus está conosco; ele manifestou o seu poder em favor de Israel.13 και συνεδραμον παντες απο μικρου εως μεγαλου αυτων οτι παραδοξον ην αυτοις το ελθειν αυτην και ηνοιξαν την πυλην και υπεδεξαντο αυτας και αψαντες πυρ εις φαυσιν περιεκυκλωσαν αυτας
14 Ouvindo estas palavras, os homens chamaram os anciãos da cidade,14 η δε ειπεν προς αυτους φωνη μεγαλη αινειτε τον θεον αινειτε αινειτε τον θεον ος ουκ απεστησεν το ελεος αυτου απο του οικου ισραηλ αλλ' εθραυσε τους εχθρους ημων δια χειρος μου εν τη νυκτι ταυτη
15 e toda a população correu para ela, desde o menor até o maior, porque não esperavam mais que ela voltasse.15 και προελουσα την κεφαλην εκ της πηρας εδειξεν και ειπεν αυτοις ιδου η κεφαλη ολοφερνου αρχιστρατηγου δυναμεως ασσουρ και ιδου το κωνωπιον εν ω κατεκειτο εν ταις μεθαις αυτου και επαταξεν αυτον ο κυριος εν χειρι θηλειας
16 Juntaram-se todos ao redor dela com tochas acesas. Judite, subindo a um lugar mais alto, pediu que se fizesse silêncio. Todos se calaram.16 και ζη κυριος ος διεφυλαξεν με εν τη οδω μου η επορευθην οτι ηπατησεν αυτον το προσωπον μου εις απωλειαν αυτου και ουκ εποιησεν αμαρτημα μετ' εμου εις μιασμα και αισχυνην
17 Louvai ao Senhor nosso Deus, disse-lhes ela, que não abandonou os que puseram nele a sua esperança, 18. e que cumpriu pelas mãos de sua serva a sua promessa de misericórdia à casa de Israel; esta noite ele matou por minha mão o inimigo de seu povo.17 και εξεστη πας ο λαος σφοδρα και κυψαντες προσεκυνησαν τω θεω και ειπαν ομοθυμαδον ευλογητος ει ο θεος ημων ο εξουδενωσας εν τη ημερα τη σημερον τους εχθρους του λαου σου
18 και ειπεν αυτη οζιας ευλογητη συ θυγατερ τω θεω τω υψιστω παρα πασας τας γυναικας τας επι της γης και ευλογημενος κυριος ο θεος ος εκτισεν τους ουρανους και την γην ος κατευθυνεν σε εις τραυμα κεφαλης αρχοντος εχθρων ημων
19 Retirando então do saco a cabeça de Holofernes, mostrou-lha dizendo: Eis a cabeça de Holofernes, marechal do exército assírio, e eis o cortinado do baldaquino onde se achava deitado, ébrio a cair, quando o Senhor, nosso Deus, o feriu pela mão de uma mulher.19 οτι ουκ αποστησεται η ελπις σου απο καρδιας ανθρωπων μνημονευοντων ισχυν θεου εως αιωνος
20 Mas juro-vos, pelo mesmo Senhor, que o seu anjo me protegeu, tanto ao partir, como ao demorar-me lá, e como ao voltar, e o Senhor não permitiu que sua serva fosse manchada: ele reconduziu-me a vós livre de toda20 και ποιησαι σοι αυτα ο θεος εις υψος αιωνιον του επισκεψασθαι σε εν αγαθοις ανθ' ων ουκ εφεισω της ψυχης σου δια την ταπεινωσιν του γενους ημων αλλ' επεξηλθες τω πτωματι ημων επ' ευθειαν πορευθεισα ενωπιον του θεου ημων και ειπαν πας ο λαος γενοιτο γενοιτο
21 Dai-lhe glória todos vós, porque é bom, porque a sua misericórdia é eterna!
22 Então todos, adorando o Senhor, disseram a Judite: O Senhor te abençoou com o seu poder, porque ele por ti aniquilou os nossos inimigos.
23 Ozias, príncipe do povo de Israel, acrescentou: Minha filha, tu és bendita do Senhor Deus altíssimo, mais que todas as mulheres da terra.
24 Bendito seja o Senhor, criador do céu e da terra, que te guiou para cortar a cabeça de nosso maior inimigo!
25 Ele deu neste dia tanta glória ao teu nome, que nunca o teu louvor cessará de ser celebrado pelos homens, que se lembrarão eternamente do poder do Senhor. Ante os sofrimentos e a angústia de teu povo, não poupaste a tua vida, mas salvaste-nos da ruína, em presença de nosso Deus.
26 E todo o povo respondeu: Assim seja! Assim seja!
27 Mandaram então vir Aquior, e Judite disse-lhe: O Deus de Israel, de quem testemunhaste que toma vingança dos seus inimigos, cortou esta noite por minha mão a cabeça de todos os infiéis.
28 Para provar-te que assim é, eis aqui a cabeça de Holofernes que, na insolência de seu orgulho, desprezava o Deus de Israel e te ameaçava de morte, dizendo: Quando o povo de Israel for vencido, mandarei passar-te ao fio da espada.
29 Vendo a cabeça de Holofernes, Aquior foi tomado de pavor e caiu com o rosto por terra, sem sentidos.
30 Quando recobrou os sentidos e voltou a si, jogou-se aos pés de Judite em sinal de reverência e disse: Sê bendita de teu Deus em todas as tendas de Jacó, porque o Deus de Israel será glorificado por causa de ti entre todas as nações que ouvirem o teu nome.