Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Livro de Neemias 5


font
SAGRADA BIBLIALXX
1 Entretanto, os homens do povo e suas mulheres fizeram ouvir lamentações muito fortes contra os judeus, seus irmãos.1 και επροφητευσεν αγγαιος ο προφητης και ζαχαριας ο του αδδω προφητειαν επι τους ιουδαιους τους εν ιουδα και ιερουσαλημ εν ονοματι θεου ισραηλ επ' αυτους
2 Havia alguns que diziam: Nós, nossos filhos e filhas, somos numerosos; precisamos de trigo, para que possamos comer e viver.2 τοτε ανεστησαν ζοροβαβελ ο του σαλαθιηλ και ιησους ο υιος ιωσεδεκ και ηρξαντο οικοδομησαι τον οικον του θεου τον εν ιερουσαλημ και μετ' αυτων οι προφηται του θεου βοηθουντες αυτοις
3 Havia outros que diziam: Somos obrigados a empenhar nossas terras, nossas vinhas e nossas casas para termos trigo durante a fome.3 εν αυτω τω καιρω ηλθεν επ' αυτους θανθαναι επαρχος περαν του ποταμου και σαθαρβουζανα και οι συνδουλοι αυτων και τοια ειπαν αυτοις τις εθηκεν υμιν γνωμην του οικοδομησαι τον οικον τουτον και την χορηγιαν ταυτην καταρτισασθαι
4 Outros ainda: Tivemos de tomar dinheiro emprestado para pagar o tributo ao rei, empenhando nossas vinhas e nossos campos.4 τοτε ταυτα ειποσαν αυτοις τινα εστιν τα ονοματα των ανδρων των οικοδομουντων την πολιν ταυτην
5 E, no entanto, somos da mesma raça que nossos irmãos; nossos filhos não são diferentes dos deles; e eis que foi preciso escravizar nossos filhos e filhas; mesmo agora, entre nossas filhas, há algumas que já são escravas. E nada podemos fazer, porque nossos campos e nossas vinhas passaram já à mão de outros.5 και οι οφθαλμοι του θεου επι την αιχμαλωσιαν ιουδα και ου κατηργησαν αυτους εως γνωμη τω δαρειω απηνεχθη και τοτε απεσταλη τω φορολογω υπερ τουτου
6 Estes lamentos e reclamações irritaram-me profundamente.6 διασαφησις επιστολης ης απεστειλεν θανθαναι ο επαρχος του περαν του ποταμου και σαθαρβουζανα και οι συνδουλοι αυτων αφαρσαχαιοι οι εν τω περαν του ποταμου δαρειω τω βασιλει
7 Depois de ter refletido, censurei as pessoas importantes e os magistrados: Por que, lhes disse eu, cobrais usuras de vossos irmãos? Convoquei então por causa deles uma grande assembléia,7 ρησιν απεστειλαν προς αυτον και ταδε γεγραπται εν αυτω δαρειω τω βασιλει ειρηνη πασα
8 e disse-lhes: Nossos irmãos judeus, que tinham sido vendidos às nações, nós os resgatamos segundo nossa posse. E vós vendeis vossos irmãos? É a nós que eles seriam vendidos! Calaram-se, não encontrando o que responder.8 γνωστον εστω τω βασιλει οτι επορευθημεν εις την ιουδαιαν χωραν εις οικον του θεου του μεγαλου και αυτος οικοδομειται λιθοις εκλεκτοις και ξυλα εντιθεται εν τοις τοιχοις και το εργον εκεινο επιδεξιον γινεται και ευοδουται εν ταις χερσιν αυτων
9 Eu continuei: O que estais fazendo não é correto! Não devíeis caminhar no temor de nosso Deus, para evitar o insulto das nações que são nossas inimigas?9 τοτε ηρωτησαμεν τους πρεσβυτερους εκεινους και ουτως ειπαμεν αυτοις τις εθηκεν υμιν γνωμην τον οικον τουτον οικοδομησαι και την χορηγιαν ταυτην καταρτισασθαι
10 Eu mesmo, com meus irmãos e servos, nós emprestamos prata e trigo. Pois bem! Abandonemos o que nos devem.10 και τα ονοματα αυτων ηρωτησαμεν αυτους γνωρισαι σοι ωστε γραψαι σοι τα ονοματα των ανδρων των αρχοντων αυτων
11 Devolvei-lhes desde já seus campos, suas vinhas, suas oliveiras e suas casas, bem como a porcentagem de prata, de trigo, de vinho e de azeite que exigistes deles como juros.11 και τοιουτο ρημα απεκριθησαν ημιν λεγοντες ημεις εσμεν δουλοι του θεου του ουρανου και της γης και οικοδομουμεν τον οικον ος ην ωκοδομημενος προ τουτου ετη πολλα και βασιλευς του ισραηλ μεγας ωκοδομησεν αυτον και κατηρτισατο αυτον
12 Responderam eles: Devolveremos tudo, e nada mais lhes pediremos; faremos tudo o que dizes. Chamei então os sacerdotes, e os fiz jurar que procederiam assim.12 αυτοις αφ' οτε δε παρωργισαν οι πατερες ημων τον θεον του ουρανου εδωκεν αυτους εις χειρας ναβουχοδονοσορ βασιλεως βαβυλωνος του χαλδαιου και τον οικον τουτον κατελυσεν και τον λαον απωκισεν εις βαβυλωνα
13 E sacudi o pó de meu manto, dizendo: Que Deus assim sacuda de sua casa e de seus bens todo aquele que não cumprir com a sua palavra; que assim, expulso, fique também tal homem espoliado! Ao que toda a assembléia respondeu: Amém, louvando o Senhor. E o povo nada mais disse.13 αλλ' εν ετει πρωτω κυρου του βασιλεως κυρος ο βασιλευς εθετο γνωμην τον οικον του θεου τουτον οικοδομηθηναι
14 Depois do dia em que o rei me estabeleceu como governador da região de Judá, isto é, depois do vigésimo até o trigésimo segundo ano do reinado do rei Artaxerxes, durante doze anos, nem eu nem meus irmãos comemos o pão do governador.14 και τα σκευη του οικου του θεου τα χρυσα και τα αργυρα α ναβουχοδονοσορ εξηνεγκεν απο οικου του εν ιερουσαλημ και απηνεγκεν αυτα εις ναον του βασιλεως εξηνεγκεν αυτα κυρος ο βασιλευς απο ναου του βασιλεως και εδωκεν τω σασαβασαρ τω θησαυροφυλακι τω επι του θησαυρου
15 Os antigos governadores, meus predecessores, cobrando o pão e o vinho à razão de quarenta siclos por dia, tinham sido uma carga para o povo, que também sofria as exações de seus servos. Mas, quanto a mim, o temor de Deus preservou-me de proceder assim.15 και ειπεν αυτω παντα τα σκευη λαβε και πορευου θες αυτα εν τω οικω τω εν ιερουσαλημ εις τον εαυτων τοπον
16 Eu mesmo colaborei no trabalho de reparação das muralhas. Não compramos campo algum, e meus servos puseram-se todos a trabalhar.16 τοτε σασαβασαρ εκεινος ηλθεν και εδωκεν θεμελιους του οικου του θεου του εν ιερουσαλημ και απο τοτε εως του νυν ωκοδομηθη και ουκ ετελεσθη
17 Tinha eu ao meu encargo a alimentação de cento e cinqüenta homens, judeus e magistrados, além dos que nos vinham procurar das regiões vizinhas.17 και νυν ει επι τον βασιλεα αγαθον επισκεπητω εν οικω της γαζης του βασιλεως βαβυλωνος οπως γνως οτι απο βασιλεως κυρου ετεθη γνωμη οικοδομησαι τον οικον του θεου εκεινον τον εν ιερουσαλημ και γνους ο βασιλευς περι τουτου πεμψατω προς ημας
18 Preparávamos cada dia um boi, seis carneiros escolhidos e aves, tudo à minha custa; e a cada dez dias se servia o vinho necessário em abundância. Entretanto, não reclamei a pensão do governador porque os trabalhos pesavam muito sobre o povo.
19 Lembrai-vos, ó meu Deus, de tudo o que eu fiz por este povo, e recompensai-me.