Scrutatio

Sabato, 1 giugno 2024 - San Giustino ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 4


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Gesù si mise di nuovo a insegnare lungo il mare; e intorno a lui si radunò tanta folla che egli, montato in una barca, vi sedette stando in mare, mentre tutta la folla era a terra, lungo la riva.1 Και παλιν ηρχισε να διδασκη πλησιον της θαλασσης? και συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, ωστε εισελθων εις το πλοιον εκαθητο εις την θαλασσαν? και πας ο οχλος ητο επι της γης πλησιον της θαλασσης.
2 E andava insegnando a loro molte cose per mezzo di parabole e ammaestrandoli diceva loro:2 Και εδιδασκεν αυτους δια παραβολων πολλα, και ελεγε προς αυτους εν τη διδαχη αυτου?
3 «Udite: Ecco, il seminatore uscì a seminare.3 Ακουετε? ιδου, εξηλθεν ο σπειρων δια να σπειρη.
4 E mentre gettava la semente, parte cadde lungo la strada e vennero gli uccelli e la beccarono.4 Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον, και ηλθον τα πετεινα του ουρανου και κατεφαγον αυτο.
5 Un'altra cadde in un suolo sassoso, ove non c'era molta terra, e subito spuntò essendo il terreno poco profondo,5 Αλλο δε επεσεν επι το πετρωδες, οπου δεν ειχε γην πολλην, και ευθυς ανεφυη, διοτι δεν ειχε βαθος γης,
6 ma poi levatosi il sole riarse la terra e siccome il seme non aveva radici, si seccò.6 και οτε ανετειλεν ο ηλιος εκαυματισθη, και επειδη δεν ειχε ριζαν εξηρανθη.
7 Un'altra parte cadde tra le spine, le quali crebbero e la soffocarono, sicchè non diede frutto.7 Και αλλο επεσεν εις τας ακανθας, και ανεβησαν αι ακανθαι και συνεπνιξαν αυτο, και καρπον δεν εδωκε?
8 Altra parte cadde in buon terreno e diede frutto che crebbe rigoglioso e rese dove il trenta dove il sessanta e dove il cento per uno».8 και αλλο επεσεν εις την γην την καλην και εδιδε καρπον αναβαινοντα και αυξανοντα, και εδωκεν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον.
9 E diceva: «Chi ha orecchi da udire, oda».9 Και ελεγε προς αυτους? Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
10 Quand'egli fu solo, i Dodici che gli stavan d'intorno lo interrogarono circa la parabola.10 Οτε δε εμεινε καταμονας, ηρωτησαν αυτον οι περι αυτον μετα των δωδεκα περι της παραβολης.
11 Egli disse loro: «A voi è dato conoscere il mistero del regno di Dio, ma a quelli che son di fuori tutto è annunciato in parabole,11 Και ελεγε προς αυτους? Εις εσας εδοθη να γνωρισητε το μυστηριον της βασιλειας του Θεου? εις εκεινους δε τους εξω δια παραβολων τα παντα γινονται,
12 affinchè: "Vedendo vedano e non discernano e udendo odano e non capiscano, onde non avvenga che si convertano e ottengano il perdono dei loro peccati"».12 δια να βλεπωσι βλεποντες και να μη ιδωσι, και να ακουωσιν ακουοντες και να μη νοησωσι, μηποτε επιστρεψωσι και συγχωρηθωσιν εις αυτους τα αμαρτηματα.
13 Poi disse loro: «Non intendete questa parabola? Come dunque intenderete tutte le parabole?13 Και λεγει προς αυτους? Δεν εξευρετε την παραβολην ταυτην, και πως θελετε γνωρισει πασας τας παραβολας;
14 Il seminatore semina la parola.14 Ο σπειρων τον λογον σπειρει.
15 Quei che sono lungo la strada, ove è seminata la parola, son coloro che appena l'hanno udita, vien Satana e porta via la parola seminata in loro.15 Οι δε παρα την οδον ειναι ουτοι, εις τους οποιους σπειρεται ο λογος, και οταν ακουσωσιν, ευθυς ερχεται ο Σατανας, και αφαιρει τον λογον τον εσπαρμενον εν ταις καρδιαις αυτων.
16 E parimenti quei che ricevono la semente in luogo sassoso, son coloro che, quand'hanno udito la parola, l'accolgono subito con gioia,16 Και ομοιως οι επι τα πετρωδη σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες οταν ακουσωσι τον λογον, ευθυς μετα χαρας δεχονται αυτον,
17 però non hanno in sè radice e sono incostanti e quando a causa della parola viene la tribolazione e la persecuzione subito si scandalizzano.17 δεν εχουσιν ομως ριζαν εν εαυτοις, αλλ' ειναι προσκαιροι? επειτα οταν γεινη θλιψις η διωγμος δια τον λογον, ευθυς σκανδαλιζονται.
18 Quei che ricevono il seme tra le spine, son coloro che ascoltano la parola;18 Και οι εις τας ακανθας σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον,
19 ma poi sottentrando le sollecitudini del mondo, i disinganni delle ricchezze e le cupidigie per l'altre cose, soffocano la parola ed essa non dà frutto.19 και αι μεριμναι του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου και αι επιθυμιαι των αλλων πραγματων εισερχομεναι συμπνιγουσι τον λογον, και γινεται ακαρπος.
20 Infine quelli nei quali la semente cade in buon terreno sono coloro che sentono la parola e la ricevono e producono frutto, chi trenta, chi sessanta e chi cento per uno».20 Και οι εις την γην την καλην σπαρεντες ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον και παραδεχονται και καρποφορουσιν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον.
21 Poi disse ancora: «Si porta forse la lucerna per metterla sotto il moggio o sotto il letto? o non piuttosto per metterla sul candelabro?21 Και ελεγε προς αυτους? Μηπως ο λυχνος ερχεται δια να τεθη υπο τον μοδιον η υπο την κλινην; ουχι δια να τεθη επι τον λυχνοστατην;
22 Perchè non vi è nulla di nascosto che non debba essere manifestato e nulla vi è segreto che non sia poi messo in luce.22 διοτι δεν ειναι τι κρυπτον, το οποιον δεν θελει φανερωθη, ουδ' εγεινε τι αποκρυφον, το οποιον δεν θελει ελθει εις το φανερον.
23 Se uno ha orecchi da udire, oda».23 Οστις εχει ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
24 Disse ancora: «Fate attenzione a quel che udite. Con la misura con la quale avrete misurato vi sarà largamente misurato.24 Και ελεγε προς αυτους? Προσεχετε τι ακουετε. Με οποιον μετρον μετρειτε, θελει μετρηθη εις εσας, και θελει γεινει προσθηκη εις εσας τους ακουοντας.
25 Poichè a chi ha, sarà dato e a chi non ha, sarà tolto anche quello che ha».25 Διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον? και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
26 Disse ancora: «Il regno di Dio è come un uomo che getta il seme in terra26 Και ελεγεν? Ουτως ειναι η βασιλεια του Θεου, ως εαν ανθρωπος ριψη τον σπορον επι της γης,
27 e va a dormire la notte e si leva il giorno, intanto che il seme germoglia e cresce senza che lui sappia come.27 και κοιμαται και σηκονηται νυκτα και ημεραν, και ο σπορος βλαστανη και αυξανη καθως αυτος δεν εξευρει.
28 Perchè la terra produce da se stessa il frutto; prima l'erba, poi la spiga, poi il grano nella spiga ben guarnita.28 Διοτι αφ' εαυτης η γη καρποφορει, πρωτον χορτον, επειτα ασταχυον, επειτα πληρη σιτον εν τω ασταχυω.
29 E quando il frutto matura, subito vi mette dentro la falce, perchè è venuto il tempo della mietitura».29 Οταν δε ωριμαση ο καρπος, ευθυς αποστελλει το δρεπανον, διοτι ηλθεν ο θερισμος.
30 E disse ancora: «A che cosa paragoneremo il regno di Dio? o con quale paragone lo figureremo?30 Ετι ελεγε? Με τι να ομοιωσωμεν την βασιλειαν του Θεου; η με ποιαν παραβολην να παραβαλωμεν αυτην;
31 Esso è simile a un granello di senapa, il quale, quando si semina in terra, è il più piccolo di tutti i semi che sono sulla terra,31 Ειναι ομοια με κοκκον σιναπεως, οστις, οταν σπαρη επι της γης, ειναι μικροτερος παντων των σπερματων των επι της γης?
32 ma, seminato che sia, cresce e diventa più grande di tutti gli erbaggi e fa dei rami così grandi che gli uccelli del cielo possono ripararsi alla sua ombra».32 αφου δε σπαρη, αναβαινει και γινεται μεγαλητερος παντων των λαχανων και καμνει κλαδους μεγαλους, ωστε υπο την σκιαν αυτου δυνανται τα πετεινα του ουρανου να κατασκηνωσι.
33 E con molte di queste parabole si rivolgeva ad essi a misura che erano in grado di intendere.33 Και δια τοιουτων πολλων παραβολων ελαλει προς αυτους τον λογον, καθως ηδυναντο να ακουωσι,
34 E non parlava loro senza parabole, ma in privato spiegava ogni cosa a' suoi discepoli.34 χωρις δε παραβολης δεν ελαλει προς αυτους? κατ ιδιαν ομως εξηγει παντα εις τους μαθητας αυτου.
35 Calata la sera di quel giorno, disse loro: «Passiamo all'altra riva».35 Και λεγει προς αυτους εν εκεινη τη ημερα, οτε εγεινεν εσπερα? Ας διελθωμεν εις το περαν.
36 Ed essi, congedata la moltitudine, lo presero così com'era, nella barca; e altre barche gli si accompagnavano.36 Και αφησαντες τον οχλον, παραλαμβανουσιν αυτον ως ητο εν τω πλοιω και αλλα δε πλοιαρια ησαν μετ' αυτου.
37 Ed ecco levarsi un gran impeto di vento, che spingeva l'onda nella barca tanto che questa già si riempiva.37 Και γινεται μεγας ανεμοστροβιλος και τα κυματα εισεβαλλον εις το πλοιον, ωστε αυτο ηδη εγεμιζετο.
38 Egli tuttavia dormiva a poppa, appoggiato il capo ad un origliere. Essi lo scuotono e gli dicono: «Maestro, non t'importa della nostra rovina?».38 Και αυτος ητο επι της πρυμνης κοιμωμενος επι το προσκεφαλαιον? και εξυπνουσιν αυτον και λεγουσι προς αυτον? Διδασκαλε, δεν σε μελει οτι χανομεθα;
39 Egli, svegliatosi, sgridò il vento e disse al mare: «Taci! Calmati!». E cessò il vento e si fece una gran calma.39 Και σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και ειπε προς την θαλασσαν? Σιωπα, ησυχασον. Και επαυσεν ο ανεμος, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
40 E disse loro: «Perchè siete così paurosi? Non avete ancora fiducia?». Ed essi furono còlti da gran timore e dicevano tra di loro: «Chi è mai quest'uomo a cui anche il vento e il mare ubbidiscono?».40 Και ειπε προς αυτους? Δια τι εισθε ουτω δειλοι; πως δεν εχετε πιστιν;
41 Και εφοβηθησαν φοβον μεγαν και ελεγον προς αλληλους? Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και ο ανεμος και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;