Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Giona 3


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - E il Signore comunicò la sua parola a Giona una seconda volta dicendogli:1 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιωναν εκ δευτερου, λεγων,
2 «Alzati, e vai nella grande città di Ninive, e ivi proclama il bando che ti dirò di proclamare».2 Σηκωθητι, υπαγε εις Νινευη, την πολιν την μεγαλην, και κηρυξον προς αυτην το κηρυγμα, το οποιον εγω λαλω προς σε.
3 E Giona si alzò e andò a Ninive, secondo la parola del Signore. Or Ninive era una città grandissima di tre giornate di cammino.3 Και εσηκωθη ο Ιωνας και υπηγεν εις Νινευη κατα τον λογον του Κυριου. Η δε Νινευνη ητο πολις μεγαλη σφοδρα, οδου τριων ημερων?
4 E Giona incominciò ad entrare nella città una giornata di cammino gridando e dicendo: «Ancora quaranta giorni e Ninive sarà distrutta!».4 Και ηρχισεν ο Ιωνας να διερχηται εις την πολιν οδον μιας ημερας και εκηρυξε και ειπεν, Ετι τεσσαρακοντα ημεραι και η Νινευη θελει καταστραφη.
5 E quei di Ninive credettero a Dio, e indissero un digiuno, e si vestirono di sacco, dal più grande al più piccolo.5 Και οι ανδρες της Νινευη επιστευσαν εις τον Θεον και εκηρυξαν νηστειαν και ενεδυθησαν σακκους απο μεγαλου αυτων εως μικρου αυτων?
6 E giunsero quelle parole alle orecchie del re di Ninive, ed alzatosi dal suo trono, gettò via i suoi indumenti regali e si vestì di sacco e si sedette nella polvere.6 διοτι ο λογος ειχε φθασει προς τον βασιλεα της Νινευη και εσηκωθη απο του θρονου αυτου και αφηρεσε την στολην αυτου επανωθεν εαυτου και εσκεπασθη με σακκον και εκαθησεν επι σποδου.
7 E fece un proclama ed emanò in Ninive un ordine, da parte del re e dei suoi principi, che diceva: «Uomini e animali, buoi e pecore non assaggino nulla, non escano al pascolo e non bevano acqua.7 Και διεκηρυχθη και εγνωστοποιηθη εν τη Νινευη δια ψηφισματος του βασιλεως και των μεγιστανων αυτου και ελαληθη, οι ανθρωποι και τα κτηνη, οι βοες και τα προβατα, να μη γευθωσι μηδεν, μηδε να βοσκησωσι, μηδε υδωρ να πιωσιν?
8 E si coprano di sacco gli uomini e gli animali, e gridino a tutto potere verso il Signore; e ciascuno si converta dalla sua cattiva condotta e dalle azioni inique operate dalle sue mani.8 αλλ' ανθρωπος και κτηνος να σκεπασθωσι με σακκους και να φωναξωσιν ισχυρως προς τον Θεον? και ας επιστρεψωσιν εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και απο της αδικιας, ητις ειναι εν ταις χερσιν αυτων.
9 Chi sa che Dio non si rivolga a noi a perdonarci, e rattenga il furore del suo sdegno e non ci faccia perire!».9 Τις εξευρει αν επιστρεψη και μεταμεληθη ο Θεος και επιστρεψη απο της οργης του θυμου αυτου και δεν απολεσθωμεν;
10 E il Signore vide le loro opere, e come si erano convertiti dalla loro cattiva condotta, e ne ebbe compassione; e il male che aveva detto di fare loro più non lo fece.10 Και ειδεν ο Θεος τα εργα αυτων, οτι επεστρεψαν απο της οδου αυτων της πονηρας? και μετεμεληθη ο Θεος περι του κακου, το οποιον ειπε να καμη εις αυτους? και δεν εκαμεν αυτο.