Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 8


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Eliseo disse alla donna di cui aveva risuscitato il figlio: «Levati e va' tu e la tua famiglia e dimora ovunque troverai, poichè il Signore ha chiamata la fame che per sette anni desolerà il paese».1 Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης? διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.
2 La donna si levò, e fece secondo la parola dell'uomo di Dio, andandosene con la sua famiglia ad abitare per molti anni nel paese dei Filistei.2 Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.
3 Passati sette anni, la donna ritornò dal paese dei Filistei e andò a interpellare il re per riavere la sua casa e il suo campo.3 Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων? και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.
4 Il re stava parlando con Giezi, servo dell'uomo di Dio, e gli diceva: «Narrami tutte le cose grandi che Eliseo ha fatto».4 Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.
5 E mentre egli raccontava al re come Eliseo avesse risuscitato un morto, si presentò la donna, di cui era stato risuscitato il figlio, la quale ricorreva al re per la sua casa e i suoi poderi. Giezi disse: «O re, mio signore, costei è la donna e questi è il suo figliuolo, che Eliseo ha risuscitato».5 Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.
6 Il re interrogò la donna, la quale gli narrò l'accaduto; il re allora le diede un eunuco, a cui disse: «Restituisci a costei tutto ciò che le appartiene e tutti i redditi de' suoi poderi, dal giorno che abbandonò il paese fino al presente».6 Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ' ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.
7 Eliseo si portò anche a Damasco, mentre Benadad, re di Siria, era ammalato. A questi fu annunziato: «L'uomo di Dio è venuto qui».7 Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.
8 Il re disse ad Azael: «Prenditi regali e va' incontro all'uomo di Dio e per suo mezzo consulta il Signore, domandandogli: - Potrò io guarire da questa mia infermità? -».8 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι' αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
9 Andò dunque Azael incontro ad Eliseo, portando in regalo quanto di meglio vi era in Damasco: un carico di quaranta cammelli. Quando si fu presentato a lui, gli disse: «Il figliuolo tuo Benadad, re di Siria, mi ha mandato a te per chiederti: - Potrò io guarire da questa mia infermità? -».9 Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον? και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν-αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
10 Eliseo gli rispose: «Va' a dirgli: - Tu guarirai. - Tuttavia il Signore mi ha rivelato che morrà certamente».10 Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.
11 Poi si fermò con lui e si turbò fino a diventar rosso nel volto. L'uomo di Dio pianse;11 Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε? και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.
12 e Azael gli chiese: «Perchè il mio signore piange?», ed egli rispose: «Perchè so il male che tu farai ai figli d'Israele; brucerai le loro città fortificate, ucciderai colla spada i loro giovani, schiaccerai i loro bambini, e sventrerai le pregnanti».12 Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ? τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ρομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.
13 Disse Azael: «Che cosa sono io tuo servo, simile a un cane, per fare cose così grandi?». Eliseo rispose: «Il Signore mi rivela che tu sarai re della Siria».13 Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.
14 Essendosi egli allontanato da Eliseo, ritornò al suo padrone, che gli chiese: «Cosa ti ha detto Eliseo?». Egli rispose: «Mi disse che tu recupererai la salute».14 Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου? ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.
15 Venuto poi il giorno seguente prese una coperta, la inzuppò d'acqua e la stese sulla faccia del re. Morto Benadad, Azael regnò in sua vece.15 Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου? και απεθανε? και αντ' αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.
16 Nell'anno quinto di Joram figlio di Acab, re d'Israele, e di Josafat, re di Giuda, Joram figlio di Josafat, re di Giuda, regnò.16 Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.
17 Aveva trentadue anni quando incominciò a regnare e regnò in Gerusalemme otto anni.17 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.
18 Camminò nelle vie dei re di Israele come aveva camminato la casa di Acab. Aveva in moglie la figlia di Acab e fece il male al cospetto del Signore.18 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ? διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.
19 Il Signore però non volle distruggere Giuda per amor di Davide suo servo, secondo la promessa fattagli di dare sempre una lucerna a lui e ai suoi figli.19 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.
20 In quei giorni Edom si ribellò per non restare sotto Giuda e si elesse un re.20 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτων.
21 Joram venne a Seira con tutti i suoi carri e, levatosi di notte, battè gli Idumei che lo avevano circondato e i comandanti dei carri, e il popolo fuggì nelle sue tende.21 Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας? ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.
22 Edom adunque si ribellò per non essere sotto Giuda fino a questi giorni. Anche Lobna si sottrasse in quel tempo.22 Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.
23 Il resto delle azioni di Joram e tutto quello che egli fece, non è stato forse scritto nel libro delle Cronache dei re di Giuda?23 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
24 Joram dormì co' suoi padri e fu con essi sepolto nella città di Davide e Ocozia, figlio di lui, regnò in sua vece.24 Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
25 Ocozia figlio di Joram, re di Giuda, cominciò a regnare l'anno decimosecondo di Joram figlio di Acab, re d'Israele.25 Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.
26 Aveva ventidue anni quando salì al trono e regnò in Gerusalemme un anno. Il nome della madre sua fu Atalia, figlia di Amri, re d'Israele.26 Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.
27 Camminò nelle vie della casa di Acab, e fece il male al cospetto del Signore, come la casa di Acab, poichè egli era imparentato con questa casa.27 Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ? διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.
28 Andò con Joram figlio di Acab a combattere contro Azael, re di Siria, in Ramot di Galaad. E i Siri ferirono Joram.28 Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ-γαλααδ? και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.
29 Il re ritornò a Jezrael per farsi curare dalle ferite ricevute dai Siri in Ramot, mentre combatteva contro Azael, re della Siria. Ora Ocozia figliuolo di Joram, re di Giuda, venne a trovare Joram figlio di Acab in Jezrael, dove era ammalato.29 Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.