1 ויעקב הלך לדרכו ויפגעו בו מלאכי אלהים | 1 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις την οδον αυτου? και συνηντησαν αυτον οι αγγελοι του Θεου. |
2 ויאמר יעקב כאשר ראם מחנה אלהים זה ויקרא שם המקום ההוא מחנים | 2 Και οτε ειδεν αυτους ο Ιακωβ ειπε, Στρατοπεδον Θεου ειναι τουτο? και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Μαχαναιμ. |
3 וישלח יעקב מלאכים לפניו אל עשו אחיו ארצה שעיר שדה אדום | 3 Και απεστειλεν ο Ιακωβ μηνυτας εμπροσθεν αυτου προς Ησαυ τον αδελφον αυτου εις την γην Σηειρ, εις τον τοπον του Εδωμ. |
4 ויצו אתם לאמר כה תאמרון לאדני לעשו כה אמר עבדך יעקב עם לבן גרתי ואחר עד עתה | 4 Και παρηγγειλεν εις αυτους, λεγων, ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον μου τον Ησαυ, Ουτω λεγει ο δουλος σου Ιακωβ, μετα του Λαβαν παρωκησα, και διεμεινα εως του νυν? |
5 ויהי לי שור וחמור צאן ועבד ושפחה ואשלחה להגיד לאדני למצא חן בעיניך | 5 και απεκτησα βοας και ονους προβατα και δουλους και δουλας? και απεστειλα να αναγγειλω προς τον κυριον μου, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν σου. |
6 וישבו המלאכים אל יעקב לאמר באנו אל אחיך אל עשו וגם הלך לקראתך וארבע מאות איש עמו | 6 Και επεστρεψαν οι μηνυται προς τον Ιακωβ, λεγοντες, Υπηγαμεν προς τον αδελφον σου τον Ησαυ, και μαλιστα ερχεται εις συναντησιν σου, και τετρακοσιοι ανδρες μετ' αυτου. |
7 ויירא יעקב מאד ויצר לו ויחץ את העם אשר אתו ואת הצאן ואת הבקר והגמלים לשני מחנות | 7 Εφοβηθη δε ο Ιακωβ σφοδρα και ητο εν αμηχανια? και διηρεσε τον λαον, τον μεθ' αυτου, και τα ποιμνια και τους βοας και τας καμηλους, εις δυο ταγματα? |
8 ויאמר אם יבוא עשו אל המחנה האחת והכהו והיה המחנה הנשאר לפליטה | 8 λεγων, Εαν ελθη ο Ησαυ εις το εν ταγμα και παταξη αυτο, το επιλοιπον ταγμα θελει διασωθη. |
9 ויאמר יעקב אלהי אבי אברהם ואלהי אבי יצחק יהוה האמר אלי שוב לארצך ולמולדתך ואיטיבה עמך | 9 Και ειπεν ο Ιακωβ, Θεε του πατρος μου Αβρααμ και Θεε του πατρος μου Ισαακ, Κυριε, οστις ειπας προς εμε? Επιστρεψον εις την γην σου και εις την συγγενειαν σου και θελω σε αγαθοποιησει? |
10 קטנתי מכל החסדים ומכל האמת אשר עשית את עבדך כי במקלי עברתי את הירדן הזה ועתה הייתי לשני מחנות | 10 πολυ μικρος ειμαι ως προς παντα τα ελεη και πασαν την αληθειαν τα οποια εκαμες εις τον δουλον σου? διοτι με την ραβδον μου διεβην τον Ιορδανην τουτον, και τωρα εγεινα δυο ταγματα? |
11 הצילני נא מיד אחי מיד עשו כי ירא אנכי אתו פן יבוא והכני אם על בנים | 11 σωσον με, δεομαι σου, εκ της χειρος του αδελφου μου, εκ της χειρος του Ησαυ? διοτι φοβουμαι αυτον, μηπως ελθων παταξη εμε και την μητερα επι τα τεκνα? |
12 ואתה אמרת היטב איטיב עמך ושמתי את זרעך כחול הים אשר לא יספר מרב | 12 συ δε ειπας, Βεβαια θελω σε αγαθοποιησει, και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της θαλασσης, ητις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη. |
13 וילן שם בלילה ההוא ויקח מן הבא בידו מנחה לעשו אחיו | 13 Και εκοιμηθη εκει την νυκτα εκεινην? και ελαβεν εκ των οσα ετυχον εν τη χειρι αυτου, δωρον προς Ησαυ τον αδελφον αυτου? |
14 עזים מאתים ותישים עשרים רחלים מאתים ואילים עשרים | 14 αιγας διακοσιας και τραγους εικοσι, προβατα διακοσια και κριους εικοσι, |
15 גמלים מיניקות ובניהם שלשים פרות ארבעים ופרים עשרה אתנת עשרים ועירם עשרה | 15 καμηλους θηλαζουσας μετα των τεκνων αυτων τριακοντα, δαμαλια τεσσαρακοντα και ταυρους δεκα, ονους θηλυκας εικοσι και πωλαρια δεκα. |
16 ויתן ביד עבדיו עדר עדר לבדו ויאמר אל עבדיו עברו לפני ורוח תשימו בין עדר ובין עדר | 16 Και παρεδωκεν εις τας χειρας των δουλων αυτου, εκαστον ποιμνιον χωριστα? και ειπε προς τους δουλους αυτου, Περασατε εμπροσθεν μου και αφησατε διαστημα μεταξυ ποιμνιου και ποιμνιου. |
17 ויצו את הראשון לאמר כי יפגשך עשו אחי ושאלך לאמר למי אתה ואנה תלך ולמי אלה לפניך | 17 Και εις τον πρωτον παρηγγειλε, λεγων, Οταν σε συναντηση Ησαυ ο αδελφος μου, και σε ερωτηση λεγων, Τινος εισαι; και που υπαγεις; και τινος ειναι ταυτα, τα οποια εχεις εμπροσθεν σου; |
18 ואמרת לעבדך ליעקב מנחה הוא שלוחה לאדני לעשו והנה גם הוא אחרינו | 18 τοτε θελεις ειπει, Ταυτα ειναι του δουλου σου του Ιακωβ, δωρα στελλομενα προς τον κυριον μου Ησαυ? και ιδου, και αυτος οπισω ημων. |
19 ויצו גם את השני גם את השלישי גם את כל ההלכים אחרי העדרים לאמר כדבר הזה תדברון אל עשו במצאכם אתו | 19 ουτω παρηγγειλε και εις τον δευτερον, και εις τον τριτον και εις παντας τους ακολουθουντας οπισω των ποιμνιων, λεγων, κατα τους λογους τουτους θελετε λαλησει προς τον Ησαυ, οταν ευρητε αυτον? |
20 ואמרתם גם הנה עבדך יעקב אחרינו כי אמר אכפרה פניו במנחה ההלכת לפני ואחרי כן אראה פניו אולי ישא פני | 20 και θελετε ειπει, Ιδου, οπισω ημων και αυτος ο δουλος σου Ιακωβ. Διοτι ελεγε, Θελω εξιλεωσει το προσωπον αυτου με το δωρον, το προπορευομενον εμπροσθεν μου? και μετα ταυτα θελω ιδει το προσωπον αυτου? ισως θελει με δεχθη. |
21 ותעבר המנחה על פניו והוא לן בלילה ההוא במחנה | 21 Το δωρον λοιπον επερασεν εμπροσθεν αυτου? αυτος δε εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω στρατοπεδω. |
22 ויקם בלילה הוא ויקח את שתי נשיו ואת שתי שפחתיו ואת אחד עשר ילדיו ויעבר את מעבר יבק | 22 Σηκωθεις δε την νυκτα εκεινην, ελαβε τας δυο γυναικας αυτου και τας δυο θεραπαινας αυτου και τα ενδεκα παιδια αυτου και διεβη το περασμα του Ιαβοκ. |
23 ויקחם ויעברם את הנחל ויעבר את אשר לו | 23 Και ελαβεν αυτους και διεβιβασεν αυτους τον χειμαρρον? διεβιβασε και τα υπαρχοντα αυτου. |
24 ויותר יעקב לבדו ויאבק איש עמו עד עלות השחר | 24 Ο δε Ιακωβ εμεινε μονος? και επαλαιε μετ' αυτου ανθρωπος εως τα χαραγματα της αυγης? |
25 וירא כי לא יכל לו ויגע בכף ירכו ותקע כף ירך יעקב בהאבקו עמו | 25 ιδων δε οτι δεν υπερισχυσε κατ' αυτου, ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου αυτου? και μετετοπισθη η αρθρωσις του μηρου του Ιακωβ, ενω επαλαιε μετ' αυτου. |
26 ויאמר שלחני כי עלה השחר ויאמר לא אשלחך כי אם ברכתני | 26 Ο δε ειπεν, Αφες με να απελθω, διοτι εχαραξεν η αυγη. Και αυτος ειπε, δεν θελω σε αφησει να απελθης, εαν δεν με ευλογησης. |
27 ויאמר אליו מה שמך ויאמר יעקב | 27 Και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπεν, Ιακωβ. |
28 ויאמר לא יעקב יאמר עוד שמך כי אם ישראל כי שרית עם אלהים ועם אנשים ותוכל | 28 Και εκεινος ειπε, Δεν θελει καλεσθη πλεον το ονομα σου Ιακωβ, αλλα Ισραηλ? διοτι ενισχυσας μετα Θεου, και μετα ανθρωπων θελεις εισθαι δυνατος. |
29 וישאל יעקב ויאמר הגידה נא שמך ויאמר למה זה תשאל לשמי ויברך אתו שם | 29 Ηρωτησε δε ο Ιακωβ λεγων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, το ονομα σου. Ο δε ειπε, Δια τι ερωτας το ονομα μου; Και ευλογησεν αυτον εκει. |
30 ויקרא יעקב שם המקום פניאל כי ראיתי אלהים פנים אל פנים ותנצל נפשי | 30 Και εκαλεσεν Ιακωβ το ονομα του τοπου εκεινον Φανουηλ, λεγων, Διοτι ειδον τον Θεον προσωπον προς προσωπον, και εφυλαχθη η ζωη μου. |
31 ויזרח לו השמש כאשר עבר את פנואל והוא צלע על ירכו | 31 Και ανετειλεν ο ηλιος επ' αυτου, καθως διεβη το Φανουηλ? εχωλαινε δε κατα τον μηρον αυτου. |
32 על כן לא יאכלו בני ישראל את גיד הנשה אשר על כף הירך עד היום הזה כי נגע בכף ירך יעקב בגיד הנשה | 32 Δια τουτο μεχρι της σημερον δεν τρωγουσιν οι υιοι του Ισραηλ τον ναρκωθεντα μυωνα, οστις ειναι επι της αρθρωσεως του μηρου? διοτι εκεινος ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου του Ιακωβ κατα τον μυωνα τον ναρκωθεντα. |