Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Bereshìt (בראשית) - Genesi 27


font
MODERN HEBREW BIBLEGREEK BIBLE
1 ויהי כי זקן יצחק ותכהין עיניו מראת ויקרא את עשו בנו הגדל ויאמר אליו בני ויאמר אליו הנני1 Και αφου εγηρασεν ο Ισαακ, και οι οφθαλμοι αυτου ημβλυνθησαν, ωστε δεν εβλεπεν, εκαλεσεν Ησαυ τον υιον αυτου τον μεγαλητερον, και ειπε προς αυτον, Υιε μου. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.
2 ויאמר הנה נא זקנתי לא ידעתי יום מותי2 Και εκεινος ειπεν, Ιδου, τωρα, εγω εγηρασα? δεν γνωριζω την ημεραν του θανατου μου?
3 ועתה שא נא כליך תליך וקשתך וצא השדה וצודה לי צידה3 λαβε λοιπον, παρακαλω, τα οπλα σου, την φαρετραν σου και το τοξον σου, και εξελθε εις την πεδιαδα και κυνηγησον μοι κυνηγιον?
4 ועשה לי מטעמים כאשר אהבתי והביאה לי ואכלה בעבור תברכך נפשי בטרם אמות4 και καμε μοι εδεσματα καθως αγαπω, και φερε μοι να φαγω, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου πριν αποθανω.
5 ורבקה שמעת בדבר יצחק אל עשו בנו וילך עשו השדה לצוד ציד להביא5 Η δε Ρεβεκκα ηκουσεν ενω ελαλει ο Ισαακ προς Ησαυ τον υιον αυτου. Και υπηγεν ο Ησαυ εις την πεδιαδα δια να κυνηγηση κυνηγιον και να φερη αυτο.
6 ורבקה אמרה אל יעקב בנה לאמר הנה שמעתי את אביך מדבר אל עשו אחיך לאמר6 Και η Ρεβεκκα ελαλησε προς Ιακωβ τον υιον αυτης, λεγουσα, Ιδου, εγω ηκουσα τον πατερα σου λαλουντα προς Ησαυ τον αδελφον και λεγοντα,
7 הביאה לי ציד ועשה לי מטעמים ואכלה ואברככה לפני יהוה לפני מותי7 Φερε μοι κυνηγιον και καμε μοι εδεσματα, δια να φαγω, και να σε ευλογησω ενωπιον του Κυριου πριν αποθανω.
8 ועתה בני שמע בקלי לאשר אני מצוה אתך8 Τωρα λοιπον, υιε μου, ακουσον την φωνην μου εις οσα εγω σοι παραγγελλω?
9 לך נא אל הצאן וקח לי משם שני גדיי עזים טבים ואעשה אתם מטעמים לאביך כאשר אהב9 υπαγε τωρα εις το ποιμνιον, και λαβε μοι εκειθεν δυο καλα εριφια εξ αιγων? δια να καμω αυτα εδεσματα δια τον πατερα σου, καθως αγαπα?
10 והבאת לאביך ואכל בעבר אשר יברכך לפני מותו10 και θελεις φερει αυτα προς τον πατερα σου να φαγη, δια σε ευλογηση πριν αποθανη.
11 ויאמר יעקב אל רבקה אמו הן עשו אחי איש שער ואנכי איש חלק11 Και ειπεν ο Ιακωβ προς Ρεβεκκαν την μητερα αυτου, Ιδου, ο Ησαυ ο αδελφος μου ειναι ανηρ δασυτριχος, εγω δε ανηρ ατριχος?
12 אולי ימשני אבי והייתי בעיניו כמתעתע והבאתי עלי קללה ולא ברכה12 ισως με ψηλαφηση ο πατηρ μου, και θελω φανη εις αυτον ως απατεων, και θελω συρει επ' εμαυτον καταραν και ουχι ευλογιαν.
13 ותאמר לו אמו עלי קללתך בני אך שמע בקלי ולך קח לי13 Ειπε δε προς αυτον η μητηρ αυτου, Επ' εμε η καταρα σου, τεκνον μου? μονον υπακουσον εις την φωνην μου και υπαγε, φερε μοι αυτα.
14 וילך ויקח ויבא לאמו ותעש אמו מטעמים כאשר אהב אביו14 Και υπηγε, και ελαβε, και εφερεν αυτα προς την μητερα αυτου? και εκαμεν η μητηρ αυτου εδεσματα καθως ηγαπα ο πατηρ αυτου.
15 ותקח רבקה את בגדי עשו בנה הגדל החמדת אשר אתה בבית ותלבש את יעקב בנה הקטן15 Και λαβουσα η Ρεβεκκα τα καλητερα φορεματα Ησαυ του μεγαλητερου υιου αυτης, τα οποια ειχεν εν τη οικια, ενεδυσε με αυτα Ιακωβ, τον υιον αυτης τον νεωτερον?
16 ואת ערת גדיי העזים הלבישה על ידיו ועל חלקת צואריו16 και με τα δερματα των εριφιων εσκεπασε τας χειρας αυτου, και τα γυμνα του τραχηλου αυτου?
17 ותתן את המטעמים ואת הלחם אשר עשתה ביד יעקב בנה17 και εδωκεν εις τας χειρας Ιακωβ του υιου αυτης τα εδεσματα και τον αρτον, τα οποια ητοιμασε.
18 ויבא אל אביו ויאמר אבי ויאמר הנני מי אתה בני18 Και ηλθε προς τον πατερα αυτου? και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω? τις εισαι, τεκνον μου;
19 ויאמר יעקב אל אביו אנכי עשו בכרך עשיתי כאשר דברת אלי קום נא שבה ואכלה מצידי בעבור תברכני נפשך19 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον πατερα αυτου, Εγω ειμαι Ησαυ ο πρωτοτοκος σου? εκαμα καθως μοι ειπας, σηκωθητι λοιπον, καθισον και φαγε εκ του κυνηγιου μου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.
20 ויאמר יצחק אל בנו מה זה מהרת למצא בני ויאמר כי הקרה יהוה אלהיך לפני20 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον υιον αυτου, Ποθεν τουτο, τεκνον μου, οτι ευρηκας τοσον ταχεως; Ο δε ειπε, Διοτι Κυριος ο Θεος σου εφερεν αυτο εμπροσθεν μου.
21 ויאמר יצחק אל יעקב גשה נא ואמשך בני האתה זה בני עשו אם לא21 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον Ιακωβ, Πλησιασον, τεκνον μου, δια να σε ψηλαφησω, αν συ ησαι αυτος ο υιος Ησαυ, η ουχι.
22 ויגש יעקב אל יצחק אביו וימשהו ויאמר הקל קול יעקב והידים ידי עשו22 Και επλησιασεν ο Ιακωβ εις τον Ισαακ τον πατερα αυτου? ο δε εψηλαφησεν αυτον, και ειπεν, Η μεν φωνη ειναι φωνη Ιακωβ, αι δε χειρες, χειρες Ησαυ.
23 ולא הכירו כי היו ידיו כידי עשו אחיו שערת ויברכהו23 Και δεν εγνωρισεν αυτον, διοτι αι χειρες αυτου ησαν ως αι χειρες Ησαυ αδελφου αυτου, δασυτριχοι και ευλογησεν αυτον.
24 ויאמר אתה זה בני עשו ויאמר אני24 Και ειπε, Συ εισαι αυτος ο υιος μου Ησαυ; Ο δε ειπεν, Εγω.
25 ויאמר הגשה לי ואכלה מציד בני למען תברכך נפשי ויגש לו ויאכל ויבא לו יין וישת25 Και ειπε, Φερε πλησιον μου, και θελω φαγει εκ του κυνηγιου του υιου μου, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου. Και εφερε πλησιον αυτου, και εφαγεν? εφερε δε προς αυτον οινον και επιε.
26 ויאמר אליו יצחק אביו גשה נא ושקה לי בני26 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Πλησιασον τωρα, και φιλησον με, τεκνον μου.
27 ויגש וישק לו וירח את ריח בגדיו ויברכהו ויאמר ראה ריח בני כריח שדה אשר ברכו יהוה27 Και επλησιασε, και εφιλησεν αυτον? και ωσφρανθη την οσμην των ενδυματων αυτου, και ευλογησεν αυτον και ειπεν, Ιδου, η οσμη του υιου μου ειναι ως οσμη πεδιαδος, την οποιαν ευλογησεν ο Κυριος?
28 ויתן לך האלהים מטל השמים ומשמני הארץ ורב דגן ותירש28 Λοιπον ο Θεος να σοι δωση απο της δροσου του ουρανου και απο του παχους της γης και αφθονιαν σιτου και οινου?
29 יעבדוך עמים וישתחו לך לאמים הוה גביר לאחיך וישתחוו לך בני אמך ארריך ארור ומברכיך ברוך29 Λαοι να σε δουλευσωσι και εθνη να σε προσκυνησωσι? να ησαι κυριος των αδελφων σου, και οι υιοι της μητρος σου να σε προσκυνησωσι? κατηραμενος οστις σε καταραται, και ευλογημενος οστις σε ευλογει
30 ויהי כאשר כלה יצחק לברך את יעקב ויהי אך יצא יצא יעקב מאת פני יצחק אביו ועשו אחיו בא מצידו30 Και καθως επαυσεν ο Ισαακ ευλογων τον Ιακωβ, μολις ο Ιακωβ ειχεν εξελθει απ' εμπροσθεν του πατρος αυτου Ισαακ? και ηλθεν Ησαυ ο αδελφος αυτου εκ του κυνηγιου αυτου.
31 ויעש גם הוא מטעמים ויבא לאביו ויאמר לאביו יקם אבי ויאכל מציד בנו בעבור תברכני נפשך31 Και εκαμε και αυτος εδεσματα και εφερε προς τον πατερα αυτου? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ας σηκωθη ο πατηρ μου, και ας φαγη εκ του κυνηγιου του υιου αυτου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.
32 ויאמר לו יצחק אביו מי אתה ויאמר אני בנך בכרך עשו32 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Τις εισαι; Ο δε ειπεν, Ειμαι ο υιος σου, ο πρωτοτοκος σου Ησαυ.
33 ויחרד יצחק חרדה גדלה עד מאד ויאמר מי אפוא הוא הצד ציד ויבא לי ואכל מכל בטרם תבוא ואברכהו גם ברוך יהיה33 Και εξεπλαγη ο Ισαακ εκπληξιν μεγαλην σφοδρα, και ειπε, Ποιος ειναι λοιπον εκεινος, οστις εκυνηγησε κυνηγιον, και μοι εφερε και εφαγον απο παντων πριν εισελθης, και ευλογησα αυτον; και ευλογημενος θελει εισθαι.
34 כשמע עשו את דברי אביו ויצעק צעקה גדלה ומרה עד מאד ויאמר לאביו ברכני גם אני אבי34 Οτε ηκουσεν ο Ησαυ τους λογους του πατρος αυτου, ανεκραξε κραυγην μεγαλην και πικραν σφοδρα? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ευλογησον με, και εμε, πατερ μου.
35 ויאמר בא אחיך במרמה ויקח ברכתך35 Ο δε ειπεν, Ηλθεν ο αδελφος σου μετα δολου, και ελαβε την ευλογιαν σου.
36 ויאמר הכי קרא שמו יעקב ויעקבני זה פעמים את בכרתי לקח והנה עתה לקח ברכתי ויאמר הלא אצלת לי ברכה36 Και ειπεν ο Ησαυ, Δικαιως εκαλεσθη το ονομα αυτου Ιακωβ, διοτι τωρα δευτεραν ταυτην φοραν με υπεσκελισεν? ελαβε τα πρωτοτοκια μου, και ιδου, τωρα ελαβε και την ευλογιαν μου. Και ειπε, Δεν εφυλαξας δι' εμε ευλογιαν;
37 ויען יצחק ויאמר לעשו הן גביר שמתיו לך ואת כל אחיו נתתי לו לעבדים ודגן ותירש סמכתיו ולכה אפוא מה אעשה בני37 Και, απεκριθη ο Ισαακ, και ειπε προς τον Ησαυ, Ιδου, κυριον σου εκαμα αυτον, και παντας τους αδελφους αυτου εκαμα δουλους αυτου, και εστηριξα αυτον με σιτον και οινον? και τι λοιπον να καμω εις σε, τεκνον μου;
38 ויאמר עשו אל אביו הברכה אחת הוא לך אבי ברכני גם אני אבי וישא עשו קלו ויבך38 Και ειπεν ο Ησαυ προς τον πατερα αυτου, Μηπως ταυτην μονην την ευλογιαν εχεις, πατερ μου; ευλογησον με, και εμε, πατερ μου. και υψωσεν ο Ησαυ την φωνην αυτου, και εκλαυσε.
39 ויען יצחק אביו ויאמר אליו הנה משמני הארץ יהיה מושבך ומטל השמים מעל39 Και απεκριθη Ισαακ ο πατηρ αυτου, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η κατοικησις σου θελει εισθαι εις το παχος της γης, και εις την δροσον του ουρανου ανωθεν?
40 ועל חרבך תחיה ואת אחיך תעבד והיה כאשר תריד ופרקת עלו מעל צוארך40 και με την μαχαιραν σου θελεις ζη, και εις τον αδελφον σου θελεις δουλευσει, οταν δε υπερισχυσης, θελεις συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου.
41 וישטם עשו את יעקב על הברכה אשר ברכו אביו ויאמר עשו בלבו יקרבו ימי אבל אבי ואהרגה את יעקב אחי41 Και εμισει ο Ησαυ τον Ιακωβ, δια την ευλογιαν με την οποιαν ευλογησεν αυτον ο πατηρ αυτου? και ειπεν ο Ησαυ εν τη καρδια αυτου, Πλησιαζουσιν αι ημεραι του πενθους του πατρος μου? τοτε θελω φονευσει Ιακωβ τον αδελφον μου.
42 ויגד לרבקה את דברי עשו בנה הגדל ותשלח ותקרא ליעקב בנה הקטן ותאמר אליו הנה עשו אחיך מתנחם לך להרגך42 Ανηγγελθησαν, δε προς την Ρεβεκκαν οι λογοι Ησαυ του υιου αυτης του μεγαλητερου? και πεμψασα εκαλεσεν Ιακωβ τον υιον αυτης τον νεωτερον, και ειπε προς αυτον, Ιδου, Ησαυ ο αδελφος σου παρηγορει εαυτον κατα σου, οτι θελει σε φονευσει.
43 ועתה בני שמע בקלי וקום ברח לך אל לבן אחי חרנה43 Τωρα λοιπον, τεκνον μου, ακουσον την φωνην μου? και σηκωθεις, φυγε προς Λαβαν τον αδελφον μου εις Χαρραν?
44 וישבת עמו ימים אחדים עד אשר תשוב חמת אחיך44 και κατοικησον μετ' αυτου ημερας τινας, εωσου παρελθη ο θυμος του αδελφου σου?
45 עד שוב אף אחיך ממך ושכח את אשר עשית לו ושלחתי ולקחתיך משם למה אשכל גם שניכם יום אחד45 εωσου παυση η κατα σου οργη του αδελφου σου, και λησμονηση τα οσα επραξας εις αυτον? τοτε θελω στειλει, και θελω σε φερει εκειθεν? δια τι να σας στερηθω και τους δυο εν μια ημερα;
46 ותאמר רבקה אל יצחק קצתי בחיי מפני בנות חת אם לקח יעקב אשה מבנות חת כאלה מבנות הארץ למה לי חיים46 Και ειπεν η Ρεβεκκα προς τον Ισαακ, Αηδιασα την ζωην μου εξ αιτιας των θυγατερων του Χετ? εαν ο Ιακωβ λαβη γυναικα εκ των θυγατερων του Χετ, καθως ειναι αυται εκ των θυγατερων της γης ταυτης, τι με ωφελει να ζω;