Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 22


font
LXXVULGATA
1 μη ιδων τον μοσχον του αδελφου σου η το προβατον αυτου πλανωμενα εν τη οδω υπεριδης αυτα αποστροφη αποστρεψεις αυτα τω αδελφω σου και αποδωσεις αυτω1 Non videbis bovem fratris tui, aut ovem errantem, et præteribis : sed reduces fratri tuo,
2 εαν δε μη εγγιζη ο αδελφος σου προς σε μηδε επιστη αυτον συναξεις αυτα ενδον εις την οικιαν σου και εσται μετα σου εως αν ζητηση αυτα ο αδελφος σου και αποδωσεις αυτω2 etiamsi non est propinquus frater tuus, nec nosti eum : duces in domum tuam, et erunt apud te quamdiu quærat ea frater tuus, et recipiat.
3 ουτως ποιησεις τον ονον αυτου και ουτως ποιησεις το ιματιον αυτου και ουτως ποιησεις κατα πασαν απωλειαν του αδελφου σου οσα εαν αποληται παρ' αυτου και ευρης ου δυνηση υπεριδειν3 Similiter facies de asino, et de vestimento, et de omni re fratris tui, quæ perierit : si inveneris eam, ne negligas quasi alienam.
4 ουκ οψη τον ονον του αδελφου σου η τον μοσχον αυτου πεπτωκοτας εν τη οδω μη υπεριδης αυτους ανιστων αναστησεις μετ' αυτου4 Si videris asinum fratris tui aut bovem cecidisse in via, non despicies, sed sublevabis cum eo.
5 ουκ εσται σκευη ανδρος επι γυναικι ουδε μη ενδυσηται ανηρ στολην γυναικειαν οτι βδελυγμα κυριω τω θεω σου εστιν πας ποιων ταυτα5 Non induetur mulier veste virili, nec vir utetur veste feminea : abominabilis enim apud Deum est qui facit hæc.
6 εαν δε συναντησης νοσσια ορνεων προ προσωπου σου εν τη οδω η επι παντι δενδρει η επι της γης νεοσσοις η ωοις και η μητηρ θαλπη επι των νεοσσων η επι των ωων ου λημψη την μητερα μετα των τεκνων6 Si ambulans per viam, in arbore vel in terra nidum avis inveneris, et matrem pullis vel ovis desuper incubantem : non tenebis eam cum filiis,
7 αποστολη αποστελεις την μητερα τα δε παιδια λημψη σεαυτω ινα ευ σοι γενηται και πολυημερος εση7 sed abire patieris, captos tenens filios : ut bene sit tibi, et longo vivas tempore.
8 εαν δε οικοδομησης οικιαν καινην και ποιησεις στεφανην τω δωματι σου και ου ποιησεις φονον εν τη οικια σου εαν πεση ο πεσων απ' αυτου8 Cum ædificaveris domum novam, facies murum tecti per circuitum : ne effundatur sanguis in domo tua, et sis reus labente alio, et in præceps ruente.
9 ου κατασπερεις τον αμπελωνα σου διαφορον ινα μη αγιασθη το γενημα και το σπερμα ο εαν σπειρης μετα του γενηματος του αμπελωνος σου9 Non seres vineam tuam altero semine : ne et sementis quam sevisti, et quæ nascuntur ex vinea, pariter sanctificentur.
10 ουκ αροτριασεις εν μοσχω και ονω επι το αυτο10 Non arabis in bove simul et asino.
11 ουκ ενδυση κιβδηλον ερια και λινον εν τω αυτω11 Non indueris vestimento, quod ex lana linoque contextum est.
12 στρεπτα ποιησεις σεαυτω επι των τεσσαρων κρασπεδων των περιβολαιων σου α εαν περιβαλη εν αυτοις12 Funiculos in fimbriis facies per quatuor angulos pallii tui, quo operieris.
13 εαν δε τις λαβη γυναικα και συνοικηση αυτη και μισηση αυτην13 Si duxerit vir uxorem, et postea odio habuerit eam,
14 και επιθη αυτη προφασιστικους λογους και κατενεγκη αυτης ονομα πονηρον και λεγη την γυναικα ταυτην ειληφα και προσελθων αυτη ουχ ευρηκα αυτης παρθενια14 quæsieritque occasiones quibus dimittat eam, objiciens ei nomen pessimum, et dixerit : Uxorem hanc accepi, et ingressus ad eam non inveni virginem :
15 και λαβων ο πατηρ της παιδος και η μητηρ εξοισουσιν τα παρθενια της παιδος προς την γερουσιαν επι την πυλην15 tollent eam pater et mater ejus, et ferent secum signa virginitatis ejus ad seniores urbis qui in porta sunt :
16 και ερει ο πατηρ της παιδος τη γερουσια την θυγατερα μου ταυτην δεδωκα τω ανθρωπω τουτω γυναικα και μισησας αυτην16 et dicet pater : Filiam meam dedi huic uxorem : quam quia odit,
17 αυτος νυν επιτιθησιν αυτη προφασιστικους λογους λεγων ουχ ευρηκα τη θυγατρι σου παρθενια και ταυτα τα παρθενια της θυγατρος μου και αναπτυξουσιν το ιματιον εναντιον της γερουσιας της πολεως17 imponit ei nomen pessimum, ut dicat : Non inveni filiam tuam virginem : et ecce hæc sunt signa virginitatis filiæ meæ. Expandent vestimentum coram senioribus civitatis :
18 και λημψεται η γερουσια της πολεως εκεινης τον ανθρωπον εκεινον και παιδευσουσιν αυτον18 apprehendentque senes urbis illius virum, et verberabunt illum,
19 και ζημιωσουσιν αυτον εκατον σικλους και δωσουσιν τω πατρι της νεανιδος οτι εξηνεγκεν ονομα πονηρον επι παρθενον ισραηλιτιν και αυτου εσται γυνη ου δυνησεται εξαποστειλαι αυτην τον απαντα χρονον19 condemnantes insuper centum siclis argenti, quos dabit patri puellæ, quoniam diffamavit nomen pessimum super virginem Israël : habebitque eam uxorem, et non poterit dimittere eam omnibus diebus vitæ suæ.
20 εαν δε επ' αληθειας γενηται ο λογος ουτος και μη ευρεθη παρθενια τη νεανιδι20 Quod si verum est quod objicit, et non est in puella inventa virginitas,
21 και εξαξουσιν την νεανιν επι τας θυρας οικου πατρος αυτης και λιθοβολησουσιν αυτην οι ανδρες της πολεως αυτης εν λιθοις και αποθανειται οτι εποιησεν αφροσυνην εν υιοις ισραηλ εκπορνευσαι τον οικον του πατρος αυτης και εξαρεις τον πονηρον εξ υμων αυτων21 ejicient eam extra fores domus patris sui, et lapidibus obruent viri civitatis illius, et morietur : quoniam fecit nefas in Israël, ut fornicaretur in domo patris sui : et auferes malum de medio tui.
22 εαν δε ευρεθη ανθρωπος κοιμωμενος μετα γυναικος συνωκισμενης ανδρι αποκτενειτε αμφοτερους τον ανδρα τον κοιμωμενον μετα της γυναικος και την γυναικα και εξαρεις τον πονηρον εξ ισραηλ22 Si dormierit vir cum uxore alterius, uterque morietur, id est, adulter et adultera : et auferes malum de Israël.
23 εαν δε γενηται παις παρθενος μεμνηστευμενη ανδρι και ευρων αυτην ανθρωπος εν πολει κοιμηθη μετ' αυτης23 Si puellam virginem desponderit vir, et invenerit eam aliquis in civitate, et concubuerit cum ea,
24 εξαξετε αμφοτερους επι την πυλην της πολεως αυτων και λιθοβοληθησονται εν λιθοις και αποθανουνται την νεανιν οτι ουκ εβοησεν εν τη πολει και τον ανθρωπον οτι εταπεινωσεν την γυναικα του πλησιον και εξαρεις τον πονηρον εξ υμων αυτων24 educes utrumque ad portam civitatis illius, et lapidibus obruentur : puella, quia non clamavit, cum esset in civitate : vir, quia humiliavit uxorem proximi sui : et auferes malum de medio tui.
25 εαν δε εν πεδιω ευρη ανθρωπος την παιδα την μεμνηστευμενην και βιασαμενος κοιμηθη μετ' αυτης αποκτενειτε τον ανθρωπον τον κοιμωμενον μετ' αυτης μονον25 Sin autem in agro repererit vir puellam, quæ desponsata est, et apprehendens concubuerit cum ea, ipse morietur solus :
26 και τη νεανιδι ου ποιησετε ουδεν ουκ εστιν τη νεανιδι αμαρτημα θανατου οτι ως ει τις επαναστη ανθρωπος επι τον πλησιον και φονευση αυτου ψυχην ουτως το πραγμα τουτο26 puella nihil patietur, nec est rea mortis : quoniam sicut latro consurgit contra fratrem suum, et occidit animam ejus, ita et puella perpessa est.
27 οτι εν τω αγρω ευρεν αυτην εβοησεν η νεανις η μεμνηστευμενη και ο βοηθησων ουκ ην αυτη27 Sola erat in agro : clamavit, et nullus affuit qui liberaret eam.
28 εαν δε τις ευρη την παιδα την παρθενον ητις ου μεμνηστευται και βιασαμενος κοιμηθη μετ' αυτης και ευρεθη28 Si invenerit vir puellam virginem, quæ non habet sponsum, et apprehendens concubuerit cum illa, et res ad judicium venerit :
29 δωσει ο ανθρωπος ο κοιμηθεις μετ' αυτης τω πατρι της νεανιδος πεντηκοντα διδραχμα αργυριου και αυτου εσται γυνη ανθ' ων εταπεινωσεν αυτην ου δυνησεται εξαποστειλαι αυτην τον απαντα χρονον29 dabit qui dormivit cum ea, patri puellæ quinquaginta siclos argenti, et habebit eam uxorem, quia humiliavit illam : non poterit dimittere eam cunctis diebus vitæ suæ.
30 Non accipiet homo uxorem patris sui, nec revelabit operimentum ejus.