Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

ΑΡΙΘΜΟΙ - Numeri - Numbers 12


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ελαλησεν μαριαμ και ααρων κατα μωυση ενεκεν της γυναικος της αιθιοπισσης ην ελαβεν μωυσης οτι γυναικα αιθιοπισσαν ελαβεν1 Ekkor Mirjám és Áron Mózes ellen beszéltek az ő etióp felesége miatt
2 και ειπαν μη μωυση μονω λελαληκεν κυριος ουχι και ημιν ελαλησεν και ηκουσεν κυριος2 és azt mondták: »Hát csak Mózes által szólt az Úr? Nemde, hozzánk is éppen úgy szólt!« Amikor az Úr ezt meghallotta –
3 και ο ανθρωπος μωυσης πραυς σφοδρα παρα παντας τους ανθρωπους τους οντας επι της γης3 Mózes ugyanis szelídebb férfi volt minden embernél, aki a földön lakott –,
4 και ειπεν κυριος παραχρημα προς μωυσην και μαριαμ και ααρων εξελθατε υμεις οι τρεις εις την σκηνην του μαρτυριου και εξηλθον οι τρεις εις την σκηνην του μαρτυριου4 azonnal szólt hozzá meg Áronhoz és Mirjámhoz: »Menjetek ki csak ti hárman a szövetség sátrához.« Amikor aztán kimentek,
5 και κατεβη κυριος εν στυλω νεφελης και εστη επι της θυρας της σκηνης του μαρτυριου και εκληθησαν ααρων και μαριαμ και εξηλθοσαν αμφοτεροι5 leszállt az Úr egy felhőoszlopban, megállt a sátor ajtajában és szólította Áront meg Mirjámot. Amikor odamentek,
6 και ειπεν προς αυτους ακουσατε των λογων μου εαν γενηται προφητης υμων κυριω εν οραματι αυτω γνωσθησομαι και εν υπνω λαλησω αυτω6 azt mondta nekik: »Halljátok beszédem! Ha valaki közületek prófétája az Úrnak, annak látomásban jelenek meg vagy álomban szólok.
7 ουχ ουτως ο θεραπων μου μωυσης εν ολω τω οικω μου πιστος εστιν7 Ám Mózes, az én szolgám nem ilyen: ő az én egész házamban meghitt,
8 στομα κατα στομα λαλησω αυτω εν ειδει και ου δι' αινιγματων και την δοξαν κυριου ειδεν και δια τι ουκ εφοβηθητε καταλαλησαι κατα του θεραποντος μου μωυση8 mert vele szemtől szembe beszélek, s ő nyíltan, nem rejtélyekben és jelképekben látja az Urat. Miért nem féltetek tehát gyalázni szolgámat, Mózest?«
9 και οργη θυμου κυριου επ' αυτοις και απηλθεν9 Aztán haragra gerjedve irántuk, elment.
10 και η νεφελη απεστη απο της σκηνης και ιδου μαριαμ λεπρωσα ωσει χιων και επεβλεψεν ααρων επι μαριαμ και ιδου λεπρωσα10 Amint pedig eltávozott a felhő, amely a sátor felett volt, íme, Mirjám úgy fehérlett a leprától, mint a hó. Amikor Áron rátekintett és látta, hogy lepra öntötte el,
11 και ειπεν ααρων προς μωυσην δεομαι κυριε μη συνεπιθη ημιν αμαρτιαν διοτι ηγνοησαμεν καθοτι ημαρτομεν11 azt mondta Mózesnek: »Kérlek, uram, ne ródd fel nékünk ezt a bűnt, amelyet esztelenül elkövettünk,
12 μη γενηται ωσει ισον θανατω ωσει εκτρωμα εκπορευομενον εκ μητρας μητρος και κατεσθιει το ημισυ των σαρκων αυτης12 ne legyen ez olyan, mint a halott, s mint az idétlen magzat, amelyet anyja méhe elvetél: íme, már fél testét megemésztette a lepra.«
13 και εβοησεν μωυσης προς κυριον λεγων ο θεος δεομαι σου ιασαι αυτην13 Erre Mózes az Úrhoz kiáltott: »Isten, kérlek, gyógyítsd meg őt!«
14 και ειπεν κυριος προς μωυσην ει ο πατηρ αυτης πτυων ενεπτυσεν εις το προσωπον αυτης ουκ εντραπησεται επτα ημερας αφορισθητω επτα ημερας εξω της παρεμβολης και μετα ταυτα εισελευσεται14 Azt felelte neki az Úr: »Ha az atyja az arcába köpött volna, nemde legalább hét napig kellene szégyellnie magát? El kell csak különíteni hét napig a táboron kívül, aztán vissza lehet hívni.«
15 και αφωρισθη μαριαμ εξω της παρεμβολης επτα ημερας και ο λαος ουκ εξηρεν εως εκαθαρισθη μαριαμ15 Kizárták tehát Mirjámot hét napra a táborból és a nép nem indult el arról a helyről, amíg vissza nem hívták Mirjámot.
16 και μετα ταυτα εξηρεν ο λαος εξ ασηρωθ και παρενεβαλον εν τη ερημω του φαραν16 Aztán elindult a nép Hácerótból és a Párán-pusztában ütötte fel sátrait.