Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 3


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν προς με υιε ανθρωπου καταφαγε την κεφαλιδα ταυτην και πορευθητι και λαλησον τοις υιοις ισραηλ1 Ekkor azt mondta nekem: »Emberfia, ami előtted van, edd meg; edd meg ezt a tekercset és menj, beszélj Izrael fiaihoz.«
2 και διηνοιξα το στομα μου και εψωμισεν με την κεφαλιδα2 Erre felnyitottam számat, s ő megetette velem azt a tekercset
3 και ειπεν προς με υιε ανθρωπου το στομα σου φαγεται και η κοιλια σου πλησθησεται της κεφαλιδος ταυτης της δεδομενης εις σε και εφαγον αυτην και εγενετο εν τω στοματι μου ως μελι γλυκαζον3 és így szólt hozzám: »Emberfia, a gyomrod vegye be, és belső részeid teljenek meg ezzel a tekerccsel, amelyet én neked adok.« Erre megettem azt, és olyan édes lett a számban, mint a méz.
4 και ειπεν προς με υιε ανθρωπου βαδιζε εισελθε προς τον οικον του ισραηλ και λαλησον τους λογους μου προς αυτους4 Azt mondta nekem: »Emberfia, menj Izrael házához és intézd hozzájuk az én igéimet.
5 διοτι ου προς λαον βαθυχειλον και βαρυγλωσσον συ εξαποστελλη προς τον οικον του ισραηλ5 Mert nem érthetetlen beszédű és ismeretlen nyelvű néphez szól a te küldetésed, hanem Izrael házához,
6 ουδε προς λαους πολλους αλλοφωνους η αλλογλωσσους ουδε στιβαρους τη γλωσση οντας ων ουκ ακουση τους λογους αυτων και ει προς τοιουτους εξαπεστειλα σε ουτοι αν εισηκουσαν σου6 és nem számos, érthetetlen beszédű és ismeretlen nyelvű néphez, amelyeknek nyelvét nem tudod megérteni – ha azokhoz küldenélek, ők hallgatnának rád! –
7 ο δε οικος του ισραηλ ου μη θελησωσιν εισακουσαι σου διοτι ου βουλονται εισακουειν μου οτι πας ο οικος ισραηλ φιλονεικοι εισιν και σκληροκαρδιοι7 Izrael háza azonban nem akar rád hallgatni, mert nem akar rám hallgatni; Izrael egész házának ugyanis kemény a homloka és megátalkodott a szíve.
8 και ιδου δεδωκα το προσωπον σου δυνατον κατεναντι των προσωπων αυτων και το νεικος σου κατισχυσω κατεναντι του νεικους αυτων8 Íme, arcodat keményebbé teszem az ő arcuknál, és homlokodat keményebbé az ő homlokuknál.
9 και εσται δια παντος κραταιοτερον πετρας μη φοβηθης απ' αυτων μηδε πτοηθης απο προσωπου αυτων διοτι οικος παραπικραινων εστιν9 Gyémánthoz és kovához teszem hasonlóvá arcodat; ne félj tőlük és ne ijedj meg arcuktól, mert ellenszegülő ház ez!«
10 και ειπεν προς με υιε ανθρωπου παντας τους λογους ους λελαληκα μετα σου λαβε εις την καρδιαν σου και τοις ωσιν σου ακουε10 Azt mondta nekem: »Emberfia! Minden beszédemet, amelyet hozzád intézek, fogadd szívedbe és hallgasd meg füleddel;
11 και βαδιζε εισελθε εις την αιχμαλωσιαν προς τους υιους του λαου σου και λαλησεις προς αυτους και ερεις προς αυτους ταδε λεγει κυριος εαν αρα ακουσωσιν εαν αρα ενδωσιν11 aztán menj a száműzöttekhez, néped fiaihoz, szólj hozzájuk és mondjad nekik: Így szól az Úr Isten! Hátha meghallgatják és elhagyják bűneiket!«
12 και ανελαβεν με πνευμα και ηκουσα κατοπισθεν μου φωνην σεισμου μεγαλου ευλογημενη η δοξα κυριου εκ του τοπου αυτου12 Erre a lélek elragadott engem, és magam mögött nagy földindulás robaját hallottam, amint Isten dicsősége felemelkedett a helyéről,
13 και ειδον φωνην πτερυγων των ζωων πτερυσσομενων ετερα προς την ετεραν και φωνη των τροχων εχομενη αυτων και φωνη του σεισμου13 és az élőlények egymást verdeső szárnyainak csattogását, az élőlényeket kísérő kerekek robogását, meg a nagy földindulás robaját.
14 και το πνευμα εξηρεν με και ανελαβεν με και επορευθην εν ορμη του πνευματος μου και χειρ κυριου εγενετο επ' εμε κραταια14 Engem is felemelt a lélek és elragadott. Ekkor elmentem keserűséggel lelkem felindulásában, de az Úr keze velem volt és megerősített engem.
15 και εισηλθον εις την αιχμαλωσιαν μετεωρος και περιηλθον τους κατοικουντας επι του ποταμου του χοβαρ τους οντας εκει και εκαθισα εκει επτα ημερας αναστρεφομενος εν μεσω αυτων15 Erre elmentem a száműzöttekhez Tel-Abíbba, azokhoz, akik a Kebár folyó mellett laktak; aztán leültem oda, ahol ők ültek, és hét napig maradtam ott és szomorkodtam közöttük.
16 και εγενετο μετα τας επτα ημερας λογος κυριου προς με λεγων16 Amikor pedig elmúlt a hét nap, az Úr ezt a szózatot intézte hozzám:
17 υιε ανθρωπου σκοπον δεδωκα σε τω οικω ισραηλ και ακουση εκ στοματος μου λογον και διαπειληση αυτοις παρ' εμου17 »Emberfia, őrállóul rendeltelek Izrael házához; ha hallod a szót az én számból, hirdesd azt nekik az én nevemben.
18 εν τω λεγειν με τω ανομω θανατω θανατωθηση και ου διεστειλω αυτω ουδε ελαλησας του διαστειλασθαι τω ανομω αποστρεψαι απο των οδων αυτου του ζησαι αυτον ο ανομος εκεινος τη αδικια αυτου αποθανειται και το αιμα αυτου εκ χειρος σου εκζητησω18 Ha azt mondom a gonosznak: ‘Halállal halsz meg!’ – és te nem hirdeted neki, és nem beszélsz, hogy megtérjen gonosz útjáról és éljen, maga a gonosz a saját gonoszsága miatt hal ugyan meg, de a vérét a te kezeden keresem.
19 και συ εαν διαστειλη τω ανομω και μη αποστρεψη απο της ανομιας αυτου και της οδου αυτου ο ανομος εκεινος εν τη αδικια αυτου αποθανειται και συ την ψυχην σου ρυση19 Ha azonban hirdeted a gonosznak, de ő nem tér meg gonoszságából és gonosz útjáról, ő maga ugyan meghal istentelensége miatt, te azonban megmentetted lelkedet.
20 και εν τω αποστρεφειν δικαιον απο των δικαιοσυνων αυτου και ποιηση παραπτωμα και δωσω την βασανον εις προσωπον αυτου αυτος αποθανειται οτι ου διεστειλω αυτω και εν ταις αμαρτιαις αυτου αποθανειται διοτι ου μη μνησθωσιν αι δικαιοσυναι αυτου ας εποιησεν και το αιμα αυτου εκ της χειρος σου εκζητησω20 De ha az igaz is eltér igazságosságától és istentelenséget cselekszik, akkor akadályt rakok elé és ő meghal; azért, mivel te nem figyelmeztetted őt, meghal bűne miatt, és nem lesz emlékezete igazságosságának, amelyet cselekedett, vérét azonban a te kezeden keresem.
21 συ δε εαν διαστειλη τω δικαιω του μη αμαρτειν και αυτος μη αμαρτη ο δικαιος ζωη ζησεται οτι διεστειλω αυτω και συ την σεαυτου ψυχην ρυση21 Ha azonban te figyelmeztetted az igazat, hogy ne vétkezzék az igaz, és ő nem vétkezik, valóban élni fog, mert figyelmeztetted őt, s így megmentetted lelkedet.«
22 και εγενετο επ' εμε χειρ κυριου και ειπεν προς με αναστηθι και εξελθε εις το πεδιον και εκει λαληθησεται προς σε22 Akkor rajtam volt az Úr keze, és azt mondta nekem: »Kelj fel, menj ki a mezőre, hogy ott beszéljek veled.«
23 και ανεστην και εξηλθον εις το πεδιον και ιδου εκει δοξα κυριου ειστηκει καθως η ορασις και καθως η δοξα ην ειδον επι του ποταμου του χοβαρ και πιπτω επι προσωπον μου23 Felkeltem, kimentem a mezőre, és íme, ott állt az Úr dicsősége, mint az a dicsőség, amelyet a Kebár folyó mellett láttam; és arcra borultam.
24 και ηλθεν επ' εμε πνευμα και εστησεν με επι ποδας μου και ελαλησεν προς με και ειπεν μοι εισελθε και εγκλεισθητι εν μεσω του οικου σου24 Erre belém jött a lélek és lábra állított; beszélt nekem és így szólt hozzám: »Menj be és zárkózz be házad belsejébe.
25 και συ υιε ανθρωπου ιδου δεδονται επι σε δεσμοι και δησουσιν σε εν αυτοις και ου μη εξελθης εκ μεσου αυτων25 Rád pedig, emberfia, íme, bilincseket raknak, megkötöznek velük, és nem mégy ki közülük.
26 και την γλωσσαν σου συνδησω και αποκωφωθηση και ουκ εση αυτοις εις ανδρα ελεγχοντα διοτι οικος παραπικραινων εστιν26 A nyelvedet szájpadlásodhoz tapasztom; néma leszel, s nem leszel olyan, mint a korholó férfi, mert ellenszegülő ház ez!
27 και εν τω λαλειν με προς σε ανοιξω το στομα σου και ερεις προς αυτους ταδε λεγει κυριος ο ακουων ακουετω και ο απειθων απειθειτω διοτι οικος παραπικραινων εστιν27 Amikor pedig szólok neked, megnyitom szádat, és te ezt mondod nekik: Így szól az Úr Isten: a Aki hallja, hallja meg, és aki elhagyja, hagyja el bűnét, mert ellenszegülő ház ez!«