Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 28


font
LXXVULGATA
1 ουαι τω στεφανω της υβρεως οι μισθωτοι εφραιμ το ανθος το εκπεσον εκ της δοξης επι της κορυφης του ορους του παχεος οι μεθυοντες ανευ οινου1 Væ coronæ superbiæ, ebriis Ephraim,
et flori decidenti, gloriæ exsultationis ejus,
qui erant in vertice vallis pinguissimæ,
errantes a vino.
2 ιδου ισχυρον και σκληρον ο θυμος κυριου ως χαλαζα καταφερομενη ουκ εχουσα σκεπην βια καταφερομενη ως υδατος πολυ πληθος συρον χωραν τη γη ποιησει αναπαυσιν ταις χερσιν2 Ecce validus et fortis Dominus
sicut impetus grandinis ; turbo confringens,
sicut impetus aquarum multarum inundantium
et emissarum super terram spatiosam.
3 και τοις ποσιν καταπατηθησεται ο στεφανος της υβρεως οι μισθωτοι του εφραιμ3 Pedibus conculcabitur
corona superbiæ ebriorum Ephraim.
4 και εσται το ανθος το εκπεσον της ελπιδος της δοξης επ' ακρου του ορους του υψηλου ως προδρομος συκου ο ιδων αυτο πριν η εις την χειρα αυτου λαβειν θελησει αυτο καταπιειν4 Et erit flos decidens gloriæ exsultationis ejus,
qui est super verticem vallis pinguium,
quasi temporaneum ante maturitatem autumni,
quod, cum aspexerit videns,
statim ut manu tenuerit, devorabit illud.
5 τη ημερα εκεινη εσται κυριος σαβαωθ ο στεφανος της ελπιδος ο πλακεις της δοξης τω καταλειφθεντι μου λαω5 In die illa erit Dominus exercituum corona gloriæ,
et sertum exsultationis residuo populi sui ;
6 καταλειφθησονται επι πνευματι κρισεως επι κρισιν και ισχυν κωλυων ανελειν6 et spiritus judicii sedenti super judicium,
et fortitudo revertentibus de bello ad portam.
7 ουτοι γαρ οινω πεπλανημενοι εισιν επλανηθησαν δια το σικερα ιερευς και προφητης εξεστησαν δια τον οινον εσεισθησαν απο της μεθης του σικερα επλανηθησαν τουτ' εστι φασμα7 Verum hi quoque præ vino nescierunt, et præ ebrietate erraverunt ;
sacerdos et propheta nescierunt præ ebrietate ;
absorpti sunt a vino, erraverunt in ebrietate,
nescierunt videntem, ignoraverunt judicium.
8 αρα εδεται ταυτην την βουλην αυτη γαρ η βουλη ενεκεν πλεονεξιας8 Omnes enim mensæ repletæ sunt vomitu sordiumque,
ita ut non esset ultra locus.
9 τινι ανηγγειλαμεν κακα και τινι ανηγγειλαμεν αγγελιαν οι απογεγαλακτισμενοι απο γαλακτος οι απεσπασμενοι απο μαστου9 Quem docebit scientiam ?
et quem intelligere faciet auditum ?
Ablactatos a lacte,
avulsos ab uberibus.
10 θλιψιν επι θλιψιν προσδεχου ελπιδα επ' ελπιδι ετι μικρον ετι μικρον10 Quia manda, remanda ; manda, remanda ;
exspecta, reexspecta ; exspecta, reexspecta ;
modicum ibi, modicum ibi.
11 δια φαυλισμον χειλεων δια γλωσσης ετερας οτι λαλησουσιν τω λαω τουτω11 In loquela enim labii,
et lingua altera
loquetur ad populum istum.
12 λεγοντες αυτω τουτο το αναπαυμα τω πεινωντι και τουτο το συντριμμα και ουκ ηθελησαν ακουειν12 Cui dixit : Hæc est requies mea,
reficite lassum ;
et hoc est meum refrigerium :
et noluerunt audire.
13 και εσται αυτοις το λογιον κυριου του θεου θλιψις επι θλιψιν ελπις επ' ελπιδι ετι μικρον ετι μικρον ινα πορευθωσιν και πεσωσιν εις τα οπισω και κινδυνευσουσιν και συντριβησονται και αλωσονται13 Et erit eis verbum Domini :
Manda, remanda ; manda, remanda ;
exspecta, reexspecta ; exspecta, reexspecta ;
modicum ibi, modicum ibi ;
ut vadant, et cadant retrorsum,
et conterantur, et illaqueentur, et capiantur.
14 δια τουτο ακουσατε λογον κυριου ανδρες τεθλιμμενοι και αρχοντες του λαου τουτου του εν ιερουσαλημ14 Propter hoc audite verbum Domini, viri illusores,
qui dominamini super populum meum, qui est in Jerusalem.
15 οτι ειπατε εποιησαμεν διαθηκην μετα του αδου και μετα του θανατου συνθηκας καταιγις φερομενη εαν παρελθη ου μη ελθη εφ' ημας εθηκαμεν ψευδος την ελπιδα ημων και τω ψευδει σκεπασθησομεθα15 Dixistis enim : Percussimus fœdus cum morte,
et cum inferno fecimus pactum :
flagellum inundans cum transierit, non veniet super nos
quia posuimus mendacium spem nostram,
et mendacio protecti sumus.
16 δια τουτο ουτως λεγει κυριος ιδου εγω εμβαλω εις τα θεμελια σιων λιθον πολυτελη εκλεκτον ακρογωνιαιον εντιμον εις τα θεμελια αυτης και ο πιστευων επ' αυτω ου μη καταισχυνθη16 Idcirco hæc dicit Dominus Deus :
Ecce ego mittam in fundamentis Sion lapidem,
lapidem probatum,
angularem, pretiosum, in fundamento fundatum ;
qui crediderit, non festinet.
17 και θησω κρισιν εις ελπιδα η δε ελεημοσυνη μου εις σταθμους και οι πεποιθοτες ματην ψευδει οτι ου μη παρελθη υμας καταιγις17 Et ponam in pondere judicium,
et justitiam in mensura ;
et subvertet grando spem mendacii,
et protectionem aquæ inundabunt.
18 μη και αφελη υμων την διαθηκην του θανατου και η ελπις υμων η προς τον αδην ου μη εμμεινη καταιγις φερομενη εαν επελθη εσεσθε αυτη εις καταπατημα18 Et delebitur fœdus vestrum cum morte,
et pactum vestrum cum inferno non stabit :
flagellum inundans cum transierit, eritis ei in conculcationem.
19 οταν παρελθη λημψεται υμας πρωι πρωι παρελευσεται ημερας και εν νυκτι εσται ελπις πονηρα μαθετε ακουειν19 Quandocumque pertransierit, tollet vos,
quoniam in mane diluculo pertransibit in die et in nocte ;
et tantummodo sola vexatio intellectum dabit auditui.
20 στενοχωρουμενοι ου δυναμεθα μαχεσθαι αυτοι δε ασθενουμεν του ημας συναχθηναι20 Coangustatum est enim stratum, ita ut alter decidat ;
et pallium breve utrumque operire non potest.
21 ωσπερ ορος ασεβων αναστησεται και εσται εν τη φαραγγι γαβαων μετα θυμου ποιησει τα εργα αυτου πικριας εργον ο δε θυμος αυτου αλλοτριως χρησεται και η πικρια αυτου αλλοτρια21 Sicut enim in monte divisionum stabit Dominus ;
sicut in valle quæ est in Gabaon irascetur,
ut faciat opus suum, alienum opus ejus :
ut operetur opus suum, peregrinum est opus ejus ab eo.
22 και υμεις μη ευφρανθειητε μηδε ισχυσατωσαν υμων οι δεσμοι διοτι συντετελεσμενα και συντετμημενα πραγματα ηκουσα παρα κυριου σαβαωθ α ποιησει επι πασαν την γην22 Et nunc nolite illudere,
ne forte constringantur vincula vestra ;
consummationem enim et abbreviationem audivi
a Domino Deo exercituum, super universam terram.
23 ενωτιζεσθε και ακουετε της φωνης μου προσεχετε και ακουετε τους λογους μου23 Auribus percipite, et audite vocem meam :
attendite, et audite eloquium meum.
24 μη ολην την ημεραν μελλει ο αροτριων αροτριαν η σπορον προετοιμασει πριν εργασασθαι την γην24 Numquid tota die arabit arans ut serat ?
proscindet et sarriet humum suam ?
25 ουχ οταν ομαλιση αυτης το προσωπον τοτε σπειρει μικρον μελανθιον και κυμινον και παλιν σπειρει πυρον και κριθην και ζεαν εν τοις οριοις σου25 Nonne cum adæquaverit faciem ejus,
seret gith et cyminum sparget ?
et ponet triticum per ordinem, et hordeum,
et milium, et viciam in finibus suis ?
26 και παιδευθηση κριματι θεου σου και ευφρανθηση26 Et erudiet illum in judicio ;
Deus suus docebit illum.
27 ου γαρ μετα σκληροτητος καθαιρεται το μελανθιον ουδε τροχος αμαξης περιαξει επι το κυμινον αλλα ραβδω εκτινασσεται το μελανθιον το δε κυμινον27 Non enim in serris triturabitur gith,
nec rota plaustri super cyminum circuibit ;
sed in virga excutietur gith,
et cyminum in baculo.
28 μετα αρτου βρωθησεται ου γαρ εις τον αιωνα εγω υμιν οργισθησομαι ουδε φωνη της πικριας μου καταπατησει υμας28 Panis autem comminuetur ;
verum non in perpetuum triturans triturabit illum,
neque vexabit eum rota plaustri,
neque ungulis suis comminuet eum.
29 και ταυτα παρα κυριου σαβαωθ εξηλθεν τα τερατα βουλευσασθε υψωσατε ματαιαν παρακλησιν29 Et hoc a Domino Deo exercituum exivit,
ut mirabile faceret consilium, et magnificaret justitiam.