Scrutatio

Sabato, 1 giugno 2024 - San Giustino ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 64


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 εις το τελος ψαλμος τω δαυιδ ωδη ιερεμιου και ιεζεκιηλ εκ του λογου της παροικιας οτε εμελλον εκπορευεσθαι1 In fine, salmo di David (per il), cantico di Ieremia ovver di Ezechiel (e di Ageo della parola della peregrinazione, ovver) del popolo della transmigrazione, quando cominciò andare.
2 σοι πρεπει υμνος ο θεος εν σιων και σοι αποδοθησεται ευχη εν ιερουσαλημ2 Iddio, in Sion a te conviensi la laude; e a te in Ierusalem renderassi il voto.
3 εισακουσον προσευχης μου προς σε πασα σαρξ ηξει3 Esaudi la mia orazione; verrà a te ogni carne.
4 λογοι ανομιων υπερεδυναμωσαν ημας και τας ασεβειας ημων συ ιλαση4 Le parole degl' iniqui molto potero sopra noi; e tu ci perdonerai le nostre iniquità.
5 μακαριος ον εξελεξω και προσελαβου κατασκηνωσει εν ταις αυλαις σου πλησθησομεθα εν τοις αγαθοις του οικου σου αγιος ο ναος σου θαυμαστος εν δικαιοσυνη5 Beato colui che hai eletto e ricevuto; abiterà nelli tuoi portici. Nelli beni della tua casa saremo riempiuti; santo è il tuo tempio,
6 επακουσον ημων ο θεος ο σωτηρ ημων η ελπις παντων των περατων της γης και εν θαλασση μακραν6 mirabile nella equità. Esaudi noi, Iddio, nostro Salvatore, speranza di tutti li fini della terra, e nel mare dalla lunga.
7 ετοιμαζων ορη εν τη ισχυι αυτου περιεζωσμενος εν δυναστεια7 Accinto di potenza, prepari li monti nella tua virtù;
8 ο συνταρασσων το κυτος της θαλασσης ηχους κυματων αυτης ταραχθησονται τα εθνη8 il qual conturbi il profondo del mare, il suono delle sue onde. Turberansi le genti,
9 και φοβηθησονται οι κατοικουντες τα περατα απο των σημειων σου εξοδους πρωιας και εσπερας τερψεις9 e temeranno quelli che àbitano nel fine della terra; delettera'ti nella fine del mattutino e del vespero.
10 επεσκεψω την γην και εμεθυσας αυτην επληθυνας του πλουτισαι αυτην ο ποταμος του θεου επληρωθη υδατων ητοιμασας την τροφην αυτων οτι ουτως η ετοιμασια σου10 Visitasti la terra, e inebriastila; moltiplicasti a inricchire quella. Il fiume (cioè popolo) di Dio fu riempiuto d'acqua; apparecchiasti loro cibo, per che tale è la sua preparazione.
11 τους αυλακας αυτης μεθυσον πληθυνον τα γενηματα αυτης εν ταις σταγοσιν αυτης ευφρανθησεται ανατελλουσα11 Inebriante gli suoi rivoli moltiplica la sua generazione; nel suo stillare rallegrerassi il generante.
12 ευλογησεις τον στεφανον του ενιαυτου της χρηστοτητος σου και τα πεδια σου πλησθησονται πιοτητος12 Benedicerai alla corona dell' anno della tua benignità; e gli tuoi campi si riempiranno di ubertà.
13 πιανθησονται τα ωραια της ερημου και αγαλλιασιν οι βουνοι περιζωσονται13 Ingrasseransi li belli luoghi del deserto; e gli colli saranno cinti di allegrezza.
14 ενεδυσαντο οι κριοι των προβατων και αι κοιλαδες πληθυνουσι σιτον κεκραξονται και γαρ υμνησουσιν14 Saranno vestiti li montoni delle pecore, e le valli abbonderanno di frumento; grideranno, ed etiam la laude diranno.