Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 4


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 απεκριθη δε μωυσης και ειπεν εαν ουν μη πιστευσωσιν μοι μηδε εισακουσωσιν της φωνης μου ερουσιν γαρ οτι ουκ ωπται σοι ο θεος τι ερω προς αυτους1 Mózes azt felelte: »Nem hisznek majd nekem, és nem hallgatnak szavamra! Azt fogják mondani: ‘Nem is jelent meg neked az Úr!’«
2 ειπεν δε αυτω κυριος τι τουτο εστιν το εν τη χειρι σου ο δε ειπεν ραβδος2 Ezért az Úr azt mondta neki: »Mi az, amit kezedben tartasz?« Ő azt felelte: »Egy bot.«
3 και ειπεν ριψον αυτην επι την γην και ερριψεν αυτην επι την γην και εγενετο οφις και εφυγεν μωυσης απ' αυτου3 Az Úr erre azt mondta: »Dobd csak le a földre!« Ő ledobta, s az kígyóvá változott, úgyhogy Mózes elfutott.
4 και ειπεν κυριος προς μωυσην εκτεινον την χειρα και επιλαβου της κερκου εκτεινας ουν την χειρα επελαβετο της κερκου και εγενετο ραβδος εν τη χειρι αυτου4 Aztán azt mondta neki az Úr: »Nyújtsd ki a kezedet, és fogd meg a farkát!« Ő kinyújtotta és megfogta, és az bottá változott a kezében.
5 ινα πιστευσωσιν σοι οτι ωπται σοι κυριος ο θεος των πατερων αυτων θεος αβρααμ και θεος ισαακ και θεος ιακωβ5 »Hogy elhiggyék – folytatta –, hogy megjelent neked az Úr, atyáik Istene, Ábrahám Istene, Izsák Istene és Jákob Istene!«
6 ειπεν δε αυτω κυριος παλιν εισενεγκε την χειρα σου εις τον κολπον σου και εισηνεγκεν την χειρα αυτου εις τον κολπον αυτου και εξηνεγκεν την χειρα αυτου εκ του κολπου αυτου και εγενηθη η χειρ αυτου ωσει χιων6 Azután az Úr azt mondta: »Dugd csak be a kezedet a kebledbe!« Ő bedugta a keblébe, és amikor kihúzta, olyan volt a leprától, mint a hó.
7 και ειπεν παλιν εισενεγκε την χειρα σου εις τον κολπον σου και εισηνεγκεν την χειρα εις τον κολπον αυτου και εξηνεγκεν αυτην εκ του κολπου αυτου και παλιν απεκατεστη εις την χροαν της σαρκος αυτου7 »Dugd vissza a kezedet kebledbe!« – mondta azután. Ő visszadugta, és amikor megint kivette, olyan volt, mint a többi testrésze. –
8 εαν δε μη πιστευσωσιν σοι μηδε εισακουσωσιν της φωνης του σημειου του πρωτου πιστευσουσιν σοι της φωνης του σημειου του εσχατου8 »Ha nem hinnének neked – mondta –, és nem hallgatnának az első jel szavára, majd hisznek a második jel szavára.
9 και εσται εαν μη πιστευσωσιν σοι τοις δυσι σημειοις τουτοις μηδε εισακουσωσιν της φωνης σου λημψη απο του υδατος του ποταμου και εκχεεις επι το ξηρον και εσται το υδωρ ο εαν λαβης απο του ποταμου αιμα επι του ξηρου9 Ha pedig e két jelre sem hinnének, és nem hallgatnának szavadra, végy vizet a folyóból, öntsd szét a szárazon, és amit a folyóból merítettél, vérré fog változni!«
10 ειπεν δε μωυσης προς κυριον δεομαι κυριε ουχ ικανος ειμι προ της εχθες ουδε προ της τριτης ημερας ουδε αφ' ου ηρξω λαλειν τω θεραποντι σου ισχνοφωνος και βραδυγλωσσος εγω ειμι10 Mózes erre azt mondta: »Kérlek, Uram, nem vagyok én a szavak embere, sem tegnap, sem tegnapelőtt nem voltam az, sem azelőtt, mielőtt szolgáddal beszéltél volna. Nehéz ajkú, nehéz beszédű ember vagyok én!«
11 ειπεν δε κυριος προς μωυσην τις εδωκεν στομα ανθρωπω και τις εποιησεν δυσκωφον και κωφον βλεποντα και τυφλον ουκ εγω ο θεος11 Az Úr azt felelte neki: »Ki teremtett szájat az embernek, vagy ki tesz némává és süketté, látóvá és vakká? Nem én, az Úr?
12 και νυν πορευου και εγω ανοιξω το στομα σου και συμβιβασω σε ο μελλεις λαλησαι12 Menj tehát, én pedig a száddal leszek, és megtanítalak arra, hogy mit beszélj!«
13 και ειπεν μωυσης δεομαι κυριε προχειρισαι δυναμενον αλλον ον αποστελεις13 De ő ellenvetette: »Kérlek, Uram, küldj mást, ha valakit küldeni akarsz!«
14 και θυμωθεις οργη κυριος επι μωυσην ειπεν ουκ ιδου ααρων ο αδελφος σου ο λευιτης επισταμαι οτι λαλων λαλησει αυτος σοι και ιδου αυτος εξελευσεται εις συναντησιν σοι και ιδων σε χαρησεται εν εαυτω14 Megharagudott ezért az Úr Mózesre, és így szólt: »Tudom, hogy Áron, a te levita bátyád ékesen szóló. Íme, ő eléd fog jönni, és ha meglát, szívből fog örülni.
15 και ερεις προς αυτον και δωσεις τα ρηματα μου εις το στομα αυτου και εγω ανοιξω το στομα σου και το στομα αυτου και συμβιβασω υμας α ποιησετε15 Beszélj majd vele, add szájába szavaimat, és én a te száddal és az ő szájával leszek, s megmutatom nektek, mit kell tennetek!
16 και αυτος σοι προσλαλησει προς τον λαον και αυτος εσται σου στομα συ δε αυτω εση τα προς τον θεον16 Ő beszél majd helyetted a néphez, ő lesz a te szád, te meg olyan leszel neki, mint az Isten.
17 και την ραβδον ταυτην την στραφεισαν εις οφιν λημψη εν τη χειρι σου εν η ποιησεις εν αυτη τα σημεια17 Vedd kezedbe ezt a botot is, s vidd végbe vele a jeleket!«
18 επορευθη δε μωυσης και απεστρεψεν προς ιοθορ τον γαμβρον αυτου και λεγει πορευσομαι και αποστρεψω προς τους αδελφους μου τους εν αιγυπτω και οψομαι ει ετι ζωσιν και ειπεν ιοθορ μωυση βαδιζε υγιαινων18 Elment tehát Mózes, és visszatért apósához, Jetróhoz. Azt mondta neki: »Elmegyek, visszatérek testvéreimhez Egyiptomba, hogy lássam, élnek-e még.« Jetró azt felelte neki: »Menj békességgel!«
19 μετα δε τας ημερας τας πολλας εκεινας ετελευτησεν ο βασιλευς αιγυπτου ειπεν δε κυριος προς μωυσην εν μαδιαμ βαδιζε απελθε εις αιγυπτον τεθνηκασιν γαρ παντες οι ζητουντες σου την ψυχην19 Az Úr ugyanis ezt mondta Mózesnek Mádiánban: »Menj, térj vissza Egyiptomba, mert meghaltak mindazok, akik életedre törtek!«
20 αναλαβων δε μωυσης την γυναικα και τα παιδια ανεβιβασεν αυτα επι τα υποζυγια και επεστρεψεν εις αιγυπτον ελαβεν δε μωυσης την ραβδον την παρα του θεου εν τη χειρι αυτου20 Mózes tehát fogta feleségét és fiait, szamárra ültette őket, és visszatért Egyiptomba, kezében Isten botjával.
21 ειπεν δε κυριος προς μωυσην πορευομενου σου και αποστρεφοντος εις αιγυπτον ορα παντα τα τερατα α εδωκα εν ταις χερσιν σου ποιησεις αυτα εναντιον φαραω εγω δε σκληρυνω την καρδιαν αυτου και ου μη εξαποστειλη τον λαον21 Miközben úton volt Egyiptomba, az Úr azt mondta neki: »Vigyázz, hogy minden csodát, amelyet a kezedbe adtam, véghez vígy a fáraó előtt! Én azonban megkeményítem az ő szívét, s ő nem fogja elengedni a népet.
22 συ δε ερεις τω φαραω ταδε λεγει κυριος υιος πρωτοτοκος μου ισραηλ22 Mondd azért majd azt neki: Ezt üzeni az Úr: Izrael elsőszülött fiam nekem.
23 ειπα δε σοι εξαποστειλον τον λαον μου ινα μοι λατρευση ει μεν ουν μη βουλει εξαποστειλαι αυτους ορα ουν εγω αποκτενω τον υιον σου τον πρωτοτοκον23 Megmondtam ezért neked: Engedd el fiamat, hogy szolgáljon nekem, de te nem akartad elengedni! Íme, én megölöm a te elsőszülött fiadat!«
24 εγενετο δε εν τη οδω εν τω καταλυματι συνηντησεν αυτω αγγελος κυριου και εζητει αυτον αποκτειναι24 Amikor úton volt, a szálláson eléje állt az Úr, és meg akarta őt ölni.
25 και λαβουσα σεπφωρα ψηφον περιετεμεν την ακροβυστιαν του υιου αυτης και προσεπεσεν προς τους ποδας και ειπεν εστη το αιμα της περιτομης του παιδιου μου25 Cippóra azonban mindjárt fogott egy jó éles követ, körülmetélte a fia előbőrét, aztán megérintette azzal a lábát, és így szólt: »Vérvőlegényem vagy te nekem!«
26 και απηλθεν απ' αυτου διοτι ειπεν εστη το αιμα της περιτομης του παιδιου μου26 Alighogy kimondta az asszony, hogy »Vérvőlegényem vagy a körülmetélés miatt«, az Úr eltávozott tőle.
27 ειπεν δε κυριος προς ααρων πορευθητι εις συναντησιν μωυσει εις την ερημον και επορευθη και συνηντησεν αυτω εν τω ορει του θεου και κατεφιλησαν αλληλους27 Áronhoz pedig így szólt az Úr: »Menj Mózes elé a pusztába!« Ő elment, Isten hegyénél találkozott vele, és megcsókolta.
28 και ανηγγειλεν μωυσης τω ααρων παντας τους λογους κυριου ους απεστειλεν και παντα τα σημεια α ενετειλατο αυτω28 Erre Mózes elbeszélte Áronnak az Úr minden szavát, amellyel őt küldte, és mindazokat a jeleket, amelyeket rendelt.
29 επορευθη δε μωυσης και ααρων και συνηγαγον την γερουσιαν των υιων ισραηλ29 Aztán elmentek együtt, és összegyűjtötték Izrael fiainak valamennyi vénjét.
30 και ελαλησεν ααρων παντα τα ρηματα ταυτα α ελαλησεν ο θεος προς μωυσην και εποιησεν τα σημεια εναντιον του λαου30 Áron elmondta mindazokat a szavakat, amelyeket az Úr Mózesnek mondott, ő pedig véghezvitte a jeleket a nép előtt.
31 και επιστευσεν ο λαος και εχαρη οτι επεσκεψατο ο θεος τους υιους ισραηλ και οτι ειδεν αυτων την θλιψιν κυψας δε ο λαος προσεκυνησεν31 Hitt erre a nép, és amikor meghallották, hogy az Úr megemlékezett Izrael fiairól, és rátekintett nyomorúságukra, meghajoltak és leborultak.