Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΤΩΒΙΤ - Tobia - Tobit 12


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 και εκαλεσεν τωβιτ τωβιαν τον υιον αυτου και ειπεν αυτω ορα τεκνον μισθον τω ανθρωπω τω συνελθοντι σοι και προσθειναι αυτω δει1 Então Tobit chamou seu filho e disse-lhe: Que havemos nós de dar a esse santo homem que te acompanhou?
2 και ειπεν αυτω πατερ ου βλαπτομαι δους αυτω το ημισυ ων ενηνοχα2 Meu pai, respondeu ele, que gratificação lhe havemos de dar? Que presente poderá igualar os seus benefícios?
3 οτι με αγειοχεν σοι υγιη και την γυναικα μου εθεραπευσεν και το αργυριον μου ηνεγκεν και σε ομοιως εθεραπευσεν3 Ele levou-me e trouxe-me em boa saúde; foi receber o dinheiro de Gabael; fez-me ter uma mulher e
4 και ειπεν ο πρεσβυτης δικαιουται αυτω4 Rogo-te, meu pai, que lhe peças se digne aceitar a metade de tudo o que trouxemos.
5 και εκαλεσεν τον αγγελον και ειπεν αυτω λαβε το ημισυ παντων ων ενηνοχατε5 Chamaram-no, pois, o pai e o filho, e, tomando-o à parte, rogaram-lhe que aceitasse a metade de tudo o que tinham trazido.
6 τοτε καλεσας τους δυο κρυπτως ειπεν αυτοις ευλογειτε τον θεον και αυτω εξομολογεισθε μεγαλωσυνην διδοτε αυτω και εξομολογεισθε ενωπιον παντων των ζωντων περι ων εποιησεν μεθ' υμων αγαθον το ευλογειν τον θεον και υψουν το ονομα αυτου τους λογους των εργων του θεου εντιμως υποδεικνυοντες και μη οκνειτε εξομολογεισθαι αυτω6 Então ele falou-lhes discretamente: Bendizei o Deus do céu, e dai-lhe glória diante de todo o ser vivente, porque ele usou de misericórdia para convosco.
7 μυστηριον βασιλεως καλον κρυψαι τα δε εργα του θεου ανακαλυπτειν ενδοξως αγαθον ποιησατε και κακον ουχ ευρησει υμας7 Se é bom conservar escondido o segredo do rei, é coisa louvável revelar e publicar as obras de Deus.
8 αγαθον προσευχη μετα νηστειας και ελεημοσυνης και δικαιοσυνης αγαθον το ολιγον μετα δικαιοσυνης η πολυ μετα αδικιας καλον ποιησαι ελεημοσυνην η θησαυρισαι χρυσιον8 Boa coisa é a oração acompanhada de jejum, e a esmola é preferível aos tesouros de ouro escondidos, 9. porque a esmola livra da morte: ela apaga os pecados e faz encontrar a misericórdia e a vida eterna; 10. aqueles, porém, que praticam a injustiça e o pecado são os seus próprios inimigos.
9 ελεημοσυνη γαρ εκ θανατου ρυεται και αυτη αποκαθαριει πασαν αμαρτιαν οι ποιουντες ελεημοσυνας και δικαιοσυνας πλησθησονται ζωης
10 οι δε αμαρτανοντες πολεμιοι εισιν της εαυτων ζωης
11 ου μη κρυψω αφ' υμων παν ρημα ειρηκα δη μυστηριον βασιλεως κρυψαι καλον τα δε εργα του θεου ανακαλυπτειν ενδοξως11 Vou descobrir-vos a verdade, sem nada vos ocultar.
12 και νυν οτε προσηυξω συ και η νυμφη σου σαρρα εγω προσηγαγον το μνημοσυνον της προσευχης υμων ενωπιον του αγιου και οτε εθαπτες τους νεκρους ωσαυτως συμπαρημην σοι12 Quando tu oravas com lágrimas e enterravas os mortos, quando deixavas a tua refeição e ias ocultar os mortos em tua casa durante o dia, para sepultá-los quando viesse a noite, eu apresentava as tuas orações ao Senhor.
13 και οτε ουκ ωκνησας αναστηναι και καταλιπειν το αριστον σου οπως απελθων περιστειλης τον νεκρον ουκ ελαθες με αγαθοποιων αλλα συν σοι ημην13 Mas porque eras agradável ao Senhor, foi preciso que a tentação te provasse.
14 και νυν απεστειλεν με ο θεος ιασασθαι σε και την νυμφην σου σαρραν14 Agora o Senhor enviou-me para curar-te e livrar do demônio Sara, mulher de teu filho.
15 εγω ειμι ραφαηλ εις εκ των επτα αγιων αγγελων οι προσαναφερουσιν τας προσευχας των αγιων και εισπορευονται ενωπιον της δοξης του αγιου15 Eu sou o anjo Rafael, um dos sete que assistimos na presença do Senhor.
16 και εταραχθησαν οι δυο και επεσον επι προσωπον οτι εφοβηθησαν16 Ao ouvir estas palavras, eles ficaram fora de si, e, tremendo, prostraram-se com o rosto por terra.
17 και ειπεν αυτοις μη φοβεισθε ειρηνη υμιν εσται τον δε θεον ευλογειτε εις τον αιωνα17 Mas o anjo disse-lhes: A paz seja convosco: não temais.
18 οτι ου τη εμαυτου χαριτι αλλα τη θελησει του θεου ημων ηλθον οθεν ευλογειτε αυτον εις τον αιωνα18 Quando eu estava convosco, eu o estava por vontade de Deus: rendei-lhe graças, pois, com cânticos de louvor.
19 πασας τας ημερας ωπτανομην υμιν και ουκ εφαγον ουδε επιον αλλα ορασιν υμεις εθεωρειτε19 Parecia-vos que eu comia e bebia convosco, mas o meu alimento é um manjar invisível, e minha bebida não pode ser vista pelos homens.
20 και νυν εξομολογεισθε τω θεω διοτι αναβαινω προς τον αποστειλαντα με και γραψατε παντα τα συντελεσθεντα εις βιβλιον20 É chegado o tempo de voltar para aquele que me enviou: vós, porém, bendizei a Deus e publicai todas as suas maravilhas.
21 και ανεστησαν και ουκετι ειδον αυτον21 Acabando de dizer estas palavras, desapareceu diante deles, e eles não viram mais nada.
22 και εξωμολογουντο τα εργα τα μεγαλα και θαυμαστα του θεου και ως ωφθη αυτοις ο αγγελος κυριου22 Durante três horas permaneceram prostrados por terra, bendizendo a Deus. Depois levantaram-se e publicaram todas essas maravilhas.