Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 19


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο ως ηκουσεν ο βασιλευς εζεκιας και διερρηξεν τα ιματια εαυτου και περιεβαλετο σακκον και εισηλθεν εις οικον κυριου1 Amikor ezeket Hiszkija király meghallotta, megszaggatta ruháját, zsákba öltözött és bement az Úr házába.
2 και απεστειλεν ελιακιμ τον οικονομον και σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων περιβεβλημενους σακκους προς ησαιαν τον προφητην υιον αμως2 Majd elküldte Eljakimot, az udvarnagyot és Sebnát, az íródeákot, meg a papok véneit, zsákba öltözötten, Izajás prófétához, Ámosz fiához,
3 και ειπον προς αυτον ταδε λεγει εζεκιας ημερα θλιψεως και ελεγμου και παροργισμου η ημερα αυτη οτι ηλθον υιοι εως ωδινων και ισχυς ουκ εστιν τη τικτουση3 hogy mondják: »Ezt üzeni Hiszkija: Szorongatás, fenyítés és káromlás napja ez a nap: szülésig jutottak a magzatok s nincs ereje a vajúdónak!
4 ει πως εισακουσεται κυριος ο θεος σου παντας τους λογους ραψακου ον απεστειλεν αυτον βασιλευς ασσυριων ο κυριος αυτου ονειδιζειν θεον ζωντα και βλασφημειν εν λογοις οις ηκουσεν κυριος ο θεος σου και λημψη προσευχην περι του λειμματος του ευρισκομενου4 Talán meghallja az Úr, a te Istened Rábsakénak minden szavát, akit elküldött ura, az asszírok királya, hogy szidalmazza és gyalázza az élő Istent azokkal a szavakkal, amelyeket az Úr, a te Istened hallott. Imádkozz tehát a maradékért, amely még megvan.«
5 και ηλθον οι παιδες του βασιλεως εζεκιου προς ησαιαν5 Hiszkija király szolgái el is mentek Izajáshoz.
6 και ειπεν αυτοις ησαιας ταδε ερειτε προς τον κυριον υμων ταδε λεγει κυριος μη φοβηθης απο των λογων ων ηκουσας ων εβλασφημησαν τα παιδαρια βασιλεως ασσυριων6 Izajás azt felelte nekik: »Ezt mondjátok uratoknak: Ezt üzeni az Úr: Ne félj azoktól a szavaktól, amelyeket hallottál, amelyekkel az asszírok királyának legényei engem káromoltak.
7 ιδου εγω διδωμι εν αυτω πνευμα και ακουσεται αγγελιαν και αποστραφησεται εις την γην αυτου και καταβαλω αυτον εν ρομφαια εν τη γη αυτου7 Íme, én egy lelket bocsátok rá és hírt hall és visszatér földjére s elejtetem karddal saját országában.«
8 και επεστρεψεν ραψακης και ευρεν τον βασιλεα ασσυριων πολεμουντα επι λομνα οτι ηκουσεν οτι απηρεν απο λαχις8 Rábsaké aztán visszatért s felkereste az asszírok királyát Libna ostrománál, mert hallotta, hogy elvonult Lákisból.
9 και ηκουσεν περι θαρακα βασιλεως αιθιοπων λεγων ιδου εξηλθεν πολεμειν μετα σου και επεστρεψεν και απεστειλεν αγγελους προς εζεκιαν λεγων9 Amikor az meghallotta, hogy Tirhaka, Etiópia királya felől azt beszélik: »Íme, hadba vonult ellened« – s elindult ellene, követeket küldött Hiszkijához ezzel az üzenettel:
10 μη επαιρετω σε ο θεος σου εφ' ω συ πεποιθας επ' αυτω λεγων ου μη παραδοθη ιερουσαλημ εις χειρας βασιλεως ασσυριων10 »Ezt mondjátok Hiszkijának, Júda királyának: Meg ne csaljon téged Istened, akiben bizakodsz s ne mondd: Nem kerül Jeruzsálem az asszírok királyának kezébe!
11 ιδου συ ηκουσας παντα οσα εποιησαν βασιλεις ασσυριων πασαις ταις γαις του αναθεματισαι αυτας και συ ρυσθηση11 Hiszen magad hallottad, mit cselekedtek az asszírok királyai minden országgal, miként pusztították el azokat. Hát éppen te tudsz majd megmenekülni?
12 μη εξειλαντο αυτους οι θεοι των εθνων ους διεφθειραν οι πατερες μου την τε γωζαν και την χαρραν και ραφες και υιους εδεμ τους εν θαεσθεν12 Vajon megszabadították-e a nemzetek istenei mindazokat, akiket elpusztítottak atyáim, tudniillik Gózánt, Háránt, Reszefet és Éden fiait, akik Telasszárban voltak?
13 που εστιν ο βασιλευς αιμαθ και ο βασιλευς αρφαδ και που εστιν σεπφαρουαιν ανα και αυα13 Hol van Hamat királya, Arfád királya, meg Szefárvaim városának, Ánának és Ávának királya?«
14 και ελαβεν εζεκιας τα βιβλια εκ χειρος των αγγελων και ανεγνω αυτα και ανεβη εις οικον κυριου και ανεπτυξεν αυτα εζεκιας εναντιον κυριου14 Amikor aztán Hiszkija átvette a levelet a követek kezéből és elolvasta, felment az Úr házába és az Úr elé tárta
15 και ειπεν κυριε ο θεος ισραηλ ο καθημενος επι των χερουβιν συ ει ο θεος μονος εν πασαις ταις βασιλειαις της γης συ εποιησας τον ουρανον και την γην15 és így imádkozott az ő színe előtt: »Uram, Izrael Istene, aki a kerubok felett ülsz, te vagy egyedül a föld minden királyának Istene, te alkottad az eget és a földet.
16 κλινον κυριε το ους σου και ακουσον ανοιξον κυριε τους οφθαλμους σου και ιδε και ακουσον τους λογους σενναχηριμ ους απεστειλεν ονειδιζειν θεον ζωντα16 Hajtsd ide füledet s halld: nyisd meg, Uram, szemedet és lásd, halld meg Szanherib minden szavát, aki ideküldött, hogy gyalázza előttünk az élő Istent.
17 οτι αληθεια κυριε ηρημωσαν βασιλεις ασσυριων τα εθνη17 Igaz, Uram, Asszíria királyai elpusztították azon nemzeteket s mindazok földjét
18 και εδωκαν τους θεους αυτων εις το πυρ οτι ου θεοι εισιν αλλ' η εργα χειρων ανθρωπων ξυλα και λιθοι και απωλεσαν αυτους18 s tűzbe vetették azok isteneit, hiszen azok nem voltak istenek, hanem emberi kéz fából s kőből való alkotásai s így megsemmisíthették őket.
19 και νυν κυριε ο θεος ημων σωσον ημας εκ χειρος αυτου και γνωσονται πασαι αι βασιλειαι της γης οτι συ κυριος ο θεος μονος19 Nos tehát, te, Urunk, Istenünk, ments meg minket kezükből, hadd tudja meg a föld minden országa, hogy te, az Úr, vagy egyedül Isten!«
20 και απεστειλεν ησαιας υιος αμως προς εζεκιαν λεγων ταδε λεγει κυριος ο θεος των δυναμεων ο θεος ισραηλ α προσηυξω προς με περι σενναχηριμ βασιλεως ασσυριων ηκουσα20 Elküldött erre Izajás, Ámosz fia, Hiszkijához és üzente: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Meghallgattam, amit tőlem Szanherib, az asszírok királya felől kértél.
21 ουτος ο λογος ον ελαλησεν κυριος επ' αυτον εξουδενησεν σε και εμυκτηρισεν σε παρθενος θυγατηρ σιων επι σοι κεφαλην αυτης εκινησεν θυγατηρ ιερουσαλημ21 Ez az, amit az Úr felőle szólt: ‘Megvet téged s csúfot űz belőled Sion szűzi lánya, hátad mögött fejét rázza, Jeruzsálem lánya.
22 τινα ωνειδισας και εβλασφημησας και επι τινα υψωσας φωνην και ηρας εις υψος τους οφθαλμους σου εις τον αγιον του ισραηλ22 Kit gyaláztál s káromoltál? Ki ellen emelted fel hangodat s vetetted magasra pillantásodat? Izraelnek Szentje ellen!
23 εν χειρι αγγελων σου ωνειδισας κυριον και ειπας εν τω πληθει των αρματων μου εγω αναβησομαι εις υψος ορεων μηρους του λιβανου και εκοψα το μεγεθος της κεδρου αυτου τα εκλεκτα κυπαρισσων αυτου και ηλθον εις μελον τελους αυτου δρυμου καρμηλου αυτου23 Szolgáid által az Urat gyaláztad s azt mondtad: szekereim sokaságával felmentem a hegyek magasaira, a Libanonnak ormára, kivágtam sudár cédrusait s legpompásabb fenyőfáit, behatoltam egészen a határáig s Kármeljének erdejét
24 εγω εψυξα και επιον υδατα αλλοτρια και εξηρημωσα τω ιχνει του ποδος μου παντας ποταμους περιοχης24 kivágtam. Idegen vizet ittam, és lábam nyomával kiszárítottam minden elzárt vizet.
25 επλασα αυτην νυν ηγαγον αυτην και εγενηθη εις επαρσεις αποικεσιων μαχιμων πολεις οχυρας25 Nem hallottad-e, mit határoztam kezdettől fogva? Ősidőktől fogva rendeltem el, – most hajtottam végre –, hogy romhalmazzá legyenek a hősök erős városai.
26 και οι ενοικουντες εν αυταις ησθενησαν τη χειρι επτηξαν και κατησχυνθησαν εγενοντο χορτος αγρου η χλωρα βοτανη χλοη δωματων και πατημα απεναντι εστηκοτος26 Akik bennük laknak, tehetetlenül ezért rettentek s szégyenültek meg s lettek olyanok, mint a mezei pázsit s a tetőn zöldellő fű, amely elszárad, mielőtt megérik.
27 και την καθεδραν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου εγνων και τον θυμον σου επ' εμε27 Rég ismerem lakásodat, kijöttödet, bemeneteledet, utadat és ellenem való tombolásodat.
28 δια το οργισθηναι σε επ' εμε και το στρηνος σου ανεβη εν τοις ωσιν μου και θησω τα αγκιστρα μου εν τοις μυκτηρσιν σου και χαλινον εν τοις χειλεσιν σου και αποστρεψω σε εν τη οδω η ηλθες εν αυτη28 Őrjöngtél ellenem, s kevélységed felhatott fülembe. Nos hát karikát teszek az orrodba és zablát a szájadba, és visszavezetlek arra az útra, amelyen feljöttél.
29 και τουτο σοι το σημειον φαγη τουτον τον ενιαυτον αυτοματα και τω ετει τω δευτερω τα ανατελλοντα και ετι τριτω σπορα και αμητος και φυτεια αμπελωνων και φαγεσθε τον καρπον αυτων29 Neked pedig, Hiszkija, ez szolgáljon jelül: ebben az esztendőben azt kell enned, amit találsz, a második esztendőben azt, ami magától terem, a harmadik esztendőben azonban vethettek, arathattok, ültethettek szőlőt és ehetitek gyümölcsét.
30 και προσθησει το διασεσωσμενον οικου ιουδα το υπολειφθεν ριζαν κατω και ποιησει καρπον ανω30 Mindaz, ami megmarad Júda házából, azután is gyökeret hajt alul s gyümölcsöt hoz felül,
31 οτι εξ ιερουσαλημ εξελευσεται καταλειμμα και ανασωζομενος εξ ορους σιων ο ζηλος κυριου των δυναμεων ποιησει τουτο31 mert a megmaradtak fognak kivonulni Jeruzsálemből és a megszabadultak Sionnak hegyéről. A Seregek Urának buzgalma fogja véghezvinni ezt.
32 ουχ ουτως ταδε λεγει κυριος προς βασιλεα ασσυριων ουκ εισελευσεται εις την πολιν ταυτην και ου τοξευσει εκει βελος και ου προφθασει αυτην θυρεος και ου μη εκχεη προς αυτην προσχωμα32 Éppen azért ezt mondja az Úr Asszíria királya felől: nem jön be e városba, nyilat sem lő belé, pajzzsal sem támadja meg, sánccal sem veszi körül:
33 τη οδω η ηλθεν εν αυτη αποστραφησεται και εις την πολιν ταυτην ουκ εισελευσεται λεγει κυριος33 az úton, amelyen jött, visszatér, s e városba be nem jön, – úgymond az Úr –,
34 και υπερασπιω υπερ της πολεως ταυτης δι' εμε και δια δαυιδ τον δουλον μου34 mert megoltalmazom s megmentem e várost önmagamért és szolgámért, Dávidért.’«
35 και εγενετο εως νυκτος και εξηλθεν αγγελος κυριου και επαταξεν εν τη παρεμβολη των ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας και ωρθρισαν το πρωι και ιδου παντες σωματα νεκρα35 Csakugyan, még azon az éjjelen az történt, hogy eljött az Úr angyala s megölt az asszírok táborában száznyolcvanötezer embert. Amikor aztán reggel felkelt s látta a megannyi holttestet, felkerekedett, elment
36 και απηρεν και επορευθη και απεστρεψεν σενναχηριμ βασιλευς ασσυριων και ωκησεν εν νινευη36 és visszatért Szanherib, az asszírok királya és Ninivében maradt.
37 και εγενετο αυτου προσκυνουντος εν οικω νεσεραχ θεου αυτου και αδραμελεχ και σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα και αυτοι εσωθησαν εις γην αραρατ και εβασιλευσεν ασορδαν ο υιος αυτου αντ' αυτου37 Amikor azonban egyszer Neszrok templomában istenét imádta, fiai, Adramelek és Szárezer megölték karddal, majd elmenekültek az örmények földjére s fia, Asszarhaddon lett a király helyette.