Sámuel első könyve 15
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Azt mondta egyszer Sámuel Saulnak: »Engem küldött az Úr, hogy téged népének, Izraelnek királyává kenjelek: most azért halld az Úr szavát. | 1 και ειπεν σαμουηλ προς σαουλ εμε απεστειλεν κυριος χρισαι σε εις βασιλεα επι ισραηλ και νυν ακουε της φωνης κυριου |
2 Ezt üzeni a Seregek Ura: Megemlékeztem mindarról, amit az amalekiták Izraelen elkövettek, hogy miképp álltak ellene az úton, amikor feljött Egyiptomból. | 2 ταδε ειπεν κυριος σαβαωθ νυν εκδικησω α εποιησεν αμαληκ τω ισραηλ ως απηντησεν αυτω εν τη οδω αναβαινοντος αυτου εξ αιγυπτου |
3 Most azért eredj, s verd meg az amalekitákat, s pusztítsd el mindenüket: ne kíméld őket, s meg ne kívánj holmijukból semmit sem, hanem ölj meg férfit s asszonyt, gyermeket és csecsemőt, szarvasmarhát, s aprójószágot, tevét és szamarat egyaránt.« | 3 και νυν πορευου και παταξεις τον αμαληκ και ιεριμ και παντα τα αυτου και ου περιποιηση εξ αυτου και εξολεθρευσεις αυτον και αναθεματιεις αυτον και παντα τα αυτου και ου φειση απ' αυτου και αποκτενεις απο ανδρος και εως γυναικος και απο νηπιου εως θηλαζοντος και απο μοσχου εως προβατου και απο καμηλου εως ονου |
4 Erre Saul hadba szólította a népet, s megszámlálta őket, miként a bárányokat: kétszázezer gyalogosa és tízezer júdabeli embere volt. | 4 και παρηγγειλεν σαουλ τω λαω και επισκεπτεται αυτους εν γαλγαλοις τετρακοσιας χιλιαδας ταγματων και τον ιουδαν τριακοντα χιλιαδας ταγματων |
5 Amikor aztán Saul az amalekiták városáig jutott, lesbe állt a völgyben. | 5 και ηλθεν σαουλ εως των πολεων αμαληκ και ενηδρευσεν εν τω χειμαρρω |
6 Majd azt mondta Saul a kenitáknak: »Menjetek, távozzatok, s költözzetek ki az amalekiták közül, hogy pusztulásba ne találjalak sodorni titeket közöttük, noha ti irgalmasságot cselekedtetek Izrael valamennyi fiával, amikor feljöttek Egyiptomból.« Erre aztán eltávoztak a keniták az amalekiták közül. | 6 και ειπεν σαουλ προς τον κιναιον απελθε και εκκλινον εκ μεσου του αμαληκιτου μη προσθω σε μετ' αυτου και συ εποιησας ελεος μετα των υιων ισραηλ εν τω αναβαινειν αυτους εξ αιγυπτου και εξεκλινεν ο κιναιος εκ μεσου αμαληκ |
7 Saul pedig megverte az amalekitákat Hevilától egészen addig, ahol az Egyiptommal szemben levő Súrhoz jut az ember. | 7 και επαταξεν σαουλ τον αμαληκ απο ευιλατ εως σουρ επι προσωπου αιγυπτου |
8 Agágot, az amalekiták királyát elevenen elfogta, az egész népet pedig kardélre hányatta. | 8 και συνελαβεν τον αγαγ βασιλεα αμαληκ ζωντα και παντα τον λαον ιεριμ απεκτεινεν εν στοματι ρομφαιας |
9 Ám Saul és a nép megkímélte Agágot meg az aprójószág és szarvasmarha legjavát, a juhokat és a kosokat, és mindazt, ami szép volt. Nem akarták elpusztítani, hanem csak azt pusztították el, ami silány és megvetendő volt. | 9 και περιεποιησατο σαουλ και πας ο λαος τον αγαγ ζωντα και τα αγαθα των ποιμνιων και των βουκολιων και των εδεσματων και των αμπελωνων και παντων των αγαθων και ουκ εβουλετο αυτα εξολεθρευσαι και παν εργον ητιμωμενον και εξουδενωμενον εξωλεθρευσαν |
10 Ekkor az Úr szózatot intézett Sámuelhez, mondva: | 10 και εγενηθη ρημα κυριου προς σαμουηλ λεγων |
11 »Bánom, hogy királlyá tettem Sault, mert elhagyott engem, s nem hajtotta végre szavamat.« Elszomorodott erre Sámuel, s egész éjszaka kiáltott az Úrhoz. | 11 παρακεκλημαι οτι εβασιλευσα τον σαουλ εις βασιλεα οτι απεστρεψεν απο οπισθεν μου και τους λογους μου ουκ ετηρησεν και ηθυμησεν σαμουηλ και εβοησεν προς κυριον ολην την νυκτα |
12 Amikor aztán éjszaka felkelt Sámuel, hogy reggelre Saul elé menjen, hírül hozták Sámuelnek, hogy Saul Kármelbe ment, s diadalívet emelt magának, s aztán megfordult, tovább ment, s lement Gilgálba. Odament tehát Sámuel Saulhoz, miközben Saul éppen egészen elégő áldozatot mutatott be az Úrnak az amalekitáktól hozott zsákmány legjavából. | 12 και ωρθρισεν σαμουηλ και επορευθη εις απαντησιν ισραηλ πρωι και απηγγελη τω σαμουηλ λεγοντες ηκει σαουλ εις καρμηλον και ανεστακεν αυτω χειρα και επεστρεψεν το αρμα και κατεβη εις γαλγαλα προς σαουλ και ιδου αυτος ανεφερεν ολοκαυτωσιν τω κυριω τα πρωτα των σκυλων ων ηνεγκεν εξ αμαληκ |
13 Amikor Sámuel odaért Saulhoz, azt mondta neki Saul: »Áldjon meg téged az Úr! Teljesítettem az Úr szavát!« | 13 και παρεγενετο σαμουηλ προς σαουλ και ειπεν αυτω σαουλ ευλογητος συ τω κυριω εστησα παντα οσα ελαλησεν κυριος |
14 Ám Sámuel azt mondta: »Hát micsoda juhok bégetése az, amely a fülembe hatol, s miféle marhák bőgése az, amelyet hallok?« | 14 και ειπεν σαμουηλ και τις η φωνη του ποιμνιου τουτου εν τοις ωσιν μου και φωνη των βοων ων εγω ακουω |
15 Azt mondta erre Saul: »Az amalekitáktól hozták őket; a nép ugyanis megkímélte az aprójószág s a szarvasmarha legjavát, hogy feláldozza az Úrnak, a te Istenednek, a többit azonban megöltük.« | 15 και ειπεν σαουλ εξ αμαληκ ηνεγκα αυτα α περιεποιησατο ο λαος τα κρατιστα του ποιμνιου και των βοων οπως τυθη τω κυριω θεω σου και τα λοιπα εξωλεθρευσα |
16 Azt mondta erre Sámuel Saulnak: »Engedd, hadd közöljem veled, mit mondott nekem az Úr ez éjszaka.« Ő így szólt: »Beszélj!« | 16 και ειπεν σαμουηλ προς σαουλ ανες και απαγγελω σοι α ελαλησεν κυριος προς με την νυκτα και ειπεν αυτω λαλησον |
17 Azt mondta erre Sámuel: »Nemde, noha kicsiny is voltál a magad szemében, Izrael törzseinek fejévé lettél, és az Úr Izrael királyává kent fel téged. | 17 και ειπεν σαμουηλ προς σαουλ ουχι μικρος συ ει ενωπιον αυτου ηγουμενος σκηπτρου φυλης ισραηλ και εχρισεν σε κυριος εις βασιλεα επι ισραηλ |
18 Aztán elküldött az Úr téged erre az útra és azt mondta: ‘Eredj, s pusztítsd el a vétkes amalekitákat, s hadakozz ellenük, amíg meg nem semmisülnek.’ | 18 και απεστειλεν σε κυριος εν οδω και ειπεν σοι πορευθητι και εξολεθρευσον τους αμαρτανοντας εις εμε τον αμαληκ και πολεμησεις αυτους εως συντελεσης αυτους |
19 Miért nem hallgattál tehát az Úr szavára? Miért estél neki a zsákmánynak, s miért cselekedted azt, ami gonosz az Úr előtt?« | 19 και ινα τι ουκ ηκουσας της φωνης κυριου αλλ' ωρμησας του θεσθαι επι τα σκυλα και εποιησας το πονηρον ενωπιον κυριου |
20 Azt mondta erre Saul Sámuelnek: »Hiszen én hallgattam az Úr szavára, s elmentem arra az útra, amelyre az Úr küldött, s elhoztam Agágot, az amalekiták királyát, s megöltem az amalekitákat. | 20 και ειπεν σαουλ προς σαμουηλ δια το ακουσαι με της φωνης του λαου και επορευθην εν τη οδω η απεστειλεν με κυριος και ηγαγον τον αγαγ βασιλεα αμαληκ και τον αμαληκ εξωλεθρευσα |
21 A nép pedig azért vett el a zsákmányból aprójószágot és marhát, hogy a megölt jószág zsengéjeként áldozatul mutassa be az Úrnak, Istenének Gilgálban.« | 21 και ελαβεν ο λαος των σκυλων ποιμνια και βουκολια τα πρωτα του εξολεθρευματος θυσαι ενωπιον κυριου θεου ημων εν γαλγαλοις |
22 Azt mondta erre Sámuel: »Vajon egészen elégő áldozatokat s véresáldozatokat akar-e az Úr, s nem inkább azt, hogy engedelmeskedjenek az Úr szavának? Többet ér az engedelmesség, mint a véresáldozat, és a szófogadás többet, mint a kosok hájának bemutatása, | 22 και ειπεν σαμουηλ ει θελητον τω κυριω ολοκαυτωματα και θυσιαι ως το ακουσαι φωνης κυριου ιδου ακοη υπερ θυσιαν αγαθη και η επακροασις υπερ στεαρ κριων |
23 mert a varázslás bűnével ér fel az ellenszegülés, és a bálványimádás vétkével az engedelmesség megtagadása. Mivel tehát megvetetted az Úr szavát, azért az Úr is megvetett téged, hogy ne légy tovább király.« | 23 οτι αμαρτια οιωνισμα εστιν οδυνην και πονους θεραφιν επαγουσιν οτι εξουδενωσας το ρημα κυριου και εξουδενωσει σε κυριος μη ειναι βασιλεα επι ισραηλ |
24 Azt mondta erre Saul Sámuelnek: »Vétkeztem, mert megszegtem az Úr szavát s a te szavadat, de féltem a néptől, azért engedtem szavuknak. | 24 και ειπεν σαουλ προς σαμουηλ ημαρτηκα οτι παρεβην τον λογον κυριου και το ρημα σου οτι εφοβηθην τον λαον και ηκουσα της φωνης αυτων |
25 Most azonban kérlek, vedd el bűnömet, s gyere vissza velem, hogy imádjam az Urat.« | 25 και νυν αρον δη το αμαρτημα μου και αναστρεψον μετ' εμου και προσκυνησω κυριω τω θεω σου |
26 Ám Sámuel azt mondta Saulnak: »Nem megyek vissza veled, mert megvetetted az Úr szavát, s azért az Úr is megvetett téged, hogy ne légy tovább Izrael királya.« | 26 και ειπεν σαμουηλ προς σαουλ ουκ αναστρεφω μετα σου οτι εξουδενωσας το ρημα κυριου και εξουδενωσει σε κυριος του μη ειναι βασιλεα επι τον ισραηλ |
27 Azzal Sámuel megfordult, hogy távozzon: ő azonban megragadta palástja szélét, úgyhogy az elszakadt. | 27 και απεστρεψεν σαμουηλ το προσωπον αυτου του απελθειν και εκρατησεν σαουλ του πτερυγιου της διπλοιδος αυτου και διερρηξεν αυτο |
28 Azt mondta erre neki Sámuel: »Elszakította ma tőled az Úr Izrael királyságát, s odaadta másnak, aki különb, mint te. | 28 και ειπεν προς αυτον σαμουηλ διερρηξεν κυριος την βασιλειαν ισραηλ εκ χειρος σου σημερον και δωσει αυτην τω πλησιον σου τω αγαθω υπερ σε |
29 Izrael Győzedelmese nem von vissza, s nem bán meg semmit, mert nem ember, hogy megbánjon valamit!« | 29 και διαιρεθησεται ισραηλ εις δυο και ουκ αποστρεψει ουδε μετανοησει οτι ουχ ως ανθρωπος εστιν του μετανοησαι αυτος |
30 Ám ő azt mondta: »Vétkeztem! Most azonban tisztelj meg engem népem vénei és Izrael előtt: gyere vissza velem, hogy imádjam az Urat, Istenedet.« | 30 και ειπεν σαουλ ημαρτηκα αλλα δοξασον με δη ενωπιον πρεσβυτερων ισραηλ και ενωπιον λαου μου και αναστρεψον μετ' εμου και προσκυνησω τω κυριω θεω σου |
31 Megfordult tehát Sámuel és követte Sault és Saul imádta az Urat. | 31 και ανεστρεψεν σαμουηλ οπισω σαουλ και προσεκυνησεν τω κυριω |
32 Majd azt mondta Sámuel: »Hozzátok elém Agágot, az amalekiták királyát.« Oda is vitték eléje a kövér, remegő Agágot. Azt mondta ekkor Agág: »Így szakít el a keserű halál?« | 32 και ειπεν σαμουηλ προσαγαγετε μοι τον αγαγ βασιλεα αμαληκ και προσηλθεν προς αυτον αγαγ τρεμων και ειπεν αγαγ ει ουτως πικρος ο θανατος |
33 Azt mondta azonban Sámuel: »Amint kardod gyermektelenné tette az asszonyokat, úgy legyen gyermektelenné anyád is az asszonyok között.« Azzal darabokra szabdalta őt Sámuel az Úr előtt Gilgálban. | 33 και ειπεν σαμουηλ προς αγαγ καθοτι ητεκνωσεν γυναικας η ρομφαια σου ουτως ατεκνωθησεται εκ γυναικων η μητηρ σου και εσφαξεν σαμουηλ τον αγαγ ενωπιον κυριου εν γαλγαλ |
34 Sámuel azután elment Ramátába, Saul pedig felment Gibeába, házába. | 34 και απηλθεν σαμουηλ εις αρμαθαιμ και σαουλ ανεβη εις τον οικον αυτου εις γαβαα |
35 Sámuel nem is kereste fel többé Sault halála napjáig. Sámuel azonban egyre bánkódott Saul miatt, mivel az Úr megbánta, hogy Izrael királyává tette. | 35 και ου προσεθετο σαμουηλ ετι ιδειν τον σαουλ εως ημερας θανατου αυτου οτι επενθει σαμουηλ επι σαουλ και κυριος μετεμεληθη οτι εβασιλευσεν τον σαουλ επι ισραηλ |