Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Számok könyve 11


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezenközben zúgolódás támadt az Úr ellen a nép között a fáradság miatt. Amikor az Úr ezt meghallotta, megharagudott és kigyulladt ellenük az Úr tüze és emészteni kezdte a tábor szélét.1 Και εγογγυζεν ο λαος πονηρα εις τα ωτα του Κυριου? και ο Κυριος ηκουσε και εξηφθη η οργη αυτου? και εξεκαυθη μεταξυ αυτων πυρ Κυριου και κατεφαγε το ακρον του στρατοπεδου.
2 Amikor azonban a nép Mózeshez kiáltott, Mózes könyörgött az Úrhoz és a tűz elenyészett.2 Και εβοησεν ο λαος προς τον Μωυσην? και ο Μωυσης προσηυχηθη προς τον Κυριον και επαυσε το πυρ.
3 Erre elnevezte azt a helyet Taberának (azaz Gyulladásnak), mivel kigyulladt ellenük az Úr tüze.3 Και εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Ταβερα, διοτι εξεκαυθη μεταξυ αυτων πυρ Κυριου.
4 Az a gyülevész népség pedig, amely velük feljött, kívánságra gerjedt, s leült és siránkozott és Izrael fiait is csatlakozásra bírta és azt mondta: »Ki ad nekünk húst enni?4 Και το συμμικτον πληθος το μεταξυ αυτων, επεθυμησαν επιθυμιαν? και εκλαιον παλιν και οι υιοι Ισραηλ, και ειπαν, Τις θελει δωσει εις ημας κρεας να φαγωμεν;
5 Emlékszünk a halra, amelyet ingyen ettünk Egyiptomban, eszünkbe jut az uborka, a dinnye, a póréhagyma, a vöröshagyma s a fokhagyma.5 ενθυμουμεθα τα οψαρια, τα οποια ετρωγομεν εν Αιγυπτω δωρεαν, τα αγγουρια και τα πεπονια και τα πρασα και τα κρομμυα και τα σκορδα?
6 Most száraz a torkunk: nem lát szemünk semmi mást, csak mannát.«6 τωρα δε η ψυχη ημων ειναι καταξηρος? δεν ειναι εις τους οφθαλμους ημων ουδεν αλλο παρα τουτο το μαννα.
7 A manna olyan volt, mint a koriander magva, olyan színű, mint a bdellium;7 Το δε μαννα ητο ως ο σπορος του κοριανδρου, και το χρωμα αυτου ως το χρωμα του βδελλιου.
8 a nép körüljárt, felszedte, megőrölte a kézimalmon vagy megtörte a mozsárban, aztán megfőzte a fazékban, s kalácsot készített belőle, olyan ízűt, mint az olajos lepény.8 Ο λαος περιεφερετο συναγων αυτο, και ηλεθον εις μυλον η εκοπανιζον αυτο εις ιγδιον και εψηνον αυτο εις χυτραν και εκαμνον εγκρυφιας εξ αυτου? και η γευσις αυτου ητο ως γευσις λαγανου εξ ελαιου.
9 Amikor éjjel leszállt a táborra a harmat, leszállt vele a manna is.9 Και οτε κατεβαινεν η δροσος εις το στρατοπεδον την νυκτα, επιπτε το μαννα επ' αυτης.
10 Hallotta tehát Mózes, hogy siránkozik a nép családról családra, mindenki a sátra ajtajában. Erre igen felgerjedt az Úr haragja, de Mózesnek is tűrhetetlennek tűnt ez a dolog.10 Και ηκουσεν ο Μωυσης τον λαον κλαιοντα κατα τας συγγενειας αυτων, εκαστον εις την θυραν της σκηνης αυτου? και εξηφθη η οργη του Κυριου σφοδρα? εφανη δε τουτο κακον και εις τον Μωυσην.
11 Azt mondta azért az Úrnak: »Miért nyomorítottad meg szolgádat? Miért nem lelek kegyelmet előtted, s miért raktad énrám az egész nép terhét?11 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Δια τι εταλαιπωρησας τον δουλον σου; και δια τι δεν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, ωστε εβαλες επ' εμε το φορτιον ολον του λαου τουτου;
12 Hát én fogantam-e ezt az egész sokaságot, vagy én szültem-e őt, hogy azt mondod nekem: ‘Hordozd őket kebleden, amint a dajka szokta hordozni a csecsemőt, s vidd el őket arra a földre, amely felől megesküdtél atyáiknak?’12 μηπως εγω συνελαβον ολον τον λαον τουτον; η εγω εγεννησα αυτους, δια να μοι λεγης, Λαβε αυτον εις τον κολπον σου, καθως βασταζει η τροφος το θηλαζον βρεφος, εις την γην την οποιαν ωμοσας προς τους πατερας αυτων;
13 Honnan vegyek húst, hogy adjak ekkora sokaságnak? Sírnak nekem és mondják: ‘Adj nekünk húst enni!’13 ποθεν εις εμε κρεατα να δωσω εις ολον τον λαον τουτον; διοτι κλαιουσι προς εμε, λεγοντες, Δος εις ημας κρεας να φαγωμεν?
14 Én egyedül nem győzöm ezt az egész népet, mert nehéz az nekem.14 δεν δυναμαι εγω μονος να βαστασω ολον τον λαον τουτον, διοτι ειναι πολυ βαρυ εις εμε?
15 Ha azonban te másként ítélsz, akkor kérlek, ölj meg engem, s találjak kegyelmet szemed előtt, hogy ne szenvedjek ennyi nyomorúságot.«15 και αν καμνης ουτως εις εμε, θανατωσον με ευθυς, δεομαι, εαν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, δια να μη βλεπω την δυστυχιαν μου.
16 Azt mondta erre az Úr Mózesnek: »Gyűjts egybe nekem hetven olyan férfit Izrael vénei közül, akikről tudod, hogy a nép vénei s elöljárói, s vidd őket a szövetség sátrának ajtajához és állítsd ott őket magad mellé.16 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Συναξον εις εμε εβδομηκοντα ανδρας εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ, τους οποιους γνωριζεις οτι ειναι πρεσβυτεροι του λαου και αρχοντες αυτων? και φερε αυτους εις την σκηνην του μαρτυριου, οπου θελουσι σταθη μετα σου.
17 Én majd leszállok és szólok neked, s elveszek lelkedből, s odaadom nekik, hogy hordozzák veled a nép terhét, s ne terheljen az téged egyedül.17 Και θελω καταβη και λαλησει εκει μετα σου? και θελω λαβει απο του πνευματος του επι σε και θελω επιθεσει επ' αυτους? και θελουσι βασταζει το φορτιον του λαου μετα σου, δια να μη βασταζης αυτο συ μονος.
18 A népnek pedig mondd: Szentelődjetek meg: holnap húst esztek. Hallottam ugyanis, hogy azt mondtátok: ‘Ki ad nekünk húst enni? Jó volt nekünk Egyiptomban.’ – Ad tehát majd nektek húst az Úr, s esztek,18 Και ειπε προς τον λαον, Αγιασατε εαυτους δια την αυριον, και θελετε φαγει κρεας? διοτι εκλαυσατε εις τα ωτα του Κυριου λεγοντες, Τις θελει δωσει εις ημας κρεας να φαγωμεν; διοτι καλα ημεθα εν Αιγυπτω. Δια τουτο θελει σας δωσει κρεας ο Κυριος, και θελετε φαγει?
19 nem egy nap, sem kettőn, sem ötön, sem tízen, sem húszon,19 δεν θελετε φαγει μιαν ημεραν ουτε δυο ημερας ουτε πεντε ημερας ουτε δεκα ημερας, ουτε εικοσι ημερας?
20 hanem egy egész hónapig, míg ki nem jön orrotokon, s utálatossá nem válik, mivel megvetettétek az Urat, aki közöttetek van és sírtatok előtte, mondván: ‘Miért jöttünk ki Egyiptomból?’«20 ολοκληρον μηνα θελετε φαγει, εωσου εξελθη εκ των μυκτηρων σας και γεινη εις εσας αηδια? διοτι ηπειθησατε εις τον Κυριον, οστις ειναι μεταξυ σας, και εκλαυσατε ενωπιον αυτου, λεγοντες, Δια τι να αναχωρησωμεν απο της Αιγυπτου;
21 Azt mondta erre Mózes: »Hatszázezer gyalogosa van e népnek, s te azt mondod: ‘Húst adok nekik enni egy egész hónapig?’21 Και ειπεν ο Μωυσης, Εξακοσιαι χιλιαδες πεζων ειναι ο λαος, εν μεσω των οποιων εγω ειμαι και συ ειπας, Θελω δωσει εις αυτους κρεας, δια να φαγωσιν ολοκληρον μηνα.
22 Talán bizony juhok s marhák sokasága kerül levágásra, hogy elég legyen eledelül, vagy egybegyűlik a tenger minden hala, hogy jóllakassa őket?«22 Θελουσι σφαχθη δι' αυτους τα ποιμνια και αι αγελαι, δια να εξαρκεσωσιν εις αυτους; η θελουσι συναχθη ομου παντα τα οψαρια της θαλασσης δι' αυτους, δια να εξαρκεσωσιν εις αυτους;
23 Azt felelte neki az Úr: »Hát erőtlen-e az Úr keze? Nos, majd meglátod, valóban beteljesedik-e beszédem?«23 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Μηπως η χειρ του Κυριου εσμικρυνθη; τωρα θελεις ιδει αν εκτεληται ο λογος μου, η ουχι.
24 Elment tehát Mózes és elmondta a népnek az Úr szavait, s egybegyűjtött hetven férfit Izrael vénei közül, s odaállította őket a sátor köré.24 Και εξηλθεν ο Μωυσης και ειπε προς τον λαον τους λογους του Κυριου? και συνηγαγε τους εβδομηκοντα ανδρας εκ των πρεσβυτερων του λαου και εστησεν αυτους κυκλω της σκηνης.
25 Ekkor leszállt az Úr a felhőben, szólt hozzá és elvett abból a lélekből, amely Mózesen volt, s odaadta a hetven férfinak. Ezek, amikor megnyugodott rajtuk a Lélek, akkor prófétálni kezdtek, máskor azonban nem.25 Και κατεβη Κυριος εν νεφελη και ελαλησε προς αυτον, και ελαβεν απο του πνευματος του επ' αυτον και επεθηκεν επι τους εβδομηκοντα ανδρας τους πρεσβυτερους? και αφου εκαθησεν επ' αυτους το πνευμα, επροφητευσαν αλλα δεν εξηκολουθησαν.
26 Két férfi azonban a táborban maradt: az egyiket Eldádnak, a másikat Medádnak hívták; ezeken is megnyugodott a Lélek, mert ők is az összeírtak között voltak, csak nem mentek ki a sátorhoz.26 Εμειναν ομως δυο ανδρες εν τω στρατοπεδω, το ονομα του ενος Ελδαδ και το ονομα του δευτερου Μηδαδ? και εκαθησεν επ' αυτους το πνευμα? και ουτοι ησαν εκ των καταγεγραμμενων, δεν εξηλθον ομως εις την σκηνην? και επροφητευον εν τω στρατοπεδω.
27 Amikor ezek prófétálni kezdtek a táborban, elszaladt egy legény, s jelentette Mózesnek: »Eldád és Medád prófétálnak a táborban.«27 Και εδραμε νεανισκος τις και ανηγγειλε προς τον Μωυσην λεγων, Ο Ελδαδ και ο Μηδαδ προφητευουσιν εν τω στρατοπεδω.
28 Nyomban azt mondta Józsue, Nún fia, Mózesnek sokak közül kiválasztott szolgája: »Uram, Mózes, tiltsd meg nekik!«28 Και Ιησους ο υιος του Ναυη, ο θεραπων του Μωυσεως, ο εκλεκτος αυτου, απεκριθη και ειπε, Κυριε μου Μωυση, εμποδισον αυτους.
29 Ám ő azt mondta: »Mit féltékenykedsz miattam? Bárcsak az egész nép prófétálna, s az Úr nekik adná Lelkét!«29 Και ειπε προς αυτον ο Μωυσης, Ζηλοτυπεις υπερ εμου; ειθε πας ο λαος του Κυριου να ησαν προφηται, και ο Κυριος να επεθετεν επ' αυτους το πνευμα αυτου
30 Aztán Mózes meg Izrael vénei visszatértek a táborba.30 Και ανεχωρησεν ο Μωυσης εις το στρατοπεδον, αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ.
31 Ekkor szél érkezett az Úrtól, fürjeket ragadott fel a tengeren túlról, s elhozta őket és a táborra hullatta, egynapi járóföldre körös-körül, a tábor minden oldalán; két könyöknyi magasságban repdestek a föld felett a levegőben.31 Και εξηλθεν ανεμος παρα Κυριου και εφερεν ορτυκια απο της θαλασσης και ερριψεν αυτα επι το στρατοπεδον, εως μιας ημερας οδον εντευθεν και εως μιας ημερας οδον εντευθεν, κυκλω του στρατοπεδου? και ησαν εως δυο πηχας επι το προσωπον της γης.
32 Felkerekedett erre a nép, s azon az egész napon és éjszakán meg a következő napon szedte a fürjeket. Még aki keveset gyűjtött, annak is volt tíz hómernyi; és kiterítették őket a tábor körül.32 Και σηκωθεις ο λαος ολην εκεινην την ημεραν και ολην την νυκτα και ολην την ακολουθον ημεραν, εσυναξαν τα ορτυκια? ο συναξας το ολιγωτερον, εσυναξε δεκα χομορ? και εξηπλονον αυτα κυκλω του στρατοπεδου δι' εαυτους.
33 Még a foguk között volt a hús és még el sem fogyott ez az eledel, amikor íme, felgerjedt az Úr haragja a nép ellen, s megverte felette nagy csapással.33 Ενω δε το κρεας ητο ετι εις τους οδοντας αυτων, πριν μασσηθη, εξηφθη η οργη του Κυριου επι τον λαον? και επαταξε Κυριος τον λαον εν πληγη μεγαλη σφοδρα.
34 Erre elnevezték azt a helyet a Kívánkozás sírjainak, mert ott temették el a kívánkozó népet.34 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου Κιβρωθ-αττααβα, διοτι εκει εταφη ο λαος ο επιθυμητης.
35 Aztán elindultak a Kívánkozás sírjaitól, s eljutottak Hácerótba, s ott telepedtek meg.35 Και ανεχωρησεν ο λαος απο Κιβρωθ-αττααβα εις Ασηρωθ και εμεινεν εν Ασηρωθ.