Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Kivonulás könyve 5


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezután Mózes és Áron bementek, és azt mondták a fáraónak: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Engedd el népemet, hogy áldozzék nekem a pusztában!«1 Μετα δε ταυτα, εισελθοντες ο Μωυσης και ο Ααρων, ειπαν προς τον Φαραω, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εξαποστειλον τον λαον μου, δια να εορτασωσιν εις εμε εν τη ερημω.
2 Ám az így felelt: »Ki az az Úr, hogy hallgassak szavára, és elengedjem Izraelt? Nem ismerem én az Urat, és nem engedem el Izraelt!«2 Ο δε Φαραω ειπε, Τις ειναι ο Κυριος, εις του οποιου την φωνην θελω υπακουσει, ωστε να εξαποστειλω τον Ισραηλ; δεν γνωριζω τον Κυριον και ουδε τον Ισραηλ θελω εξαποστειλει.
3 Erre ők azt mondták: »Találkoztunk a héberek Istenével. Most elmegyünk háromnapi útra a pusztába, hogy áldozzunk az Úrnak, a mi Istenünknek. Különben pestis vagy kard fog sújtani ránk!«3 Οι δε ειπον, Ο Θεος των Εβραιων συνηντησεν ημας? αφες λοιπον να υπαγωμεν οδον τριων ημερων εις την ερημον, δια να προσφερωμεν θυσιαν εις Κυριον τον Θεον ημων, μηποτε ελθη καθ' ημων με θανατικον η με μαχαιραν.
4 Erre azt mondta nekik Egyiptom királya: »Mózes és Áron, miért vonjátok el a népet munkájától? Menjetek csak dolgozni!«4 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς της Αιγυπτου, Δια τι, Μωυση και Ααρων, αποκοπτετε τον λαον απο των εργασιων αυτου; υπαγετε εις τα εργα σας.
5 Aztán így folytatta a fáraó: »Máris túl sok a föld népe! Láthatjátok, hogy megnövekedett száma. Hát még ha megengeditek, hogy elnyugodjék a kényszermunkától?«5 Και ειπεν ο Φαραω, Ιδου, ο λαος του τοπου ειναι τωρα πολυπληθης και σεις καμνετε αυτους να παυωσιν απο των εργων αυτων.
6 Ezért még aznap megparancsolta a munkafelügyelőknek és a nép elöljáróinak:6 Και την αυτην ημεραν προσεταξεν ο Φαραω τους εργοδιωκτας τον λαου και τους επιτροπους αυτων, λεγων,
7 »Ne adjatok többé szalmát a népnek a tégla készítéséhez, mint azelőtt! Menjenek ők maguk, és gyűjtsenek maguknak szalmát!7 Δεν θελετε δωσει πλεον εις τον λαον τουτον αχυρον καθως χθες και προχθες, δια να καμνωσι τας πλινθους? ας υπαγωσιν αυτοι και ας συναγωσιν εις εαυτους αχυρον?
8 De azért vessétek ki rájuk ugyanazt a téglaszámot, amelyet ezelőtt készítettek, semmivel se szállítsátok alább! Ráérnek ugyanis, azért lármáznak, mondván: ‘Menjünk, és áldozzunk Istenünknek!’8 θελετε ομως επιβαλει εις αυτους το ποσον των πλινθων, το οποιον εκαμνον προτερον? παντελως δεν θελετε ελαττωσει αυτο? διοτι μενουσιν αργοι και δια τουτο φωναζουσι, λεγοντες, Αφες να υπαγωμεν, δια να προσφερωμεν θυσιαν εις τον Θεον ημων?
9 El kell nyomni őket a munkával, hogy azt végezzék, és ne hajoljanak hazug szavakra!«9 ας επιβαρυνθωσιν αι εργασιαι των ανθρωπων τουτων, δια να ηναι ενησχολημενοι εις αυτας και να μη προσεχωσιν εις λογια ματαια.
10 Kimentek tehát a munkafelügyelők és az elöljárók, és azt mondták a népnek: »Ezt üzeni a fáraó: Nem adok nektek szalmát.10 Εξηλθον λοιπον οι εργοδιωκται του λαου και οι επιτροποι αυτου και ελαλησαν προς τον λαον, λεγοντες, Ουτως ειπεν ο Φαραω? Δεν σας διδω αχυρον?
11 Menjetek, szedjetek ott, ahol találtok! A teljesítményeteket azonban semmivel sem szállítják lejjebb.«11 σεις αυτοι υπαγετε, συναγετε αχυρον, οπου δυνασθε να ευρητε? πλην δεν θελει ελαττωθη εκ των εργασιων σας ουδεν.
12 Elszéledt erre a nép Egyiptom egész földjén, hogy szalmát gyűjtsön.12 Και διεσπαρη ο λαος καθ' ολην την γην της Αιγυπτου, δια να συναγη καλαμην αντι αχυρου.
13 A munkafelügyelők pedig csak hajszolták őket: »Végezzétek el napi munkátokat, mint ahogy azelőtt szoktátok, amikor kaptátok a szalmát!«13 Οι δε εργοδιωκται εβιαζον αυτους, λεγοντες, Τελειονετε τας εργασιας σας, το διωρισμενον καθ' ημεραν, καθως οτε εδιδετο το αχυρον.
14 A fáraó tisztjei pedig megostoroztatták Izrael fiainak munkafelügyelőit ezekkel a szavakkal: »Miért nem készítettétek el sem tegnap, sem ma a téglaszámot, mint azelőtt?«14 Και εμαστιγωθησαν οι επιτροποι των υιων Ισραηλ, οι διωρισμενοι επ' αυτους υπο των εργοδιωκτων του Φαραω, λεγοντων, Δια τι δεν ετελειωσατε χθες και σημερον το διωρισμενον εις εσας ποσον των πλινθων, καθως προτερον;
15 Izrael fiainak elöljárói erre elmentek és a fáraóhoz kiáltottak: »Miért teszel így szolgáiddal?15 Εισελθοντες δε οι επιτροποι των υιων Ισραηλ, κατεβοησαν προς τον Φαραω, λεγοντες, Δια τι καμνεις ουτως εις τους δουλους σου;
16 Szalmát nem adnak nekünk, mégis ugyanannyi téglát követelnek! Minket, szolgáidat, íme, ostoroznak, és népeddel igazságtalanul bánnak!«16 αχυρον δεν διδεται εις τους δουλους σου και λεγουσιν εις ημας, Καμνετε πλινθους? και ιδου, εμαστιγωθησαν οι δουλοι σου? το δε σφαλμα ειναι του λαου σου.
17 Ő azonban azt felelte: »Ráértek henyélni, azért mondjátok: ‘Menjünk, áldozzunk az Úrnak!’17 Ο δε απεκριθη, Οκνηροι εισθε, οκνηροι? δια τουτο λεγετε, Αφες να υπαγωμεν να προσφερωμεν θυσιαν προς τον Κυριον?
18 Menjetek csak, és dolgozzatok! Szalmát nem kaptok, de a szokásos téglaszámot be kell szolgáltatnotok!«18 υπαγετε λοιπον τωρα, δουλευετε? διοτι αχυρον δεν θελει σας δοθη? θελετε ομως αποδιδει το ποσον των πλινθων.
19 Látták ekkor Izrael fiainak elöljárói, hogy bajban vannak, mivel azt mondták nekik: »Semmivel sem szabad alábbszállítani a napi téglaszámot!«19 Και εβλεπον εαυτους οι επιτροποι των υιων Ισραηλ εν κακη περιστασει, αφου ερρεθη προς αυτους, Δεν θελει ελαττωθη ουδεν απο του καθημερινου ποσου των πλινθων.
20 Amikor kijöttek a fáraótól, találkoztak Mózessel és Áronnal, akik éppen ott álltak velük szemben.20 Εξερχομενοι δε απο του Φαραω, συνηντησαν τον Μωυσην και τον Ααρων, ερχομενους εις συναντησιν αυτων?
21 Azt mondták nekik: »Tekintsen rátok az Úr, és ítéljen felettetek azért, hogy kiállhatatlanná tettétek illatunkat a fáraó és szolgái előtt! Kardot nyújtottatok neki, hogy megöljön minket!«21 και ειπον προς αυτους, Ο Κυριος να σας ιδη και να κρινη? διοτι σεις εκαμετε βδελυκτην την οσμην ημων εμπροσθεν του Φαραω και εμπροσθεν των δουλων αυτου, ωστε να δωσητε εις τας χειρας αυτων μαχαιραν δια να θανατωσωσιν ημας.
22 Mózes erre visszament az Úrhoz, és megkérdezte: »Uram, miért sanyargattatod ezt a népet? Miért küldtél engem?22 Και επεστρεψεν ο Μωυσης προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε, δια τι κατεθλιψας τον λαον τουτον; και δια τι με απεστειλας;
23 Hiszen azóta, hogy bementem a fáraóhoz, és szóltam a nevedben, még jobban sanyargatja népedet, te pedig nem szabadítottad meg őket!«23 διοτι, αφου ηλθον προς τον Φαραω να ομιλησω εν ονοματι σου, κατεθλιψε τον λαον τουτον? και συ ποσως δεν ηλευθερωσας τον λαον σου.