Eszter könyve 6
12345678910
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 A király álmatlanul töltötte azt az éjszakát, ezért előhozatta az előbbi korok történeti évkönyveit. Amikor azokból felolvastak neki, | 1 Εν εκεινη τη νυκτι ο υπνος εφυγεν απο του βασιλεως? και προσεταξε να φερωσι το βιβλιον των υπομνηματων των χρονικων? και ανεγινωσκοντο ενωπιον του βασιλεως. |
2 arra a helyre jutottak, ahol meg volt írva, hogy hogyan jelentette fel Mardókeus Bagatán és Táres eunuchok összeesküvését, akik meg akarták gyilkolni Artaxerxész királyt. | 2 Και ευρεθη γεγραμμενον οτι ο Μαροδοχαιος απηγγειλε περι του Βιχθαν και Θερες, δυο εκ των ευνουχων του βασιλεως, θυρωρων, οιτινες εζητησαν να επιβαλωσι χειρα επι τον βασιλεα Ασσουηρην. |
3 Amikor ezt hallotta a király, kérdezte: »Ezért a hűségért milyen elismerésben és jutalomban részesült Mardókeus?« Szolgái és tisztjei erre így feleltek neki: »Egyáltalán semmi jutalmat sem kapott.« | 3 Και ειπεν ο βασιλευς, Ποια τιμη και αξιοπρεπεια εγεινεν εις τον Μαροδοχαιον δια τουτο; Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως οι υπηρετουντες αυτον, Δεν εγεινεν ουδεν εις αυτον. |
4 »Ki van az udvarban?« – vágott közbe hirtelen a király. Ámán ugyanis a királyi palota belső udvaráig ment, hogy rábírja a királyt, akasztassa fel Mardókeust a bitófára, amelyet felállítottak számára. | 4 Και ειπεν ο βασιλευς, Τις ειναι εν τη αυλη; ειχε δε ελθει ο Αμαν εις την εξωτεραν αυλην του βασιλικου οικου, δια να ειπη προς τον βασιλεα να κρεμαση τον Μαροδοχαιον εις το ξυλον το οποιον ητοιμασε δι' αυτον. |
5 A szolgák így feleltek: »Ámán áll az udvarban.« A király így szólt: »Jöjjön be!« | 5 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως, Ιδου, ο Αμαν ισταται εν τη αυλη. Και ειπεν ο βασιλευς, Ας εισελθη. |
6 Amikor pedig bement, így szólt hozzá: »Mi történjék azzal a férfival, akit ki akar tüntetni a király?« Ámán, mivel úgy vélekedett szívében, és azt gondolta, hogy nem lehet senki más, akit a király ki akar tüntetni, | 6 Και οτε εισηλθεν ο Αμαν, ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Τι πρεπει να γεινη εις τον ανθρωπον, τον οποιον ευαρεστειται ο βασιλευς να τιμηση; Ο δε Αμαν εστοχασθη εν τη καρδια αυτου, εις ποιον αλλον ο βασιλευς ηθελεν ευαρεστηθη να καμη τιμην, παρα εις εμε; |
7 azt felelte: »Akit a király ki akar tüntetni, | 7 Απεκριθη λοιπον ο Αμαν προς τον βασιλεα, Περι του ανθρωπου, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση, |
8 azt királyi ruhába kell öltöztetni, amilyet a király hord, rá kell ültetni a király nyerges lovára, fejére királyi koronát kell tenni; | 8 ας φερωσι την βασιλικην στολην, την οποιαν ο βασιλευς ενδυεται, και τον ιππον επι του οποιου ο βασιλευς ιππευει, και να τεθη το βασιλικον διαδημα επι της κεφαλης αυτου? |
9 a királyi fejedelmek és hatalmasok közül az első öltöztesse fel és vezesse lovát, és a város terén áthaladva hangosan kiáltsa: ‘Így dicsőül meg az, akit a király ki akar tüntetni’.« | 9 και η στολη αυτη και ο ιππος ας δοθωσιν εις την χειρα τινος εκ των μεγαλητερων αρχοντων του βασιλεως, δια να στολιση τον ανθρωπον τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση? και φερων αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως ας κηρυττη εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση. |
10 A király erre így szólt hozzá: »Siess, fogd a ruhát és a lovat, cselekedjél a zsidó Mardókeussal, aki ott ül a palota bejáratánál, úgy, ahogy mondtad! Vigyázz, el ne hagyj valamit abból, amit mondtál!« | 10 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν, Σπευσον, λαβε την στολην και τον ιππον, ως ειπας, και καμε ουτως εις τον Μαροδοχαιον τον Ιουδαιον τον καθημενον εν τη βασιλικη πυλη? ας μη λειψη μηδεν εκ παντων οσα ειπας. |
11 Ámán tehát fogta a ruhát és a lovat, felöltöztette Mardókeust, ráültette a lóra és a város terén előtte haladt és kiáltotta: »Így dicsőül meg az, akit a király ki akar tüntetni.« | 11 Και ελαβεν ο Αμαν την στολην και τον ιππον, και εστολισε τον Μαροδοχαιον και εφερεν αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως, κηρυττων εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση. |
12 Mardókeus ezután visszatért a palota bejáratához; Ámán pedig szomorúan, bekötött fővel sietett haza. | 12 Και επανηλθεν ο Μαροδοχαιος εις την πυλην του βασιλεως? ο δε Αμαν εσπευσε προς τον οικον αυτου περιλυπος και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην. |
13 Elmondott feleségének, Záresnek, meg barátainak mindent, ami vele történt; mire a bölcsek, akiknek kikérte tanácsát, meg felesége ezt felelték neki: »Ha Mardókeus, akivel szemben megkezdődött bukásod, zsidó származású, nem tudsz ellenállni neki, vele szemben teljesen el fogsz bukni.« | 13 Και διηγηθη ο Αμαν προς Ζερες την γυναικα αυτου και προς παντας τους φιλους αυτου παν ο, τι συνεβη εις αυτον. Και ειπον προς αυτον οι σοφοι αυτου και Ζερες η γυνη αυτου, Εαν ο Μαροδοχαιος, εμπροσθεν του οποιου ηρχισας να εκπιπτης, ηναι εκ του σπερματος των Ιουδαιων, δεν θελεις κατισχυσει εναντιον αυτου, αλλ' εξαπαντος θελεις πεσει εμπροσθεν αυτου. |
14 Miközben még beszéltek, eljöttek a királyi eunuchok és sürgették Ámánt, hogy menjen tüstént a lakomára, amelyet a királyné rendezett. | 14 Ενω ελαλουν ετι μετ' αυτου, εφθασαν οι ευνουχοι του βασιλεως και εσπευσαν να φερωσι τον Αμαν εις το συμποσιον, το οποιον ητοιμασεν η Εσθηρ. |