Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 8


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ahhoz az asszonyhoz pedig, akinek fiát feltámasztotta, Elizeus ezt mondta: »Kelj fel s eredj el házanépeddel együtt s tartózkodj ott, ahol tudsz, mert az Úr éhínséget hívott elő, s az hét esztendeig jön az országra.«1 Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης? διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.
2 Erre az felkelt s az Isten emberének szava szerint cselekedett: elment ugyanis házanépével együtt s a filiszteusok földjén tartózkodott hosszú ideig.2 Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.
3 Amikor aztán elmúlt a hét esztendő, visszatért az asszony a filiszteusok földjéről s elment, hogy panaszt emeljen a királynál háza és szántóföldjei miatt.3 Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων? και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.
4 A király éppen Giezivel, az Isten emberének legényével beszélt s azt mondta: »Beszéld el nekem mindazokat a nagy dolgokat, amelyeket Elizeus művelt.«4 Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.
5 Amikor ő éppen azt beszélte el a királynak, hogy mi módon támasztotta fel a halottat, megjelent az asszony, akinek életre keltette fiát s a királyhoz kiáltott háza és szántóföldjei miatt. Azt mondta ekkor Giezi: »Uram király, ez az az asszony s ez az a fia, akit feltámasztott Elizeus.«5 Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.
6 Erre megkérdezte a király az asszonyt s az elbeszélte neki a dolgot. Erre a király mellé adott egy udvari tisztet, s ezt mondta: »Adasd vissza neki mindenét, meg a szántóföldjeinek minden jövedelmét attól a naptól kezdve, hogy elhagyta az országot mindmáig.«6 Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ' ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.
7 Majd elment Elizeus Damaszkuszba. Ekkor Ben-Hadad, Szíria királya éppen beteg volt. Amikor hírül vitték neki s azt mondták: »Idejött az Isten embere«,7 Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.
8 azt mondta a király Házaélnek: »Végy magadhoz ajándékot s eredj az Isten embere elé s kérdezd meg általa az Urat: Kilábolok-e ebből a betegségemből?«8 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι' αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
9 Házaél elé is ment, vitt magával ajándékot s mindenféle damaszkuszi jókat, negyven teve terhét. Amikor aztán elé állt, azt mondta: »Fiad, Ben-Hadad, Szíria királya küldött engem hozzád ezzel a kérdéssel: Meggyógyulok-e ebből a betegségemből?«9 Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον? και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν-αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
10 Azt mondta erre neki Elizeus: »Eredj s mondd neki: Meggyógyulsz; – ám az Úr azt is megmutatta nekem, hogy halálát leli.«10 Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.
11 Aztán csak állt ott vele s úgy megrendült, hogy belepirult az arca, végre sírva fakadt az Isten embere.11 Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε? και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.
12 Azt mondta neki Házaél: »Miért sír az én uram?« Ő azt mondta rá: »Mert tudom, mennyi rosszat fogsz tenni Izrael fiainak: erős városaikat lángba borítod, ifjaikat karddal megölöd, kisdedjeiket összezúzod, áldott állapotban levő asszonyaikat felhasítod.«12 Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ? τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ρομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.
13 Azt mondta erre Házaél: »Mi vagyok én, a te szolgád, ez az eb, hogy ilyen nagy dolgot művelhetnék?« Azt mondta erre Elizeus: »Megmutatta nekem az Úr, hogy te leszel Szíria királya.«13 Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.
14 Erre ő eltávozott Elizeustól s elment urához. Ez azt mondta neki: »Mit mondott neked Elizeus?« Ő azt felelte rá: »Azt mondta nekem: ‘Visszanyered egészségedet.’«14 Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου? ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.
15 Másnap aztán vette a takarót, vizet öntött rá, ráterítette arcára és meghalt, s Házaél lett a király helyette.15 Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου? και απεθανε? και αντ' αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.
16 Jórámnak, Ácháb fiának, Izrael királyának és Jozafátnak, Júda királyának ötödik esztendejében, Jórám, Jozafátnak a fia lett Júda királya.16 Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.
17 Harminckét esztendős volt, amikor uralkodni kezdett s nyolc esztendeig uralkodott Jeruzsálemben.17 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.
18 Izrael királyainak útjain járt – úgy, ahogy Ácháb háza járt, mert felesége Ácháb lánya volt –, s azt cselekedte, ami gonosz az Úr színe előtt.18 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ? διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.
19 De az Úr nem akarta elveszíteni Júdát, szolgája, Dávid kedvéért, mert megígérte neki, hogy szövétneket ad neki s fiainak minden időben.19 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.
20 Az ő napjaiban elszakadt Edom Júdától s királyt állított maga fölé.20 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτων.
21 Erre Jórám elment Szeírába valamennyi harci szekerével együtt. Éjjel aztán felkelt és megverte az edomitákat, akik őt körülvették a harci szekerek parancsnokaival együtt, népe azonban sátraiba futott.21 Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας? ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.
22 Így szakadt el Edom Júdától mind a mai napig. Ekkor, ugyanebben az időben szakadt el Libna is.22 Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.
23 Jórám egyéb dolgai pedig, s mindaz, amit cselekedett, nemde meg vannak írva Júda királyainak krónikás könyvében?23 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
24 Amikor aztán Jórám aludni tért atyáihoz, eltemették melléjük a Dávid-városban, s fia, Ahaszja lett a király helyette.24 Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
25 Jórámnak, Ácháb fiának, Izrael királyának tizenkettedik esztendejében lett királlyá Ahaszja, Jórámnak, Júda királyának fia.25 Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.
26 Huszonkét esztendős volt Ahaszja, amikor uralkodni kezdett s egy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Omrinak, Izrael királyának volt a lánya, Atáliának hívták.26 Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.
27 Ácháb házának útjain járt, s azt cselekedte, ami gonosz az Úr előtt, éppen úgy, mint Ácháb háza, mert Ácháb házának veje volt.27 Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ? διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.
28 El is ment Jórámmal, Ácháb fiával, hogy hadakozzon Házaél, Szíria királya ellen Rámót-Gileádba, de a szírek megsebesítették Jórámot.28 Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ-γαλααδ? και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.
29 Erre ő visszatért, hogy meggyógyíttassa magát, Jezreelbe, mert a szírek megsebesítették őt Rámótnál, amikor Házaél, Szíria királya ellen hadakozott. Erre Ahaszja, Jórám fia, Júda királya lement, hogy meglátogassa Jórámot, Ácháb fiát Jezreelben, mert ott betegeskedett.29 Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.