Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 4


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Egy asszony pedig a próféták feleségei közül segítségért kiáltott Elizeushoz, mondván: »Szolgád, a férjem meghalt, s te tudod, hogy szolgád félte az Urat, s íme, eljött a hitelező, hogy elvegye két fiamat, s rabszolgáivá tegye.«1 και γυνη μια απο των υιων των προφητων εβοα προς ελισαιε λεγουσα ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανεν και συ εγνως οτι δουλος ην φοβουμενος τον κυριον και ο δανιστης ηλθεν λαβειν τους δυο υιους μου εαυτω εις δουλους
2 Azt mondta neki Elizeus: »Mit akarsz, hogy cselekedjem veled? Mondd meg nekem, mid van házadban?« Ő azt felelte: »Nincs nekem, szolgálódnak semmim sem házamban, csak egy kis olajom, amellyel kenni szoktam magamat.«2 και ειπεν ελισαιε τι ποιησω σοι αναγγειλον μοι τι εστιν σοι εν τω οικω η δε ειπεν ουκ εστιν τη δουλη σου ουθεν εν τω οικω οτι αλλ' η ο αλειψομαι ελαιον
3 Azt mondta erre neki: »Eredj, kérj kölcsön minden szomszédasszonyodtól üres edényeket, de ne keveset,3 και ειπεν προς αυτην δευρο αιτησον σαυτη σκευη εξωθεν παρα παντων των γειτονων σου σκευη κενα μη ολιγωσης
4 aztán menj be házadba, s ha benn leszel fiaiddal együtt, zárd be ajtódat, s tölts olajodból mindezekbe az edényekbe, s ha megtelnek, állítsd őket félre.«4 και εισελευση και αποκλεισεις την θυραν κατα σου και κατα των υιων σου και αποχεεις εις τα σκευη ταυτα και το πληρωθεν αρεις
5 Elment tehát az asszony, s rázárta magára s fiaira az ajtót, s azok adogatták az edényeket, ő pedig töltögetett.5 και απηλθεν παρ' αυτου και εποιησεν ουτως και απεκλεισεν την θυραν κατ' αυτης και κατα των υιων αυτης αυτοι προσηγγιζον προς αυτην και αυτη επεχεεν
6 Amikor aztán megteltek az edények, azt mondta fiának: »Hozz ide nekem még edényt.« De az azt felelte: »Nincsen.« Ekkor megállt az olaj.6 εως επλησθησαν τα σκευη και ειπεν προς τους υιους αυτης εγγισατε ετι προς με σκευος και ειπον αυτη ουκ εστιν ετι σκευος και εστη το ελαιον
7 Erre elment, s elmondta a dolgot az Isten emberének. Ő ezt mondta: »Eredj, add el az olajat, s fizesd ki hiteleződet, te pedig s fiaid éljetek abból, ami megmarad.«7 και ηλθεν και απηγγειλεν τω ανθρωπω του θεου και ειπεν ελισαιε δευρο και αποδου το ελαιον και αποτεισεις τους τοκους σου και συ και οι υιοι σου ζησεσθε εν τω επιλοιπω ελαιω
8 Történt pedig egy napon, hogy Elizeus keresztülment Sunámon. Volt azonban ott egy előkelő asszony, s az feltartóztatta, hogy étkezzék nála. Így aztán valahányszor arra járt, betért hozzá, hogy étkezzék.8 και εγενετο ημερα και διεβη ελισαιε εις σουμαν και εκει γυνη μεγαλη και εκρατησεν αυτον φαγειν αρτον και εγενετο αφ' ικανου του εισπορευεσθαι αυτον εξεκλινεν του εκει φαγειν
9 Erre az asszony azt mondta férjének: »Úgy veszem észre, hogy Istennek szent embere az, aki gyakorta erre jár mifelénk.9 και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης ιδου δη εγνων οτι ανθρωπος του θεου αγιος ουτος διαπορευεται εφ' ημας δια παντος
10 Csináltassunk tehát neki egy kis tetőszobát, tegyünk bele neki ágyat, asztalt, széket és mécsest, hogy ha hozzánk jön, ott ellehessen.«10 ποιησωμεν δη αυτω υπερωον τοπον μικρον και θωμεν αυτω εκει κλινην και τραπεζαν και διφρον και λυχνιαν και εσται εν τω εισπορευεσθαι προς ημας και εκκλινει εκει
11 Történt erre egy napon, hogy eljött és betért a tetőszobába, s ott megpihent.11 και εγενετο ημερα και εισηλθεν εκει και εξεκλινεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει
12 Majd azt mondta legényének, Giezinek: »Hívd elő azt a sunemi asszonyt.« Amikor előhívta, s az elébe állt,12 και ειπεν προς γιεζι το παιδαριον αυτου καλεσον μοι την σωμανιτιν ταυτην και εκαλεσεν αυτην και εστη ενωπιον αυτου
13 azt mondta legényének: »Mondd neki: Íme, gondosan elláttál minket mindennel. Mit akarsz, hogy cselekedjem neked? Van-e valami ügyed, s akarod-e, hogy szóljak a királynak vagy a sereg fővezérének?« Ő azt felelte: »Én nyugodtan lakom népem között.«13 και ειπεν αυτω ειπον δη προς αυτην ιδου εξεστησας ημιν πασαν την εκστασιν ταυτην τι δει ποιησαι σοι ει εστιν λογος σοι προς τον βασιλεα η προς τον αρχοντα της δυναμεως η δε ειπεν εν μεσω του λαου μου εγω ειμι οικω
14 Erre ő azt mondta: »Mit akar tehát, hogy cselekedjem neki?« Azt mondta erre Giezi: »Ne is kérdezd, hiszen fia nincs, s a férje vén.«14 και ειπεν τι δει ποιησαι αυτη και ειπεν γιεζι το παιδαριον αυτου και μαλα υιος ουκ εστιν αυτη και ο ανηρ αυτης πρεσβυτης
15 Erre megparancsolta, hogy hívja oda, s amikor odahívta, s az megállt az ajtóban,15 και εκαλεσεν αυτην και εστη παρα την θυραν
16 azt mondta neki: »Esztendő fordultán, ebben az időben s ugyanebben az órában fiad lesz méhedben.« Ám ő azt felelte: »Ne, kérlek uram, Isten embere, ne hazudj szolgálódnak.«16 και ειπεν ελισαιε προς αυτην εις τον καιρον τουτον ως η ωρα ζωσα συ περιειληφυια υιον η δε ειπεν μη κυριε μου μη διαψευση την δουλην σου
17 Az asszony csakugyan fogant, s fiút szült, abban az időben s abban az órában, amelyet Elizeus mondott.17 και εν γαστρι ελαβεν η γυνη και ετεκεν υιον εις τον καιρον τουτον ως η ωρα ζωσα ως ελαλησεν προς αυτην ελισαιε
18 Fel is növekedett a gyermek. Amikor azonban egy napon kiment apjához, az aratókhoz,18 και ηδρυνθη το παιδαριον και εγενετο ηνικα εξηλθεν το παιδαριον προς τον πατερα αυτου προς τους θεριζοντας
19 azt mondta apjának: »A fejem fáj, a fejem fáj.« Erre ő azt mondta a legénynek: »Vedd fel, s vidd el az anyjához.«19 και ειπεν προς τον πατερα αυτου την κεφαλην μου την κεφαλην μου και ειπεν τω παιδαριω αρον αυτον προς την μητερα αυτου
20 Az fel is vette és elvitte anyjához. Ő a térdén tartotta egészen délig, akkor meghalt.20 και ηρεν αυτον προς την μητερα αυτου και εκοιμηθη επι των γονατων αυτης εως μεσημβριας και απεθανεν
21 Erre ő felment, rátette az Isten emberének ágyára, rázárta az ajtót, kiment,21 και ανηνεγκεν αυτον και εκοιμισεν αυτον επι την κλινην του ανθρωπου του θεου και απεκλεισεν κατ' αυτου και εξηλθεν
22 elhívta férjét és azt mondta: »Bocsáss el, kérlek, velem egy legényt meg egy szamarat, hadd siessek el az Isten emberéhez, majd visszajövök.«22 και εκαλεσεν τον ανδρα αυτης και ειπεν αποστειλον δη μοι εν των παιδαριων και μιαν των ονων και δραμουμαι εως του ανθρωπου του θεου και επιστρεψω
23 Ő azt mondta: »Miért mégy hozzá? Ma nincs sem újhold, sem szombat.« Ő azt felelte: »Csak hadd menjek.«23 και ειπεν τι οτι συ πορευη προς αυτον σημερον ου νεομηνια ουδε σαββατον η δε ειπεν ειρηνη
24 Azzal megnyergeltette a szamarat, s megparancsolta a legénynek: »Hajts, siess és meg ne állíts engem menetközben, hanem azt tedd, amit majd parancsolok neked.«24 και επεσαξεν την ονον και ειπεν προς το παιδαριον αυτης αγε πορευου μη επισχης μοι του επιβηναι οτι εαν ειπω σοι
25 Elindult tehát, s eljutott az Isten emberéhez, a Kármel hegyére. Amikor az Isten embere átellenből meglátta, azt mondta legényének, Giezinek: »Íme, az a sunemi asszony.25 δευρο και πορευση και ελευση προς τον ανθρωπον του θεου εις το ορος το καρμηλιον και εγενετο ως ειδεν ελισαιε ερχομενην αυτην και ειπεν προς γιεζι το παιδαριον αυτου ιδου δη η σωμανιτις εκεινη
26 Eredj csak eléje, s mondd neki: Jól vagy-e te s a férjed meg a fiad?« Ő azt felelte: »Jól.«26 νυν δραμε εις απαντην αυτης και ερεις ει ειρηνη σοι ει ειρηνη τω ανδρι σου ει ειρηνη τω παιδαριω η δε ειπεν ειρηνη
27 Amikor aztán eljutott az Isten emberéhez a hegyre, megragadta lábát. Odament erre Giezi, hogy eltávolítsa, de az Isten embere azt mondta: »Hagyd csak, mert keserűségben van a lelke, de az Úr azt eltitkolta előlem, s nem adta tudtomra.«27 και ηλθεν προς ελισαιε εις το ορος και επελαβετο των ποδων αυτου και ηγγισεν γιεζι απωσασθαι αυτην και ειπεν ελισαιε αφες αυτην οτι η ψυχη αυτης κατωδυνος αυτη και κυριος απεκρυψεν απ' εμου και ουκ ανηγγειλεν μοι
28 Az asszony azt mondta neki: »Vajon kértem-e én fiút uramtól? Nemde azt mondtam neked: Ne ámíts engem?«28 η δε ειπεν μη ητησαμην υιον παρα του κυριου μου ουκ ειπα ου πλανησεις μετ' εμου
29 Erre ő azt mondta Giezinek: »Övezd fel derekadat, s vedd kezedbe botomat, s menj el. Ha találkozol valakivel, ne köszöntsd, s ha köszönt téged valaki, ne válaszolj neki, s tedd botomat a gyermek arcára.«29 και ειπεν ελισαιε τω γιεζι ζωσαι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εν τη χειρι σου και δευρο οτι εαν ευρης ανδρα ουκ ευλογησεις αυτον και εαν ευλογηση σε ανηρ ουκ αποκριθηση αυτω και επιθησεις την βακτηριαν μου επι προσωπον του παιδαριου
30 Ám a gyermek anyja azt mondta: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el téged.« Felkelt tehát és követte.30 και ειπεν η μητηρ του παιδαριου ζη κυριος και ζη η ψυχη σου ει εγκαταλειψω σε και ανεστη ελισαιε και επορευθη οπισω αυτης
31 Giezi azonban előrement, s rátette a botot a gyermek arcára, de az nem szólalt meg, s nem eszmélt fel. Erre visszatért, s jelentette neki, s azt mondta: »Nem kelt fel a gyermek.«31 και γιεζι διηλθεν εμπροσθεν αυτης και επεθηκεν την βακτηριαν επι προσωπον του παιδαριου και ουκ ην φωνη και ουκ ην ακροασις και επεστρεψεν εις απαντην αυτου και απηγγειλεν αυτω λεγων ουκ ηγερθη το παιδαριον
32 Amikor Elizeus bement a házba, íme, a gyermek csakugyan holtan feküdt ágyán.32 και εισηλθεν ελισαιε εις τον οικον και ιδου το παιδαριον τεθνηκος κεκοιμισμενον επι την κλινην αυτου
33 Erre bement, s rázárta az ajtót magára s a gyermekre, s imádkozott az Úrhoz.33 και εισηλθεν ελισαιε εις τον οικον και απεκλεισεν την θυραν κατα των δυο εαυτων και προσηυξατο προς κυριον
34 Aztán föllépett az ágyra, s ráfeküdt a gyermekre, s rátette száját a szájára, szemét a szemére, s kezét a kezére, s ráborult. Ekkor meleg lett a gyermek teste.34 και ανεβη και εκοιμηθη επι το παιδαριον και εθηκεν το στομα αυτου επι το στομα αυτου και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους αυτου και τας χειρας αυτου επι τας χειρας αυτου και διεκαμψεν επ' αυτον και διεθερμανθη η σαρξ του παιδαριου
35 Erre ő lejött, sétált egyet föl s alá a házban, aztán föllépett az ágyra, s ráfeküdt: erre a gyermek hetet ásított, s kinyitotta a szemét.35 και επεστρεψεν και επορευθη εν τη οικια ενθεν και ενθεν και ανεβη και συνεκαμψεν επι το παιδαριον εως επτακις και ηνοιξεν το παιδαριον τους οφθαλμους αυτου
36 Erre ő beszólította Giezit, s azt mondta neki: »Hívd ide azt a sunemi asszonyt.« Az a hívásra be is ment hozzá. Erre ő azt mondta: »Vedd fiadat.«36 και εξεβοησεν ελισαιε προς γιεζι και ειπεν καλεσον την σωμανιτιν ταυτην και εκαλεσεν και εισηλθεν προς αυτον και ειπεν ελισαιε λαβε τον υιον σου
37 Az odament, a lába elé omlott, s földig hajtotta magát, majd vette a fiát, s kiment.37 και εισηλθεν η γυνη και επεσεν επι τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν επι την γην και ελαβεν τον υιον αυτης και εξηλθεν
38 Elizeus erre visszatért Gilgálba. Az országban akkor éhség volt. Amikor aztán a prófétafiak letelepedtek előtte, azt mondta egyik legényének: »Tedd föl a nagy fazekat, s főzz főzeléket a prófétafiaknak.«38 και ελισαιε επεστρεψεν εις γαλγαλα και ο λιμος εν τη γη και οι υιοι των προφητων εκαθηντο ενωπιον αυτου και ειπεν ελισαιε τω παιδαριω αυτου επιστησον τον λεβητα τον μεγαν και εψε εψεμα τοις υιοις των προφητων
39 Erre egyikük kiment a mezőre, hogy zöldséget szedjen, s vadszőlőtőhöz hasonló növényre talált. Teleszedte róla vadtökkel palástját, s miután visszatért, belevagdalta a főzelékes fazékba, mert nem tudta, hogy mi az.39 και εξηλθεν εις εις τον αγρον συλλεξαι αριωθ και ευρεν αμπελον εν τω αγρω και συνελεξεν απ' αυτης τολυπην αγριαν πληρες το ιματιον αυτου και ενεβαλεν εις τον λεβητα του εψεματος οτι ουκ εγνωσαν
40 Ki is tálalták a társaknak, hogy egyenek, de amikor azok megízlelték a főzeléket, felkiáltottak, s azt mondták: »Halál van a fazékban, Isten embere!« – és nem tudtak enni.40 και ενεχει τοις ανδρασιν φαγειν και εγενετο εν τω εσθιειν αυτους εκ του εψηματος και ιδου ανεβοησαν και ειπον θανατος εν τω λεβητι ανθρωπε του θεου και ουκ ηδυναντο φαγειν
41 Erre ő így szólt: »Hozzatok lisztet!« Amikor hoztak, beleszórta a fazékba, s azt mondta: »Tálald ki a népnek, hogy egyen.« És nem volt többé semmi keserűség a fazékban.41 και ειπεν λαβετε αλευρον και εμβαλετε εις τον λεβητα και ειπεν ελισαιε προς γιεζι το παιδαριον εγχει τω λαω και εσθιετωσαν και ουκ εγενηθη ετι εκει ρημα πονηρον εν τω λεβητι
42 Majd odajött egy ember Baálsálisából, és zsengéből való kenyereket hozott az Isten emberének: húsz árpakenyeret s friss gabonát a tarisznyájában. Erre ő azt mondta: »Add oda a népnek, hadd egyen.«42 και ανηρ διηλθεν εκ βαιθσαρισα και ηνεγκεν προς τον ανθρωπον του θεου πρωτογενηματων εικοσι αρτους κριθινους και παλαθας και ειπεν δοτε τω λαω και εσθιετωσαν
43 A szolgája erre azt felelte: »Mi ez ahhoz, hogy száz ember elé adjam?« Ám ő ismét azt mondta: »Add csak oda a népnek, hadd egyen, ezt üzeni ugyanis az Úr: ‘Esznek is, marad is.’«43 και ειπεν ο λειτουργος αυτου τι δω τουτο ενωπιον εκατον ανδρων και ειπεν δος τω λαω και εσθιετωσαν οτι ταδε λεγει κυριος φαγονται και καταλειψουσιν
44 Odatette tehát eléjük, s ettek, s maradt is, az Úr szava szerint.44 και εφαγον και κατελιπον κατα το ρημα κυριου