Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Miután Saul meghalt, Dávid pedig az amalekiták megverése után visszatért, és már két napot Szikelegben töltött, történt, hogy1 και εγενετο μετα το αποθανειν σαουλ και δαυιδ ανεστρεψεν τυπτων τον αμαληκ και εκαθισεν δαυιδ εν σεκελακ ημερας δυο
2 a harmadik napon megszaggatott ruhában és porral behintett fővel megjelent egy ember, aki Saul táborából jött. Amikor Dávidhoz ért, meghajtotta magát, és arcra borult.2 και εγενηθη τη ημερα τη τριτη και ιδου ανηρ ηλθεν εκ της παρεμβολης εκ του λαου σαουλ και τα ιματια αυτου διερρωγοτα και γη επι της κεφαλης αυτου και εγενετο εν τω εισελθειν αυτον προς δαυιδ και επεσεν επι την γην και προσεκυνησεν αυτω
3 Dávid megkérdezte tőle: »Honnan jössz?« Az ember azt felelte: »Izrael táborából menekültem.«3 και ειπεν αυτω δαυιδ ποθεν συ παραγινη και ειπεν προς αυτον εκ της παρεμβολης ισραηλ εγω διασεσωσμαι
4 Dávid tovább kérdezte: »Mi történt hát? Mondd el nekem!« Az ember azt válaszolta: »Megfutamodott a nép a harcban, és sokan elestek és meghaltak a népből, sőt maga Saul és Jonatán, a fia is meghalt!«4 και ειπεν αυτω δαυιδ τις ο λογος ουτος απαγγειλον μοι και ειπεν οτι εφυγεν ο λαος εκ του πολεμου και πεπτωκασι πολλοι εκ του λαου και απεθανον και απεθανεν και σαουλ και ιωναθαν ο υιος αυτου απεθανεν
5 Dávid erre ismét megkérdezte az ifjút, aki ezt a hírt hozta neki: »Honnan tudod, hogy meghalt Saul és Jonatán, a fia?«5 και ειπεν δαυιδ τω παιδαριω τω απαγγελλοντι αυτω πως οιδας οτι τεθνηκεν σαουλ και ιωναθαν ο υιος αυτου
6 Az ifjú, aki a hírt hozta neki, azt felelte: »Gilboa hegyére tévedtem, amikor Saul a dárdájára támaszkodva állt, s a harci szekerek és a lovasok már közeledtek hozzá.6 και ειπεν το παιδαριον το απαγγελλον αυτω περιπτωματι περιεπεσον εν τω ορει τω γελβουε και ιδου σαουλ επεστηρικτο επι το δορυ αυτου και ιδου τα αρματα και οι ιππαρχαι συνηψαν αυτω
7 Ekkor hátrafordult, meglátott és odahívott. Amikor azt feleltem neki: Itt vagyok,7 και επεβλεψεν επι τα οπισω αυτου και ειδεν με και εκαλεσεν με και ειπα ιδου εγω
8 megkérdezte tőlem: ‘Ki vagy te?’ Azt mondtam neki: Amalekita vagyok.8 και ειπεν μοι τις ει συ και ειπα αμαληκιτης εγω ειμι
9 Erre ő így szólt hozzám: ‘Állj fölém, és ölj meg, mert nagyon szenvedek, de életerőm még teljesen bennem van.’9 και ειπεν προς με στηθι δη επανω μου και θανατωσον με οτι κατεσχεν με σκοτος δεινον οτι πασα η ψυχη μου εν εμοι
10 Föléje is álltam és megöltem, mert tudtam, hogy nem éli túl a bukását. Aztán levettem a koronát a fejéről, az aranykarikát a karjáról, és elhoztam ide, hozzád, uramhoz.«10 και επεστην επ' αυτον και εθανατωσα αυτον οτι ηδειν οτι ου ζησεται μετα το πεσειν αυτον και ελαβον το βασιλειον το επι την κεφαλην αυτου και τον χλιδωνα τον επι του βραχιονος αυτου και ενηνοχα αυτα τω κυριω μου ωδε
11 Erre Dávid, és mindazok az emberek, akik vele voltak, megragadták és megszaggatták ruháikat.11 και εκρατησεν δαυιδ των ιματιων αυτου και διερρηξεν αυτα και παντες οι ανδρες οι μετ' αυτου διερρηξαν τα ιματια αυτων
12 Napestig jajveszékeltek, sírtak és böjtöltek Saul és a fia, Jonatán, valamint az Úr népe és Izrael háza miatt, hogy a kard által elestek.12 και εκοψαντο και εκλαυσαν και ενηστευσαν εως δειλης επι σαουλ και επι ιωναθαν τον υιον αυτου και επι τον λαον ιουδα και επι τον οικον ισραηλ οτι επληγησαν εν ρομφαια
13 Dávid ezután megkérdezte az ifjútól, aki a hírt hozta neki: »Honnan való vagy?« Az ezt felelte: »Egy jövevény amalekita embernek vagyok a fia.«13 και ειπεν δαυιδ τω παιδαριω τω απαγγελλοντι αυτω ποθεν ει συ και ειπεν υιος ανδρος παροικου αμαληκιτου εγω ειμι
14 Dávid erre így szólt: »Hát nem féltél kinyújtani kezedet, hogy megöld az Úr felkentjét?«14 και ειπεν αυτω δαυιδ πως ουκ εφοβηθης επενεγκειν χειρα σου διαφθειραι τον χριστον κυριου
15 Azzal Dávid odahívta egyik legényét, és azt mondta: »Gyere, támadj rá!« Az halálra is sújtotta.15 και εκαλεσεν δαυιδ εν των παιδαριων αυτου και ειπεν προσελθων απαντησον αυτω και επαταξεν αυτον και απεθανεν
16 Azután így szólt Dávid: »A te fejedet terhelje a véred, hiszen saját szád vallott ellened, amikor azt mondtad: ‘Én öltem meg az Úr felkentjét.’«16 και ειπεν δαυιδ προς αυτον το αιμα σου επι την κεφαλην σου οτι το στομα σου απεκριθη κατα σου λεγων οτι εγω εθανατωσα τον χριστον κυριου
17 Akkor Dávid rázendített Saul és Jonatán, a fia miatt erre a gyászdalra,17 και εθρηνησεν δαυιδ τον θρηνον τουτον επι σαουλ και επι ιωναθαν τον υιον αυτου
18 és meghagyta, hogy tanítsák meg Júda fiait erre az Íjászdalra, amint meg van írva az Igazak könyvében. Így szólt: »Emlékezzél meg Izrael azokról, akik meghaltak halmaidon sebükben.18 και ειπεν του διδαξαι τους υιους ιουδα ιδου γεγραπται επι βιβλιου του ευθους
19 Izrael, megölték a dicsőket hegyeiden! Miként estek el a hősök!19 στηλωσον ισραηλ υπερ των τεθνηκοτων επι τα υψη σου τραυματιων πως επεσαν δυνατοι
20 Ne hirdessétek Gátban, ne hirdessétek Askalon utcáin, hogy ne örüljenek a filiszteusok lányai, ne ujjongjanak a körülmetéletlenek lányai.20 μη αναγγειλητε εν γεθ και μη ευαγγελισησθε εν ταις εξοδοις ασκαλωνος μηποτε ευφρανθωσιν θυγατερες αλλοφυλων μηποτε αγαλλιασωνται θυγατερες των απεριτμητων
21 Gilboa hegyei! Se harmat, se eső ne hulljon rátok, ne hozzanak rajtatok zsengéket a földek, mert ott érte gyalázat a hősök pajzsát, Saul pajzsát, mintha fel sem kenték volna olajjal.21 ορη τα εν γελβουε μη καταβη δροσος και μη υετος εφ' υμας και αγροι απαρχων οτι εκει προσωχθισθη θυρεος δυνατων θυρεος σαουλ ουκ εχρισθη εν ελαιω
22 Megöltek vére nélkül, hősök zsírja nélkül, Jonatán íja sohasem tért vissza, Saul kardja sem jött vissza eredménytelenül.22 αφ' αιματος τραυματιων απο στεατος δυνατων τοξον ιωναθαν ουκ απεστραφη κενον εις τα οπισω και ρομφαια σαουλ ουκ ανεκαμψεν κενη
23 Saul és Jonatán, akik életükben úgy szerették, becsülték egymást, holtukban sem váltak el egymástól. Sasoknál gyorsabbak, oroszlánoknál vitézebbek voltak!23 σαουλ και ιωναθαν οι ηγαπημενοι και ωραιοι ου διακεχωρισμενοι ευπρεπεις εν τη ζωη αυτων και εν τω θανατω αυτων ου διεχωρισθησαν υπερ αετους κουφοι και υπερ λεοντας εκραταιωθησαν
24 Izrael lányai, sirassátok Sault, aki bíborral titeket gyönyörűn ruházott és ruhátokra arany ékszereket rakott.24 θυγατερες ισραηλ επι σαουλ κλαυσατε τον ενδιδυσκοντα υμας κοκκινα μετα κοσμου υμων τον αναφεροντα κοσμον χρυσουν επι τα ενδυματα υμων
25 Mint estek el a hősök a harcban! Jonatánt megölték halmaidon!25 πως επεσαν δυνατοι εν μεσω του πολεμου ιωναθαν επι τα υψη σου τραυματιας
26 Fájlallak, testvérem, Jonatán, oly kedves voltál nekem, szeretetem nagyobb volt irántad, mint szerelmem feleségeim iránt. Mint az anya szereti egyetlen fiát, úgy szerettelek én téged.26 αλγω επι σοι αδελφε μου ιωναθαν ωραιωθης μοι σφοδρα εθαυμαστωθη η αγαπησις σου εμοι υπερ αγαπησιν γυναικων
27 Mint estek el a hősök, és vesztek el a harci fegyverek!«27 πως επεσαν δυνατοι και απωλοντο σκευη πολεμικα