Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 31


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Lábán azonban meghallotta fiai beszédét, akik azt mondták: »Elvett Jákob mindent, ami az apánké volt, az apánk vagyonából lett gazdag.«.1 Και ηκουσεν ο Ιακωβ τους λογους των υιων του Λαβαν, λεγοντων, Ο Ιακωβ ελαβε παντα τα υπαρχοντα του πατρος ημων, και εκ των υπαρχοντων του πατρος ημων απεκτησε πασαν την δοξαν ταυτην.
2 Jákob azt is észrevette Lábán arcán, hogy nem olyan már hozzá, mint előző nap és azelőtt.2 Και ειδεν ο Ιακωβ το προσωπον του Λαβαν, και ιδου, δεν ητο προς αυτον ως χθες και προχθες.
3 Az Úr ekkor azt mondta Jákobnak: »Térj vissza atyáid földjére, a nemzetségedhez, és én veled leszek!«3 Ειπε δε ο Κυριος προς τον Ιακωβ, Επιστρεψον εις την γην των πατερων σου, και εις την συγγενειαν σου, και θελω εισθαι μετα σου.
4 Ekkor elküldött Jákob, és kihívatta Ráchelt és Leát a mezőre, ahol nyájait legeltette.4 Τοτε εστειλεν ο Ιακωβ και εκαλεσε την Ραχηλ και την Λειαν εις την πεδιαδα προς το ποιμνιον αυτου?
5 Így szólt hozzájuk: »Látom atyátok arcán, hogy nem olyan már hozzám, mint tegnap és tegnapelőtt. Pedig atyám Istene velem volt,5 και ειπε προς αυτας, Βλεπω το προσωπον του πατρος σας, οτι δεν ειναι προς εμε ως χθες και προχθες? ο Θεος ομως του πατρος μου εσταθη μετ' εμου?
6 és ti magatok is tudjátok, hogy minden erőmmel szolgáltam atyátoknak.6 και σεις εξευρετε οτι εν ολη τη δυναμει μου εδουλευσα τον πατερα σας?
7 Atyátok azonban megcsalt engem, és tízszer változtatta meg a bérem, Isten mégsem engedte meg neki, hogy árthasson nekem.7 αλλ' ο πατηρ σας με ηπατησε και ηλλαξε τους μισθους μου δεκακις? πλην ο Θεος δεν αφηκεν αυτον να με κακοποιηση?
8 Amikor azt mondta: ‘A pettyesek legyenek a béred’ – minden juh pettyes bárányt ellett, ha viszont azt mondta: ‘Ami csíkos, azt kapod bérül’ – minden nyájban csíkosak születtek.8 οτε ελεγεν ουτω, τα ποικιλα θελουσιν εισθαι ο μισθος σου, τοτε απαν το ποιμνιον εγεννα ποικιλα? και οτε ελεγεν ουτω, τα παρδαλα θελουσιν εισθαι ο μισθος σου, τοτε απαν το ποιμνιον εγεννα παρδαλα.
9 Elvette ugyanis Isten atyátok jószágát, és ideadta nekem.9 Ουτως αφηρεσεν ο Θεος το ποιμνιον του πατρος σας και εδωκεν εις εμε.
10 Amikor ugyanis a juhok foganásának ideje elérkezett, felemeltem szememet, és azt láttam álmomban, hogy a hímek, amelyek a nőstényekkel párosodnak, tarkák, foltosak és különféle színűek.10 Και καθ' ον καιρον συνελαμβανε το ποιμνιον, υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον κατ' οναρ, και ιδου, οι τραγοι και οι κριοι, οι αναβαινοντες επι τα προβατα και τας αιγας, ησαν παρδαλοι, ποικιλοι και στικτοι.
11 Isten angyala aztán azt mondta nekem álmomban: ‘Jákob!’ Én azt feleltem: Itt vagyok!11 Και μοι ειπεν ο αγγελος του Θεου κατ' οναρ, Ιακωβ? και ειπα, Ιδου, εγω.
12 Ő azt mondta: ‘Emeld fel szemedet, és lásd, hogy a hímek, amelyek a nőstényekkel párosodnak, mind tarkák, foltosak és pettyesek. Láttam ugyanis mindent, amit Lábán veled cselekedett.12 Και ειπεν, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου, και ιδε παντας τους τραγους και τους κριους, τους αναβαινοντας επι τα προβατα και τας αιγας, οτι ειναι παρδαλοι, ποικιλοι και στικτοι? διοτι ειδον παντα οσα καμνει εις σε ο Λαβαν?
13 Én vagyok annak a Bételnek az Istene, ahol felkented a követ, és esküt tettél nekem. Most tehát kelj fel, menj ki erről a földről, és térj vissza szülőföldedre!’«13 εγω ειμαι ο Θεος της Βαιθηλ, οπου εχρισας την στηλην και οπου ευχηθης ευχην προς εμε? σηκωθητι τωρα, εξελθε εκ της γης ταυτης και επιστρεψον εις την γην της συγγενειας σου.
14 Erre Ráchel és Lea azt felelték: »Van-e még valami részünk atyánk házának javaiban, és örökségében?14 Και απεκριθησαν η Ραχηλ και η Λεια και ειπον προς αυτον, Εχομεν ημεις πλεον μεριδιον η κληρονομιαν εν τω οικω του πατρος ημων;
15 Nem tekintett minket idegeneknek, eladott, és elfogyasztotta vételárunkat?15 δεν εθεωρηθημεν υπ' αυτου ως ξεναι; διοτι επωλησεν ημας και ακομη ολοκληρως κατεφαγε το αργυριον ημων.
16 Isten azonban elvette atyánk örökségét, és ideadta nekünk és fiainknak. Tedd meg tehát mindazt, amit Isten parancsolt neked!«16 Οθεν παντα τα πλουτη, τα οποια αφηρεσεν ο Θεος απο του πατρος ημων, ειναι ημων και των τεκνων ημων? τωρα λοιπον καμε οσα σοι ειπεν ο Θεος.
17 Felkelt erre Jákob, tevékre tette gyermekeit és feleségeit, és elindult.17 Τοτε σηκωθεις ο Ιακωβ, εβαλε τα παιδια αυτου και τας γυναικας αυτου επι τας καμηλους?
18 Elvitte minden vagyonát is, a nyájait is, és mindenét, amit Paddan-Arámban szerzett, és apjához, Izsákhoz igyekezett, Kánaán földjére.18 και απηγαγε παντα τα κτηνη αυτου, και παντα τα αγαθα αυτου τα οποια απεκτησε, το ποιμνιον της αποκτησεως αυτου, το οποιον απεκτησεν εις Παδαν-αραμ, δια να απελθη προς Ισαακ τον πατερα αυτου εις γην Χανααν.
19 Abban az időben Lábán elment juhokat nyírni. Ezalatt Ráchel ellopta apja bálványait,19 Ο δε Λαβαν ειχεν υπαγει δια να κουρευση τα προβατα αυτου και η Ραχηλ εκλεψε τα ειδωλα του πατρος αυτης.
20 Jákob pedig eltitkolta apósa előtt, hogy szökni akar.20 Εκρυψε δε ο Ιακωβ την φυγην αυτου εις τον Λαβαν τον Συρον, μη αναγγειλας προς αυτον οτι αναχωρει?
21 Miután Jákob, és mindene, amije volt, elmenekült, átkelt a folyóvízen, és Gileád hegye felé tartott,21 και εφυγεν αυτος μετα παντων των υπαρχοντων αυτου και εσηκωθη και διεβη τον ποταμον και διευθυνθη προς το ορος Γαλααδ.
22 harmadnapra hírül vitték Lábánnak, hogy Jákob megszökött.22 Και την τριτην ημεραν ανηγγελθη προς τον Λαβαν, οτι εφυγεν ο Ιακωβ?
23 Erre az maga mellé vette testvéreit, hét napig üldözte őt, és Gileád hegyén utol is érte.23 και παραλαβων τους αδελφους αυτου μεθ' εαυτου, κατεδιωξεν οπισω αυτου οδον επτα ημερων? και επροφθασεν αυτον εν τω ορει Γαλααδ.
24 Isten azonban eljött az arám Lábánhoz éjszaka álmában, és ezt mondta neki: »Vigyázz, ne szólj Jákobnak se jót, se rosszat!«24 Ηλθε δε ο Θεος προς Λαβαν τον Συρον κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Φυλαχθητι, μη λαλησης σκληρα προς τον Ιακωβ.
25 Addigra Jákob a hegyen felütötte már a sátrát. Amikor Lábán a testvéreivel utolérte, ugyancsak Gileád hegyén ütötte fel sátrát.25 Επροφθασε λοιπον ο Λαβαν τον Ιακωβ? ο δε Ιακωβ ειχε στησει την σκηνην αυτου επι του ορους? ο δε Λαβαν μετα των αδελφων αυτου εσκηνωσεν επι του ορους Γαλααδ.
26 Majd azt mondta Jákobnak: »Miért tetted ezt, miért csaptál be engem, hogy titokban hurcoltad el lányaimat, mint karddal szerzett rabokat?26 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Τι εκαμες, και δια τι εκρυψας εις εμε την φυγην σου και απηγαγες τας θυγατερας μου ως αιχμαλωτους μαχαιρας;
27 Miért titokban szöktél meg és csaptál be engem? Miért nem mondtad meg nekem, és elkísérhettelek volna örömmel és énekkel, dobokkal és lantokkal?27 δια τι εφυγες κρυφιως και εκλεψας σεαυτον απ' εμου και δεν μοι εφανερωσας τουτο; διοτι εγω ηθελον σε εξαποστειλει μετ' ευφροσυνης και μετα ασματων, μετα τυμπανων και κιθαρας?
28 Nem engedted, hogy megcsókoljam fiaimat és lányaimat! Balgán cselekedtél! Most ugyan28 και δεν με ηξιωσας μηδε να φιλησω τους υιους μου, και τας θυγατερας μου; τωρα αφρονως επραξας τουτο?
29 megtehetné a kezem, hogy rosszal fizessek neked, de atyátok Istene tegnap azt mondta nekem: ‘Vigyázz, ne szólj Jákobnak se jót, se rosszat!’29 δυνατη ειναι η χειρ μου να σας κακοποιηση? πλην ο Θεος του πατρος σας χθες την νυκτα ειπε προς εμε, λεγων, Φυλαχθητι, μη λαλησης σκληρα προς τον Ιακωβ?
30 Ám legyen, el akartál menni a tieidhez, s vágyakoztál atyád házába. De az isteneimet miért loptad el?«30 τωρα λοιπον εστω, ανεχωρησας, επειδη επεθυμησας πολυ τον οικον του πατρος σου? αλλα δια τι εκλεψας τους Θεους μου;
31 Jákob így felelt: »Tudtod nélkül azért jöttem el, mert féltem, hogy erőszakkal elveszed tőlem lányaidat.31 Και αποκριθεις ο Ιακωβ ειπε προς τον Λαβαν, Εφυγον επειδη εφοβηθην? διοτι ειπον, Μηπως αφαιρεσης τας θυγατερας σου απ' εμου?
32 Akinél megtalálod az isteneidet, az ne maradjon életben! Testvéreink előtt keresd meg, amit nálam a te holmidból találsz, s vidd el!« Ezt mondta, mert nem tudta, hogy Ráchel ellopta a bálványokat.32 εις οντινα ομως ευρης τους θεους σου, ας μη ζηση? εμπροσθεν των αδελφων ημων γνωρισον τι ευρισκεται εις εμε εκ των ιδικων σου, και λαβε. Διοτι δεν ηξευρεν ο Ιακωβ οτι η Ραχηλ ειχε κλεψει αυτους.
33 Bement tehát Lábán Jákobnak, Leának és mindkét szolgálónak a sátrába, de semmit sem talált. Amikor Lea kijött a sátrából, és bement Ráchel sátrába,33 Εισηλθε λοιπον ο Λαβαν εις την σκηνην του Ιακωβ, και εις την σκηνην της Λειας, και εις τας σκηνας των δυο θεραπαινων? αλλα δεν ευρηκεν αυτους. Τοτε εξηλθεν εκ της σκηνης της Λειας, και εισηλθεν εις την σκηνην της Ραχηλ.
34 az gyorsan elrejtette a bálványokat a tevenyereg aljába, és ráült. Amikor Lábán átkutatta az egész sátort, és semmit sem talált,34 Η δε Ραχηλ ειχε λαβει τα ειδωλα, και βαλει αυτα εις σαμαριον καμηλου, και εκαθητο επ' αυτα. Και ερευνησας ο Λαβαν ολην την σκηνην, δεν ευρηκεν.
35 ő azt mondta neki: »Ne haragudj, uram, hogy fel nem kelhetek előtted, de éppen most jött rám az, ami az asszonyokra jönni szokott!« Kutatta tehát, de nem találta a bálványokat.35 Η δε ειπε προς τον πατερα αυτης, Ας μη φανη βαρυ εις τον κυριον μου, διοτι δεν δυναμαι να σηκωθω εμπροσθεν σου, επειδη εχω τα γυναικεια. Και αυτος ηρευνησεν, αλλα δεν ευρηκε τα ειδωλα.
36 Felháborodott erre Jákob és így perlekedett: »Milyen vétkemért, s milyen bűnömért rohantál így utánam,36 Και ωργισθη ο Ιακωβ και επεπληξε τον Λαβαν? και αποκριθεις ο Ιακωβ ειπε προς τον Λαβαν, Τι ειναι το ανομημα μου; τι το αμαρτημα μου, οτι κατεδιωξας οπισω μου;
37 és hánytad fel minden holmimat? Találtál valamit is a házad egész vagyonából? Tedd ide testvéreim és testvéreid elé, hadd szolgáltassanak igazságot közöttem és közötted!37 αφου ηρευνησας παντα τα σκευη μου, τι ευρηκας εκ παντων των σκευων της οικιας σου; θες αυτο εδω εμπροσθεν των αδελφων μου και αδελφων σου, δια να κρινωσι μεταξυ των δυο ημων?
38 Ezért voltam nálad húsz esztendeig? Juhaid és kecskéid meddők nem voltak, nyájad kosait meg nem ettem.38 εικοσι ετη ειναι τωρα, αφ' οτου ειμαι μετα σου? τα προβατα σου και αι αιγες σου δεν ητεκνωθησαν, και τους κριους του ποιμνιου σου δεν εφαγον.
39 Amit a vad szétszaggatott, nem mutattam be neked? Magam térítettem meg minden kárt, sőt, ami nappal és éjjel lopás által veszett el, azt is rajtam követelted.39 θηριαλωτον δεν εφερα εις σε? εγω επληρωνον αυτο? απο της χειρος μου εζητεις ο, τι με εκλεπτετο την ημεραν, η ο, τι με εκλεπτετο την νυκτα?
40 Nappal a hőség emésztett, éjjel meg a hideg, és elkerülte szememet az álom.40 την ημεραν εκαιομην υπο του καυματος και την νυκτα υπο του παγετου? και εφευγεν ο υπνος μου απο των οφθαλμων μου?
41 Így szolgáltam a házadban húsz esztendeig: tizennégy évig a lányaidért, hatig meg a nyájaidért, és tízszer változtattad meg a bérem!41 εικοσι ετη ηδη ευρισκομαι εν τη οικια σου? δεκατεσσαρα ετη σε εδουλευσα δια τας δυο σου θυγατερας, και εξ ετη δια τα προβατα σου? και ηλλαξας τον μισθον μου δεκακις?
42 Ha atyámnak Istene, Ábrahámnak Istene és Izsák Félelme nem lett volna velem, most talán üres kézzel bocsátanál el! De Isten rátekintett nyomorúságomra és kezem fáradalmára, s tegnap megfeddett téged!«42 εαν ο Θεος του πατρος μου, ο Θεος του Αβρααμ και ο φοβος του Ισαακ, δεν ητο μετ' εμου, βεβαια κενον ηθελες με εξαποστειλει τωρα? ειδεν ο Θεος την ταλαιπωριαν μου και τον κοπον των χειρων μου, και σε ηλεγξεν εχθες την νυκτα.
43 Lábán erre azt felelte neki: »A lányok lányaim, a fiúk fiaim, a nyájak a nyájaim, és minden, amit itt látsz, az enyém; a lányaim ellen mit tehetnék, és az ő fiaik ellen, akiket szültek?43 Και αποκριθεις ο Λαβαν, ειπε προς τον Ιακωβ, Αι θυγατερες αυται ειναι θυγατερες μου, και οι υιοι ουτοι υιοι μου, και τα προβατα ταυτα προβατα μου, και παντα οσα βλεπεις ειναι ιδικα μου? και τι να καμω σημερον εις τας θυγατερας μου ταυτας, η εις τα τεκνα αυτων, τα οποια εγεννησαν;
44 Gyere tehát, kössünk szövetséget, s szolgáljon az tanúul közöttem és közötted!«44 ελθε λοιπον τωρα, ας καμωμεν συνθηκην, εγω και συ? δια να ηναι εις μαρτυριον μεταξυ εμου και σου.
45 Jákob ekkor fogott egy követ, felállította emlékjelül,45 Και ελαβεν ο Ιακωβ λιθον και εστησεν αυτον στηλην.
46 testvéreinek pedig azt mondta: »Hozzatok köveket!« Azok köveket hordtak össze, és egy dombot emeltek. Aztán ettek rajta.46 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τους αδελφους αυτου, Συναξατε λιθους? και ελαβον λιθους, και εκαμον σωρον? και εφαγον εκει επι του σωρου.
47 Lábán elnevezte azt Jegár Szahadutának (azaz Tanú-dombnak), Jákob pedig Gileádnak (mindegyikük a maga nyelvjárása szerint).47 Και ο μεν Λαβαν εκαλεσεν αυτον Ιεγαρ-σαχαδουθα? ο δε Ιακωβ εκαλεσεν αυτον Γαλεεδ.
48 Aztán Lábán így szólt: »Ez a domb legyen tanú ma közöttem és közötted« – ezért nevezték el azt Gileádnak (azaz Tanú-dombnak), –48 Και ειπεν ο Λαβαν, Ο σωρος ουτος ειναι σημερον μαρτυριον μεταξυ εμου και σου? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Γαλεεδ,
49 és Micpának is (azaz Látásnak) is, mondván: »Lássa ezt az Úr, és ítéljen közöttünk, amikor majd elválunk egymástól,49 και Μισπα, διοτι ειπεν, Ας επιβλεψη ο Κυριος αναμεσον εμου και σου, οταν αποχωρισθωμεν ο εις απο του αλλου?
50 ha nyomorgatod lányaimat, és más feleségeket veszel melléjük. Mivel senki sincs velünk, íme, Isten a tanú közöttem és közötted!«50 εαν ταλαιπωρησης τας θυγατερας μου, η εαν λαβης αλλας γυναικας εκτος των θυγατερων μου, δεν ειναι ουδεις μεθ' ημων? βλεπε, ο Θεος ειναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου.
51 Lábán azután azt mondta Jákobnak: »Íme, ez a domb meg ez az emlékkő, amelyet ideállítottam közém és közéd,51 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Ιδου, ο σωρος ουτος, και ιδου, η στηλη αυτη, την οποιαν εστησα μεταξυ εμου και σου?
52 legyen a tanú: ez a domb, mondom, meg ez az emlékkő szolgáljon tanúul, hogy sem én nem megyek túl rajta, feléd tartva, sem te nem jössz el mellette, gonoszat forralva ellenem!52 ο σωρος ουτος ειναι μαρτυριον, και η στηλη μαρτυριον, οτι εγω δεν θελω διαβη τον σωρον τουτον προς σε, ουτε συ θελεις διαβη τον σωρον τουτον και την στηλην ταυτην, προς εμε, δια κακον?
53 Ábrahám Istene és Náchor Istene ítéljen közöttünk!« Erre megesküdött Jákob atyjának, Izsáknak Félelmére,53 ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ναχωρ, ο Θεος του πατρος αυτων, ας κρινη αναμεσον ημων. Ο δε Ιακωβ ωμοσεν εις τον φοβον του πατρος αυτου Ισαακ.
54 s áldozati barmot vágott a hegyen, és meghívta testvéreit a lakomára. Miután ettek, ott aludtak a hegyen.54 Τοτε εθυσεν ο Ιακωβ θυσιαν επι του ορους και προσεκαλεσε τους αδελφους αυτου δια να φαγωσιν αρτον? και εφαγον αρτον και διενυκτερευσαν επι του ορους.
55 Και σηκωθεις ο Λαβαν ενωρις το πρωι, εφιλησε τους υιους αυτου και τας θυγατερας αυτου, και ευλογησεν αυτους? και ανεχωρησεν ο Λαβαν και επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.