Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 29


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Jákob azután folytatta útját. Amikor eljutott a Keleti-földre,1 Και εκινησεν ο Ιακωβ και υπηγεν εις την γην των κατοικων της ανατολης.
2 meglátott egy kutat a mezőn, és három juhnyájat, amely mellette heverészett. Abból szokták ugyanis itatni a nyájakat. A kút száját azonban nagy kő fedte.2 Και ειδε, και ιδου, φρεαρ εν τη πεδιαδι και ιδου, εκει τρια ποιμνια προβατων αναπαυομενα πλησιον αυτου, διοτι εκ του φρεατος εκεινον εποτιζον τα ποιμνια? λιθος δε μεγας ητο επι το στομιον του φρεατος.
3 Az volt ugyanis a szokás, hogy amikor minden juhot összetereltek, elhengerítették a követ, miután pedig megitatták a nyájakat, megint visszatették a kút szájára.3 Και οτε συνηγοντο εκει παντα τα ποιμνια, απεκυλιον τον λιθον απο του στομιου του φρεατος, και εποτιζον τα ποιμνια? επειτα εθετον παλιν τον λιθον επι το στομιον του φρεατος εις τον τοπον αυτου.
4 Megszólította a pásztorokat: »Testvérek, honnan valók vagytok?« Azok azt felelték: »Háránból.«4 Και ειπε προς αυτους ο Ιακωβ, Αδελφοι, ποθεν εισθε; Οι δε ειπον, Εκ της Χαρραν ειμεθα.
5 Erre megkérdezte őket: »Ismeritek-e Lábánt, Náchor fiát?« Azok azt felelték: »Ismerjük.«5 Και ειπε προς αυτους, Γνωριζετε Λαβαν τον υιον του Ναχωρ; οι δε ειπον, Γνωριζομεν.
6 »Egészségben van-e?« – kérdezte. »Egészségben – felelték. – Éppen ott jön Ráchel, a lánya a nyájával.«6 Και ειπε προς αυτους, Υγιαινει; Οι δε ειπον, Υγιαινει? και ιδου, Ραχηλ η θυγατηρ αυτου ερχεται μετα των προβατων.
7 Jákob ekkor azt mondta: »Sok van még a napból, még nincs itt az ideje, hogy aklokba tereljék a nyájakat. Itassátok meg előbb a juhokat, aztán hajtsátok őket vissza legelni!«7 Και ειπεν, Ιδου, μενει ακομη ημερα πολλη, δεν ειναι ωρα να συρθωσι τα κτηνη? ποτισατε τα προβατα και υπαγετε να βοσκησητε αυτα.
8 Azok azt felelték: »Nem tehetjük, amíg minden állat össze nem gyűlik. Akkor majd elgördítjük a követ a kút szájáról, hogy megitassuk a nyájakat.«8 Οι δε ειπον, Δεν δυναμεθα, εωσου συναχθωσι παντα τα ποιμνια, και να αποκυλισωσι τον λιθον απο του στομιου του φρεατος? τοτε ποτιζομεν τα προβατα.
9 Még beszéltek, amikor íme, odaért Ráchel az apja juhaival – ő legeltette ugyanis a nyájat.9 Και ενω ακομη ελαλει προς αυτους, ηλθεν η Ραχηλ μετα των προβατων του πατρος αυτης? διοτι αυτη εβοσκε.
10 Amikor Jákob meglátta – mivel tudta, hogy anyja testvérének lánya, a juhok meg Lábánéi, anyja testvéréi –, elgördítette a követ, amely a kutat fedte,10 Και ως ειδεν ο Ιακωβ την Ραχηλ, θυγατερα του Λαβαν του αδελφου της μητρος αυτου, και τα προβατα του Λαβαν του αδελφου της μητρος αυτου, επλησιασεν ο Ιακωβ και απεκυλισε τον λιθον απο του στομιου του φρεατος, και εποτισε τα προβατα του Λαβαν, του αδελφου της μητρος αυτου.
11 és megitatta a nyájat. Aztán megcsókolta őt, és hangos sírásra fakadt.11 Και εφιλησεν ο Ιακωβ την Ραχηλ και υψωσας την φωνην αυτου εκλαυσε.
12 Elmondta neki, hogy ő az apja rokona és Rebekkának a fia. Erre az elsietett, és hírt vitt erről apjának.12 Και απηγγειλεν ο Ιακωβ προς την Ραχηλ, οτι ειναι αδελφος του πατρος αυτης, και οτι ειναι υιος της Ρεβεκκας? και εκεινη δραμουσα απηγγειλε τουτο εις τον πατερα αυτης.
13 Amint apja meghallotta, hogy Jákob, a nővérének fia megérkezett, eléje futott, megölelte, összevissza csókolta, és bevezette a házába. Miután pedig meghallgatta őt útjának céljáról,13 Και ως ηκουσεν ο Λαβαν το ονομα του Ιακωβ του υιου της αδελφης αυτου, εδραμεν εις συναντησιν αυτου? και εναγκαλισθεις αυτον, εφιλησεν αυτον και εφερεν αυτον εις την οικιαν αυτου? και διηγηθη ο Ιακωβ προς τον Λαβαν παντα τα γενομενα.
14 így szólt: »Te az én csontom és húsom vagy!« Amikor elteltek egy hónap napjai,14 Και ειπε προς αυτον ο Λαβαν, Βεβαια οστουν μου και σαρξ μου εισαι. Και κατωκησε μετ' αυτου ενα μηνα.
15 azt mondta neki: »Mivel a testvérem vagy, ingyen fogsz nekem szolgálni? Mondd meg, mi legyen a béred?«15 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Επειδη εισαι αδελφος μου, δια τουτο θελεις με δουλευει δωρεαν; ειπε μοι, τις θελει εισθαι ο μισθος σου;
16 Két lánya volt neki: a nagyobb neve Lea volt, a kisebbet pedig Ráchelnek hívták.16 Ειχε δε Λαβαν δυο θυγατερας? το ονομα της πρεσβυτερας, Λεια, και το ονομα της μικροτερας Ραχηλ.
17 Lea azonban könnyezős szemű volt, míg Ráchel szép termetű és bájos külsejű.17 Και της μεν Λειας οι οφθαλμοι ησαν ασθενεις? η δε Ραχηλ ητο ευειδης και ωραια την οψιν.
18 Mivel Jákob megszerette őt, így szólt: »Hét esztendőt szolgálok neked Ráchelért, a kisebb lányodért.«18 Και ηγαπησεν ο Ιακωβ την Ραχηλ? και ειπε, Θελω σε δουλευει επτα ετη δια την Ραχηλ, την θυγατερα σου την μικροτεραν.
19 Lábán azt felelte: »Jobb, ha neked adom, mint más embernek: maradj hát nálam!«19 Και ειπεν ο Λαβαν, Καλητερα να δωσω αυτην εις σε, παρα να δωσω αυτην εις αλλον ανδρα? κατοικησον μετ' εμου.
20 Hét esztendeig szolgált tehát Jákob Ráchelért, és ez csak néhány napnak tűnt neki nagy szeretetében.20 Και εδουλευσεν ο Ιακωβ δια την Ραχηλ επτα ετη? και εφαινοντο εις αυτον ως ημεραι ολιγαι, δια την προς αυτην αγαπην αυτου.
21 Aztán így szólt Lábánhoz: »Add ki nekem a feleségemet, mert letelt már az idő, hadd menjek be hozzá!« –21 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον Λαβαν, Δος μοι την γυναικα μου, διοτι επληρωθησαν αι ημεραι μου, δια να εισελθω προς αυτην.
22 Lábán lakomára hívta a helység minden lakóját, és menyegzőt rendezett.22 Και συνηγαγεν ο Λαβαν παντας τους ανθρωπους του τοπου και εκαμε συμποσιον.
23 Este aztán bevitte hozzá Leát, a lányát, ő pedig bement hozzá.23 Και το εσπερας, λαβων την Λειαν την θυγατερα αυτου, εφερεν αυτην προς αυτον? και εισηλθε προς αυτην.
24 Adott a lánynak egy szolgálót is, név szerint Zelfát. Amikor azonban megvirradt, Jákob látta, hogy íme, Lea volt az.24 Και εδωκεν ο Λαβαν εις Λειαν την θυγατερα αυτου, δια θεραπαιναν αυτης, Ζελφαν την θεραπαιναν αυτου.
25 Azt mondta erre az apósának: »Mi az, amit velem tettél? Nem Ráchelért szolgáltam én neked? Miért szedtél rá engem?«25 Και το πρωι, ιδου, αυτη ητο η Λεια? και ειπε προς τον Λαβαν, Τι τουτο το οποιον επραξας εις εμε; δεν σε εδουλευσα δια την Ραχηλ; και δια τι με ηπατησας;
26 Lábán azt felelte: »A mi vidékünkön nem szokás, hogy a fiatalabbat előbb adjuk férjhez.26 Και ειπεν ο Λαβαν, Δεν γινεται ουτως εν τω τοπω ημων, να διδωται η μικροτερα προ της πρεσβυτερας?
27 Töltsd ki e menyegzős napok hetét, s majd a másikat is neked adom azért a munkáért, ha szolgálsz nekem másik hét esztendőt!«27 εκπληρωσον την εβδομαδα ταυτης, και θελω σοι δωσει και αυτην, αντι της εργασιας την οποιαν θελεις καμει εις εμε ακομη αλλα επτα ετη.
28 Beletörődött tehát abba, amit apósa akart. Letöltötte a hét esztendőt, aztán feleségül vette Ráchelt is.28 Και εκαμεν ο Ιακωβ ουτω και εξεπληρωσε την εβδομαδα αυτης? και εδωκεν εις αυτον την Ραχηλ την θυγατερα αυτου εις γυναικα.
29 Ennek Bilhát adta szolgálóul az apja.29 Και εδωκεν ο Λαβαν εις Ραχηλ την θυγατερα αυτου, δια θεραπαιναν αυτης, Βαλλαν την θεραπαιναν αυτου.
30 Miután így végre hozzájutott az óhajtott menyegzőhöz, és jobban szerette Ráchelt, mint Leát, így szolgált nála másik hét esztendőt.30 Και εισηλθεν ο Ιακωβ και προς την Ραχηλ? και ηγαπησε την Ραχηλ περισσοτερον παρα την Λειαν? και εδουλευσεν αυτον ακομη αλλα επτα ετη.
31 Amikor azonban az Úr látta, hogy Leát megveti, megnyitotta Lea méhét, a húga viszont meddő maradt.31 Και ιδων ο Κυριος οτι εμισειτο η Λεια, ηνοιξε την μητραν αυτης? η δε Ραχηλ ητο στειρα.
32 Fogant tehát és fiút szült, és elnevezte Rúbennek, mondván: »Rám tekintett az Úr megaláztatásomban: most majd szeretni fog engem az uram!«32 Και συνελαβεν η Λεια και εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ρουβην? διοτι ειπεν, Ειδε βεβαια ο Κυριος την ταπεινωσιν μου? τωρα λοιπον θελει με αγαπησει ο ανηρ μου.
33 Aztán ismét fogant, fiút szült, és így szólt: »Mivel meghallotta az Úr, hogy Jákob megvet engem, ezt is megadta nekem!« Elnevezte tehát Simeonnak.33 Και συνελαβε παλιν και εγεννησεν υιον? και ειπεν, Επειδη ηκουσεν ο Κυριος οτι μισουμαι, δια τουτο μοι εδωκεν ακομη και τουτον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Συμεων.
34 Harmadízben is fogant, újra fiút szült, és így szólt: »Most majd ragaszkodni fog hozzám az uram, hiszen három fiút szültem neki!« Ezért elnevezte Lévinek.34 Και συνελαβεν ακομη και εγεννησεν υιον? και ειπε, Τωρα ταυτην την φοραν ο ανηρ μου θελει ενωθη μετ' εμου, διοτι εγεννησα εις αυτον τρεις υιους? δια τουτο ωνομασεν αυτον Λευι.
35 Aztán negyedszer is fogant, fiút szült, és azt mondta: »Most már hadd dicsőítsem az Urat!« Ezért elnevezte Júdának. Azután szünetelt a szülése.35 Και συνελαβε παλιν και εγεννησεν υιον? και ειπε, Ταυτην την φοραν θελω δοξολογησει τον Κυριον? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου Ιουδαν? και επαυσε να γεννα.