Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 27


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor Izsák megöregedett és a szeme elhomályosodott, úgyhogy már nem látott, hívatta idősebb fiát, Ézsaut, és azt mondta neki: »Fiam!« Ő azt felelte: »Itt vagyok!«1 Και αφου εγηρασεν ο Ισαακ, και οι οφθαλμοι αυτου ημβλυνθησαν, ωστε δεν εβλεπεν, εκαλεσεν Ησαυ τον υιον αυτου τον μεγαλητερον, και ειπε προς αυτον, Υιε μου. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.
2 Ekkor az apja azt mondta neki: »Látod, megöregedtem, s nem ismerhetem halálom napját.2 Και εκεινος ειπεν, Ιδου, τωρα, εγω εγηρασα? δεν γνωριζω την ημεραν του θανατου μου?
3 Fogd a fegyvereidet, a tegezt meg az íjat, menj ki a mezőre, és ha elejtesz valamit a vadászaton,3 λαβε λοιπον, παρακαλω, τα οπλα σου, την φαρετραν σου και το τοξον σου, και εξελθε εις την πεδιαδα και κυνηγησον μοι κυνηγιον?
4 készíts belőle nekem ételt, úgy, amint tudod, hogy szeretem! Aztán hozd el, hogy egyek, és megáldjon téged a lelkem, mielőtt meghalok!«4 και καμε μοι εδεσματα καθως αγαπω, και φερε μοι να φαγω, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου πριν αποθανω.
5 Rebekka meghallotta, hogy Izsák a fiával, Ézsauval beszél. Mihelyt kiment Ézsau a mezőre, hogy zsákmányt ejtsen, és feláldozza,5 Η δε Ρεβεκκα ηκουσεν ενω ελαλει ο Ισαακ προς Ησαυ τον υιον αυτου. Και υπηγεν ο Ησαυ εις την πεδιαδα δια να κυνηγηση κυνηγιον και να φερη αυτο.
6 Rebekka így szólt a fiához, Jákobhoz: »Hallottam, amint atyád beszélt bátyáddal, Ézsauval, és azt mondta neki:6 Και η Ρεβεκκα ελαλησε προς Ιακωβ τον υιον αυτης, λεγουσα, Ιδου, εγω ηκουσα τον πατερα σου λαλουντα προς Ησαυ τον αδελφον και λεγοντα,
7 ‘Hozz nekem vadászatodból, készíts belőle ételt, hogy egyek, és megáldjalak az Úr előtt, mielőtt meghalok!’7 Φερε μοι κυνηγιον και καμε μοι εδεσματα, δια να φαγω, και να σε ευλογησω ενωπιον του Κυριου πριν αποθανω.
8 Most tehát, fiam, hallgasd meg szavam, amit parancsolok neked:8 Τωρα λοιπον, υιε μου, ακουσον την φωνην μου εις οσα εγω σοι παραγγελλω?
9 menj el a nyájhoz, hozz nekem két igen jó kecskegidát, hogy ételt készítsek belőlük atyádnak, olyat, amilyet szeret,9 υπαγε τωρα εις το ποιμνιον, και λαβε μοι εκειθεν δυο καλα εριφια εξ αιγων? δια να καμω αυτα εδεσματα δια τον πατερα σου, καθως αγαπα?
10 hogy amikor beviszed atyádhoz, és megeszi, téged áldjon meg, mielőtt meghal!«10 και θελεις φερει αυτα προς τον πατερα σου να φαγη, δια σε ευλογηση πριν αποθανη.
11 Ő azt felelte neki: »Tudod, hogy Ézsau, a bátyám szőrös ember, én meg csupasz vagyok.11 Και ειπεν ο Ιακωβ προς Ρεβεκκαν την μητερα αυτου, Ιδου, ο Ησαυ ο αδελφος μου ειναι ανηρ δασυτριχος, εγω δε ανηρ ατριχος?
12 Ha atyám megtapogat és megismer, félek, azt gondolja, hogy gúnyt akartam űzni belőle, és áldás helyett átkot vonok magamra.«12 ισως με ψηλαφηση ο πατηρ μου, και θελω φανη εις αυτον ως απατεων, και θελω συρει επ' εμαυτον καταραν και ουχι ευλογιαν.
13 Anyja azonban azt mondta neki: »Énrám szálljon az az átok, fiam! Csak hallgass szavamra, menj el, és hozd ide, amit mondtam!«13 Ειπε δε προς αυτον η μητηρ αυτου, Επ' εμε η καταρα σου, τεκνον μου? μονον υπακουσον εις την φωνην μου και υπαγε, φερε μοι αυτα.
14 El is ment tehát, elhozta és odaadta anyjának. Az elkészítette az ételt, úgy, amint tudta, hogy atyja szereti,14 Και υπηγε, και ελαβε, και εφερεν αυτα προς την μητερα αυτου? και εκαμεν η μητηρ αυτου εδεσματα καθως ηγαπα ο πατηρ αυτου.
15 aztán felöltöztette őt Ézsau legjobb ruháiba, amelyek nála voltak a házban,15 Και λαβουσα η Ρεβεκκα τα καλητερα φορεματα Ησαυ του μεγαλητερου υιου αυτης, τα οποια ειχεν εν τη οικια, ενεδυσε με αυτα Ιακωβ, τον υιον αυτης τον νεωτερον?
16 s a kecskegidák bőrével körülvette kezét, és befödte a csupasz nyakát.16 και με τα δερματα των εριφιων εσκεπασε τας χειρας αυτου, και τα γυμνα του τραχηλου αυτου?
17 Aztán az ételt meg a kenyeret, amelyet készített, odaadta a fiának, Jákobnak a kezébe.17 και εδωκεν εις τας χειρας Ιακωβ του υιου αυτης τα εδεσματα και τον αρτον, τα οποια ητοιμασε.
18 Ő bement atyjához, és így szólt: »Atyám!« Az így válaszolt: »Hallgatlak! Ki vagy te, fiam?«18 Και ηλθε προς τον πατερα αυτου? και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω? τις εισαι, τεκνον μου;
19 Jákob erre azt mondta apjának: »Én vagyok elsőszülötted, Ézsau! Úgy cselekedtem, ahogy parancsoltad nekem. Kelj fel, ülj le, és egyél vadászatomból, hogy megáldjon engem a te lelked.«19 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον πατερα αυτου, Εγω ειμαι Ησαυ ο πρωτοτοκος σου? εκαμα καθως μοι ειπας, σηκωθητι λοιπον, καθισον και φαγε εκ του κυνηγιου μου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.
20 Ám Izsák újra szólt a fiához: »Hogy találtad ezt ilyen hamar, fiam?« Jákob azt felelte: »Az Úr, a te Istened akarata volt, hogy hamar elém jöjjön, amit kerestem!«20 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον υιον αυτου, Ποθεν τουτο, τεκνον μου, οτι ευρηκας τοσον ταχεως; Ο δε ειπε, Διοτι Κυριος ο Θεος σου εφερεν αυτο εμπροσθεν μου.
21 Izsák erre így szólt Jákobhoz: »Gyere csak ide, hadd tapogassalak meg, fiam, s hadd győződjem meg, te vagy-e az én Ézsau fiam, vagy sem!«21 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον Ιακωβ, Πλησιασον, τεκνον μου, δια να σε ψηλαφησω, αν συ ησαι αυτος ο υιος Ησαυ, η ουχι.
22 Ő odament apjához. Izsák megtapogatta, és így szólt: »A hang ugyan Jákob hangja, de a kéz az Ézsau keze!«22 Και επλησιασεν ο Ιακωβ εις τον Ισαακ τον πατερα αυτου? ο δε εψηλαφησεν αυτον, και ειπεν, Η μεν φωνη ειναι φωνη Ιακωβ, αι δε χειρες, χειρες Ησαυ.
23 Nem ismerte meg, mert a szőrös kezei jobban hasonlítottak Ézsaura. Meg akarta tehát őt áldani, ezért23 Και δεν εγνωρισεν αυτον, διοτι αι χειρες αυτου ησαν ως αι χειρες Ησαυ αδελφου αυτου, δασυτριχοι και ευλογησεν αυτον.
24 megkérdezte tőle: »Te vagy az én fiam, Ézsau?« Ő azt válaszolta: »Én vagyok.«24 Και ειπε, Συ εισαι αυτος ο υιος μου Ησαυ; Ο δε ειπεν, Εγω.
25 Erre így szólt: »Akkor hozd ide nekem az ételt a vadászatodból, fiam, hogy megáldjon téged a lelkem!« Ő odavitte, s mikor azt elfogyasztotta, bort is nyújtott neki. Miután megitta,25 Και ειπε, Φερε πλησιον μου, και θελω φαγει εκ του κυνηγιου του υιου μου, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου. Και εφερε πλησιον αυτου, και εφαγεν? εφερε δε προς αυτον οινον και επιε.
26 Izsák, az ő atyja azt mondta neki: »Gyere ide hozzám, és csókolj meg, fiam!«26 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Πλησιασον τωρα, και φιλησον με, τεκνον μου.
27 Ő odament, és megcsókolta. Erre aztán, mihelyt megérezte ruhái illatát, megáldotta őt ezekkel a szavakkal: »Íme, olyan az én fiam illata, mint a dús mező illata, amelyet az Úr megáldott.27 Και επλησιασε, και εφιλησεν αυτον? και ωσφρανθη την οσμην των ενδυματων αυτου, και ευλογησεν αυτον και ειπεν, Ιδου, η οσμη του υιου μου ειναι ως οσμη πεδιαδος, την οποιαν ευλογησεν ο Κυριος?
28 Adjon neked Isten az ég harmatából s a föld kövérségéből, bőséget a gabonából és a borból.28 Λοιπον ο Θεος να σοι δωση απο της δροσου του ουρανου και απο του παχους της γης και αφθονιαν σιτου και οινου?
29 Népek szolgáljanak neked, nemzetségek boruljanak eléd: légy ura testvéreidnek, és anyád fiai hajoljanak meg előtted. Aki átkoz téged, legyen átkozott, s aki megáld téged, teljen el áldással!«29 Λαοι να σε δουλευσωσι και εθνη να σε προσκυνησωσι? να ησαι κυριος των αδελφων σου, και οι υιοι της μητρος σου να σε προσκυνησωσι? κατηραμενος οστις σε καταραται, και ευλογημενος οστις σε ευλογει
30 Alighogy Izsák befejezte Jákob megáldását, és Jákob alig ment ki apjától, Izsáktól, megjött Ézsau, a testvére.30 Και καθως επαυσεν ο Ισαακ ευλογων τον Ιακωβ, μολις ο Ιακωβ ειχεν εξελθει απ' εμπροσθεν του πατρος αυτου Ισαακ? και ηλθεν Ησαυ ο αδελφος αυτου εκ του κυνηγιου αυτου.
31 Elkészítette az ételt a vadászatból, bevitte apjának, és így szólt: »Kelj fel, atyám, s egyél fiad vadászatából, hogy megáldjon engem a te lelked!«31 Και εκαμε και αυτος εδεσματα και εφερε προς τον πατερα αυτου? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ας σηκωθη ο πατηρ μου, και ας φαγη εκ του κυνηγιου του υιου αυτου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.
32 Apja, Izsák erre megkérdezte tőle : »Hát te meg ki vagy?« Ő azt felelte: »Én vagyok elsőszülött fiad, Ézsau.«32 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Τις εισαι; Ο δε ειπεν, Ειμαι ο υιος σου, ο πρωτοτοκος σου Ησαυ.
33 Nagyon megrémült erre Izsák, és csodálkozva kérdezte: »Akkor ki volt az, aki az előbb, mielőtt te jöttél, a vadat, amelyet ejtett, elhozta nekem, úgyhogy én ettem mindenből? Őt áldottam meg, és ő lesz az áldott!«33 Και εξεπλαγη ο Ισαακ εκπληξιν μεγαλην σφοδρα, και ειπε, Ποιος ειναι λοιπον εκεινος, οστις εκυνηγησε κυνηγιον, και μοι εφερε και εφαγον απο παντων πριν εισελθης, και ευλογησα αυτον; και ευλογημενος θελει εισθαι.
34 Amikor Ézsau meghallotta apja szavait, mélységesen elkeseredve és nagy hangon kiáltva kérlelte apját: »Áldj meg engem is, atyám!«34 Οτε ηκουσεν ο Ησαυ τους λογους του πατρος αυτου, ανεκραξε κραυγην μεγαλην και πικραν σφοδρα? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ευλογησον με, και εμε, πατερ μου.
35 Ő azonban azt mondta: »Az öcséd eljött álnokul, és elvette áldásodat!«35 Ο δε ειπεν, Ηλθεν ο αδελφος σου μετα δολου, και ελαβε την ευλογιαν σου.
36 Erre ő azt mondta: »Méltán nevezték el Jákobnak, mert íme, másodízben csalt meg engem: a múltkor elvette elsőszülöttségemet, most meg másodszor: alattomban ellopta áldásomat!« Aztán megkérdezte: »Nem tartottál fenn nekem valamiféle áldást?«36 Και ειπεν ο Ησαυ, Δικαιως εκαλεσθη το ονομα αυτου Ιακωβ, διοτι τωρα δευτεραν ταυτην φοραν με υπεσκελισεν? ελαβε τα πρωτοτοκια μου, και ιδου, τωρα ελαβε και την ευλογιαν μου. Και ειπε, Δεν εφυλαξας δι' εμε ευλογιαν;
37 Izsák azt felelte: »Uraddá tettem őt, minden testvérét az ő szolgálata alá vetettem, gabonával és borral őt láttam el. Ezek után mit tehetnék még veled, fiam?«37 Και, απεκριθη ο Ισαακ, και ειπε προς τον Ησαυ, Ιδου, κυριον σου εκαμα αυτον, και παντας τους αδελφους αυτου εκαμα δουλους αυτου, και εστηριξα αυτον με σιτον και οινον? και τι λοιπον να καμω εις σε, τεκνον μου;
38 Ézsau megkérdezte apját: »Csak ez az egy áldásod van, atyám? Könyörgöm, áldj meg engem is!« Mivel nagyon jajgatott és sírt,38 Και ειπεν ο Ησαυ προς τον πατερα αυτου, Μηπως ταυτην μονην την ευλογιαν εχεις, πατερ μου; ευλογησον με, και εμε, πατερ μου. και υψωσεν ο Ησαυ την φωνην αυτου, και εκλαυσε.
39 Izsák megszánta, és azt mondta neki: »A zsíros földektől távol lesz lakásod, és távol az ég fentről jövő harmatától.39 Και απεκριθη Ισαακ ο πατηρ αυτου, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η κατοικησις σου θελει εισθαι εις το παχος της γης, και εις την δροσον του ουρανου ανωθεν?
40 Kardod által fogsz élni, s szolgálsz az öcsédnek, de eljön az idő, mikor nekifeszülsz és lerázod igáját nyakadról.«40 και με την μαχαιραν σου θελεις ζη, και εις τον αδελφον σου θελεις δουλευσει, οταν δε υπερισχυσης, θελεις συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου.
41 Ézsau ezért örökre megharagudott Jákobra az áldás miatt, amellyel apja megáldotta. Azt mondta magában: »Majd eljönnek atyám meggyászolásának napjai, aztán majd megölöm Jákobot, az öcsémet.«41 Και εμισει ο Ησαυ τον Ιακωβ, δια την ευλογιαν με την οποιαν ευλογησεν αυτον ο πατηρ αυτου? και ειπεν ο Ησαυ εν τη καρδια αυτου, Πλησιαζουσιν αι ημεραι του πενθους του πατρος μου? τοτε θελω φονευσει Ιακωβ τον αδελφον μου.
42 Mivel Rebekkának tudtára adták a szavakat, amelyeket idősebb fia, Ézsau mondott, ezért ő elküldött, magához hívatta kisebb fiát, Jákobot, és azt mondta neki: »Íme, bátyád, Ézsau azzal fenyegetőzik, hogy megöl téged.42 Ανηγγελθησαν, δε προς την Ρεβεκκαν οι λογοι Ησαυ του υιου αυτης του μεγαλητερου? και πεμψασα εκαλεσεν Ιακωβ τον υιον αυτης τον νεωτερον, και ειπε προς αυτον, Ιδου, Ησαυ ο αδελφος σου παρηγορει εαυτον κατα σου, οτι θελει σε φονευσει.
43 Most tehát, fiam, hallgass a szavamra: kelj fel, menekülj a testvéremhez, Lábánhoz Háránba!43 Τωρα λοιπον, τεκνον μου, ακουσον την φωνην μου? και σηκωθεις, φυγε προς Λαβαν τον αδελφον μου εις Χαρραν?
44 Légy nála egy kis ideig, amíg lecsendesedik bátyád dühe,44 και κατοικησον μετ' αυτου ημερας τινας, εωσου παρελθη ο θυμος του αδελφου σου?
45 elmúlik haragja, és elfelejti, amit ellene elkövettél. Akkor majd elküldök érted, és visszahozatlak onnan. Miért veszítsem el egy napon mindkét fiamat?«45 εωσου παυση η κατα σου οργη του αδελφου σου, και λησμονηση τα οσα επραξας εις αυτον? τοτε θελω στειλει, και θελω σε φερει εκειθεν? δια τι να σας στερηθω και τους δυο εν μια ημερα;
46 Rebekka azután azt mondta Izsáknak: »Meguntam az életemet Hét lányai miatt! Ha Jákob is Hét lányai közül vesz feleséget, nem kívánok tovább élni!«46 Και ειπεν η Ρεβεκκα προς τον Ισαακ, Αηδιασα την ζωην μου εξ αιτιας των θυγατερων του Χετ? εαν ο Ιακωβ λαβη γυναικα εκ των θυγατερων του Χετ, καθως ειναι αυται εκ των θυγατερων της γης ταυτης, τι με ωφελει να ζω;