Teremtés könyve 13
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Felment tehát Egyiptomból a Negebbe Ábrám, a felesége és mindene, amije volt, és vele Lót is. | 1 Ανεβη δε ο Αβραμ εξ Αιγυπτου, αυτος και η γυνη αυτου, και παντα οσα ειχε, και ο Λωτ μετ' αυτου, προς μεσημβριαν. |
2 Ábrám igen gazdag volt jószágban, aranyban és ezüstben. | 2 Και ο Αβραμ ητο πλουσιος σφοδρα εις κτηνη, εις αργυριον και εις χρυσιον. |
3 Aztán visszament – ugyanazon az úton, amelyen lement – a Negebből Bételbe, egészen addig a helyig, ahol azelőtt a sátrát felütötte, Bétel és Ái közé, | 3 Και υπηγεν οδευων απο μεσημβριας εως Βαιθηλ εως του τοπου οπου ητο η σκηνη αυτου το προτερον μεταξυ Βαιθηλ και Γαι? |
4 annak az oltárnak a helyéig, amelyet korábban épített, és ott segítségül hívta az Úr nevét. | 4 εις τον τοπον του θυσιαστηριου, το οποιον ειχε καμει εκει καταρχας? και επεκαλεσθη εκει ο Αβραμ το ονομα του Κυριου. |
5 Lótnak azonban, aki Ábrámmal volt, szintén voltak juhnyájai, marhacsordái és sátrai. | 5 Και ο Λωτ ακομη, ο συμπορευομενος μετα του Αβραμ, ειχε προβατα και βοας και σκηνας. |
6 Így az a föld nem bírta el, hogy együtt lakjanak. Olyan sok jószáguk volt ugyanis, hogy nem lakhattak együtt. | 6 Και δεν εχωρει αυτους η γη δια να κατοικωσιν ομου? διοτι ησαν τα υπαρχοντα αυτων πολλα, και δεν ηδυναντο να κατοικωσιν ομου. |
7 Ebből aztán veszekedés támadt Ábrám és Lót nyájainak pásztorai között. – Abban az időben még kánaániak és periziták laktak azon a földön. – | 7 Και συνεβη ερις μεταξυ των ποιμενων των κτηνων του Αβραμ και των ποιμενων των κτηνων του Λωτ? οι δε Χαναναιοι και οι Φερεζαιοι κατωκουν τοτε την γην. |
8 Ábrám azt mondta tehát Lótnak: »Kérlek, ne legyen veszekedés közöttem és közötted, pásztoraim és pásztoraid között, hiszen testvérek vagyunk! | 8 Ειπε δε ο Αβραμ προς τον Λωτ, Ας μη ηναι, παρακαλω, ερις μεταξυ εμου και σου και μεταξυ των ποιμενων μου και των ποιμενων σου? διοτι αδελφοι ειμεθα ημεις? |
9 Itt van előtted ez az egész föld: válj el tőlem, kérlek! Ha te mégy balra, akkor én jobbra tartok, ha te jobbra akarsz, akkor én balra megyek!« | 9 δεν ειναι πασα η γη εμπροσθεν σου; διαχωρισθητι λοιπον απ' εμου? εαν συ υπαγης εις τα αριστερα, εγω υπαγω εις τα δεξια? και εαν συ εις τα δεξια, εγω εις τα αριστερα. |
10 Felemelte tehát Lót a szemét, és látta, hogy az egész Jordán-környék, mindaddig, amíg Coárba jut az ember – ekkor még nem pusztította el az Úr Szodomát és Gomorrát –, mindenütt olyan bővizű, mint az Úr paradicsoma, és mint Egyiptom. | 10 Και υψωσας ο Λωτ τους οφθαλμους αυτου, ειδε πασαν την περιχωρον του Ιορδανου, οτι εποτιζετο ολη προ του να καταστρεψη ο Κυριος τα Σοδομα και τα Γομορρα, ως παραδεισος του Κυριου, ως η γη της Αιγυπτου, εως να υπαγη τις εις Σηγωρ. |
11 Lót ezért a Jordán-környékét választotta magának, és keletre tért; így elváltak egymástól a testvérek. | 11 Και εκλεξεν εις εαυτον ο Λωτ πασαν την περιχωρον του Ιορδανου? και μετεσκηνωσεν ο Λωτ προς ανατολας, και διεχωρισθησαν ο εις απο του αλλου. |
12 Ábrám Kánaán földjén maradt, Lót pedig a Jordán-környék városaiban telepedett meg, és Szodomában lakott. | 12 Ο μεν Αβραμ κατωκησεν εν τη γη Χανααν? ο δε Λωτ κατωκησε μεταξυ των πολεων της περιχωρου, και εστησε τας σκηνας αυτου εως Σοδομων. |
13 A szodomai emberek azonban nagyon gonoszak és igen bűnösök voltak az Úr előtt. | 13 Οι δε ανθρωποι των Σοδομων ησαν κακοι και αμαρτωλοι σφοδρα ενωπιον του Κυριου. |
14 Az Úr azt mondta Ábrámnak, miután Lót elvált tőle: »Emeld fel szemedet, és arról a helyről, ahol most vagy, tekints északra és délre, keletre és nyugatra! | 14 Και ειπε Κυριος προς τον Αβραμ, αφου διεχωρισθη ο Λωτ απ' αυτου, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου, και ιδε απο του τοπου οπου εισαι, προς αρκτον και μεσημβριαν και ανατολην και δυσιν? |
15 Ezt az egész földet, amelyet látsz, neked és utódaidnak fogom adni örökre. | 15 διοτι πασαν την γην την οποιαν βλεπεις, εις σε θελω δωσει αυτην και εις το σπερμα σου εως αιωνος? |
16 Olyanná teszem utódodat, mint amilyen a föld pora: ha van ember, aki meg tudja számlálni a föld porszemeit, utódodat is meg tudja majd számlálni. | 16 και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της γης? ωστε εαν δυναται τις να εξαριθμηση την αμμον της γης, θελει αριθμηθη και το σπερμα σου. |
17 Kelj fel, és járd be ezt a földet széltében-hosszában, mert neked fogom adni!« | 17 Σηκωθεις διοδευσον την γην εις τε το μηκος αυτης και εις το πλατος αυτης? διοτι εις σε θελω δωσει αυτην. |
18 Felszedte tehát Ábrám a sátrát, elment, és letelepedett Mamre Tölgye mellett, amely Hebronban van, s ott oltárt épített az Úrnak. | 18 Και εσηκωσε την σκηνην αυτου ο Αβραμ, και ελθων κατωκησε πλησιον των δρυων Μαμβρη, αιτινες ειναι εν Χεβρων, και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον. |