Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 27


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Quand notre embarquement pour l'Italie eut été décidé, on remit Paul et quelques autres prisonniers àun centurion de la cohorte Augusta, nommé Julius.1 Αφου δε απεφασισθη να αποπλευσωμεν εις την Ιταλιαν, παρεδωκαν τον Παυλον και τινας αλλους δεσμιους εις εκατονταρχον Ιουλιον ονομαζομενον, εκ του ταγματος του Σεβαστου λεγομενου.
2 Nous montâmes à bord d'un vaisseau d'Adramyttium qui allait partir pour les côtes d'Asie, et nousprîmes la mer. Il y avait avec nous Aristarque, un Macédonien de Thessalonique.2 Και αφου επεβημεν εις πλοιον Αδραμυττηνον, εσηκωθημεν μελλοντες να παραπλευσωμεν τους κατα την Ασιαν τοπους, εχοντες μεθ' ημων Αρισταρχον τον Μακεδονα τον εκ Θεσσαλονικης?
3 Le lendemain, nous touchâmes à Sidon. Julius fit preuve d'humanité à l'égard de Paul en luipermettant d'aller trouver ses amis et de recevoir leurs bons offices.3 και την αλλην ημεραν εφθασαμεν εις Σιδωνα? και ο Ιουλιος φιλανθρωπως φερομενος προς τον Παυλον επετρεψεν εις αυτον να υπαγη προς τους φιλους αυτου και να λαβη περιθαλψιν.
4 Partis de là, nous longeâmes la côte de Chypre, parce que les vents étaient contraires.4 Και εκειθεν σηκωθεντες υπεπλευσαμεν την Κυπρον, επειδη ησαν εναντιοι οι ανεμοι,
5 Traversant ensuite les mers de Cilicie et de Pamphylie, nous arrivâmes au bout de quinze jours àMyre en Lycie.5 και διαπλευσαντες το πελαγος της Κιλικιας και Παμφυλιας, ηλθομεν εις τα Μυρα της Λυκιας.
6 Là, le centurion trouva un navire alexandrin en partance pour l'Italie et nous fit monter à bord.6 Και εκει ευρων ο εκατονταρχος πλοιον Αλεξανδρινον, το οποιον επλεεν εις την Ιταλιαν, επεβιβασεν ημας εις αυτο?
7 Pendant plusieurs jours la navigation fut lente, et nous arrivâmes à grand-peine à la hauteur deCnide. Le vent ne nous permit pas d'aborder, nous longeâmes alors la Crète vers le cap Salmoné,7 βραδυπλοουντες δε ικανας ημερας και μολις φθασαντες εις την Κνιδον, επειδη δεν μας αφινεν ο ανεμος, υπεπλευσαμεν την Κρητην κατα την Σαλμωνην,
8 et après l'avoir côtoyée péniblement, nous arrivâmes à un endroit appelé Bons-Ports, près duquel setrouve la ville de Lasaïa.8 και μολις παραπλευσαντες αυτην, ηλθομεν εις τοπον τινα ονομαζομενον Καλους Λιμενας, πλησιον του οποιου ητο η πολις Λασαια.
9 Il s'était écoulé pas mal de temps, et la navigation était désormais périlleuse, car même le Jeûne étaitdéjà passé. Paul les en avertissait:9 Επειδη δε παρηλθεν ικανος καιρος και ο πλους ητο ηδη επικινδυνος, διοτι και η νηστεια ειχεν ηδη παρελθει, συνεβουλευεν ο Παυλος,
10 "Mes amis, leur disait-il, je vois que la navigation n'ira pas sans péril et sans grave dommage nonseulement pour la cargaison et le navire, mais même pour nos personnes."10 λεγων προς αυτους? Ανδρες, βλεπω οτι ο πλους μελλει να γεινη με κακοπαθειαν και πολλην ζημιαν ουχι μονον του φορτιου και του πλοιου, αλλα και των ψυχων ημων.
11 Le centurion se fiait au capitaine et à l'armateur plutôt qu'aux dires de Paul;11 Αλλ' ο εκατονταρχος επειθετο μαλλον εις τον κυβερνητην και εις τον ναυκληρον παρα εις τα υπο του Παυλου λεγομενα.
12 le port se prêtait d'ailleurs mal à l'hivernage. La plupart furent donc d'avis de partir et de gagner, sipossible, pour y passer l'hiver, Phénix, un port de Crète tourné vers le sud-ouest et le nord-ouest.12 Και επειδη ο λιμην δεν ητο επιτηδειος εις παραχειμασιαν, οι πλειοτεροι εγνωμοδοτησαν να σηκωθωσι και εκειθεν, ωστε φθασαντες αν ηδυναντο εις Φοινικα, λιμενα της Κρητης βλεποντα προς τον λιβα ανεμον και προς τον χωρον, να παραχειμασωσιν εκει.
13 Un léger vent du sud s'étant levé, ils se crurent en mesure d'exécuter leur projet. Ils levèrent l'ancreet se mirent à côtoyer de près la Crète.13 Και οτε επνευσεν ολιγον νοτος, νομισαντες οτι επετυχον του σκοπου, ανεσυραν την αγκυραν και παρεπλεον πλησιον την Κρητην.
14 Mais bientôt, venant de l'île, se déchaîna un vent d'ouragan nommé Euraquilon.14 Πλην μετ' ολιγον προσεβαλε κατ' αυτης ανεμος τυφωνικος ο λεγομενος Ευροκλυδων.
15 Le navire fut entraîné et ne put tenir tête au vent; nous nous abandonnâmes donc à la dérive.15 Και επειδη το πλοιον συνηρπασθη και δεν ηδυνατο να αντεχη προς τον ανεμον, αφεθεντες εφερομεθα.
16 Filant sous une petite île appelée Cauda, nous réussîmes à grand-peine à nous rendre maîtres de lachaloupe.16 Και τρεξαντες υπο νησιδιον τι ονομαζομενον Κλαυδην, μολις ηδυνηθημεν να βαλωμεν εις την εξουσιαν μας την λεμβον,
17 Après l'avoir hissée, on fit usage des engins de secours: on ceintura le navire; puis, par crainted'aller échouer sur la Syrte, on laissa glisser l'ancre flottante. On allait ainsi à la dérive.17 την οποιαν αφου ανελαβον μετεχειριζοντο βοηθηματα, ζωνοντες υποκατωθεν το πλοιον? και φοβουμενοι μη εκπεσωσιν εις την Συρτιν, κατεβιβασαν τα πανια και εφεροντο ουτως.
18 Le lendemain, comme nous étions furieusement battus de la tempête, on se mit à délester le navire18 Και επειδη εχειμαζομεθα σφοδρως, την ακολουθον ημεραν εκαμνον χυσιν,
19 et, le troisième jour, de leurs propres mains, les matelots jetèrent les agrès à la mer.19 και την τριτην με τας ιδιας ημων χειρας ερριψαμεν τα σκευη του πλοιου?
20 Ni soleil ni étoiles n'avaient brillé depuis plusieurs jours, et la tempête gardait toujours la mêmeviolence; aussi tout espoir de salut était-il désormais perdu pour nous.20 και επειδη δια πολλων ημερων δεν εφαινοντο ουτε ηλιος ουτε αστρα, και χειμων βαρυς επεκειτο, πασα ελπις σωτηριας αφηρειτο πλεον αφ' ημων.
21 Il y avait longtemps qu'on n'avait plus mangé: alors Paul, debout au milieu des autres, leur dit: "Ilfallait m'écouter, mes amis, et ne pas quitter la Crète; on se serait épargné ce péril et ce dommage.21 Μετα δε πολυημερον ασιτιαν σταθεις ο Παυλος εν τω μεσω αυτων, ειπεν? Επρεπεν, ω ανδρες, να μου υπακουσητε και να μη σηκωθητε απο της Κρητης και ουτως ηθελομεν αποφυγει την κακοπαθειαν ταυτην και την ζημιαν.
22 Quoi qu'il en soit, je vous invite à avoir bon courage, car aucun de vous n'y laissera la vie, le navireseul sera perdu.22 Αλλα και ηδη σας παραινω να εχητε θαρρος? διοτι εξ υμων ουδεμια ψυχη δεν θελει χαθη, ειμη μονον το πλοιον.
23 Cette nuit en effet m'est apparu un ange du Dieu auquel j'appartiens et que je sers,23 Διοτι την νυκτα ταυτην εφανη εις εμε αγγελος του Θεου, του οποιου ειμαι, τον οποιον και λατρευω,
24 et il m'a dit: Sois sans crainte, Paul. Il faut que tu comparaisses devant César, et voici que Dieut'accorde la vie de tous ceux qui naviguent avec toi.24 λεγων? μη φοβου, Παυλε? πρεπει να παρασταθης ενωπιον του Καισαρος? και ιδου, ο Θεος σοι εχαρισε παντας τους πλεοντας μετα σου.
25 Courage donc, mes amis! Je me fie à Dieu de ce qu'il en sera comme il m'a été dit.25 Δια τουτο θαρρειτε, ανδρες? διοτι πιστευω εις τον Θεον οτι ουτω θελει γεινει, καθ' ον τροπον ελαληθη προς εμε.
26 Mais nous devons échouer sur une île."26 Πρεπει δε να πεσωμεν εις νησον τινα.
27 C'était la quatorzième nuit et nous étions ballottés sur l'Adriatique, quand, vers minuit, les matelotspressentirent l'approche d'une terre.27 Οτε δε ηλθεν η δεκατη τεταρτη νυξ, ενω παρεφερομεθα εν τη Αδριατικη θαλασση, περι το μεσον της νυκτος εσυμπεραινον οι ναυται οτι πλησιαζουσιν εις τοπον τινα.
28 Ils lancèrent la sonde et trouvèrent vingt brasses; un peu plus loin, ils la lancèrent encore ettrouvèrent quinze brasses.28 Και ριψαντες την βολιδα ευρον εικοσι οργυιας, και αφου επροχωρησαν ολιγον διαστημα, ριψαντες και παλιν την βολιδα ευρον οργυιας δεκαπεντε?
29 Craignant donc que nous n'allions échouer quelque part sur des écueils, ils jetèrent quatre ancres àla poupe; et ils appelaient de leurs voeux la venue du jour.29 και φοβουμενοι μηπως πεσωμεν εξω εις τραχεις τοπους, ριψαντες τεσσαρας αγκυρας απο της πρυμνης, ηυχοντο να γεινη ημερα.
30 Mais les matelots cherchaient à s'enfuir du navire. Ils mirent la chaloupe à la mer, sous prétexted'aller élonger les ancres de la proue.30 Επειδη δε οι ναυται εζητουν να φυγωσιν εκ του πλοιου και κατεβιβασαν την λεμβον εις την θαλασσαν, επι προφασει οτι εμελλον να εκτεινωσιν αγκυρας εκ της πρωρας,
31 Paul dit alors au centurion et aux soldats: "Si ces gens-là ne restent pas sur le navire, vous nepouvez être sauvés."31 ο Παυλος ειπε προς τον εκατονταρχον και προς τους στρατιωτας? Εαν ουτοι δεν μεινωσιν εν τω πλοιω, σεις δεν δυνασθε να σωθητε.
32 Sur ce les soldats coupèrent les cordes de la chaloupe et la laissèrent tomber.32 Τοτε οι στρατιωται απεκοψαν τα σχοινια της λεμβου και αφηκαν αυτην να πεση εξω.
33 En attendant que parût le jour, Paul engageait tout le monde à prendre de la nourriture. "Voiciaujourd'hui quatorze jours, disait-il, que, dans l'attente, vous restez à jeun, sans rien prendre.33 Εως δε να εξημερωση, ο Παυλος παρεκαλει παντας να λαβωσι τροφην τινα, λεγων? Δεκατεσσαρας ημερας σημερον προσδοκωντες διαμενετε νηστικοι, και δεν εφαγετε ουδεν.
34 Je vous engage donc à prendre de la nourriture, car c'est votre propre salut qui est ici en jeu. Nuld'entre vous ne perdra un cheveu de sa tête."34 Δια τουτο σας παρακαλω να λαβητε τροφην? διοτι τουτο ειναι αναγκαιον προς την σωτηριαν σας? επειδη ουδενος απο σας δεν θελει πεσει θριξ εκ της κεφαλης.
35 Cela dit, il prit du pain, rendit grâces à Dieu devant tous, le rompit et se mit à manger.35 Αφου δε ειπε ταυτα και ελαβεν αρτον, ευχαριστησε τον Θεον ενωπιον παντων και κοψας ηρχισε να τρωγη.
36 Alors, retrouvant leur courage, eux aussi prirent tous de la nourriture.36 Λαβοντες δε παντες θαρρος, ελαβον και αυτοι τροφην?
37 Nous étions en tout sur le navire 276 personnes.37 ημεθα δε εν τω πλοιω ψυχαι ολαι διακοσιαι εβδομηκοντα εξ.
38 Une fois rassasiés, on se mit à alléger le navire en jetant le blé à la mer.38 Αφου δε εχορτασθησαν απο τροφης ελαφρυνον το πλοιον, ριπτοντες τον σιτον εις την θαλασσαν.
39 Quand le jour parut, les marins ne reconnurent pas la terre; ils distinguaient seulement une baieavec une plage, et ils se proposaient, si possible, d'y pousser le navire.39 Και οτε εγεινεν ημερα, δεν εγνωριζον την γην, παρετηρουν ομως κολπον τινα εχοντα αιγιαλον, εις τον οποιον εβουλευθησαν, αν ηδυναντο, να εξωσωσι το πλοιον.
40 Ils détachèrent les ancres, qu'ils abandonnèrent à la mer; ils relâchèrent en même temps les amarresdes gouvernails. Puis, hissant au vent la voile d'artimon, ils se laissèrent porter vers la plage.40 Και κοψαντες τας αγκυρας, αφηκαν το πλοιον εις την θαλασσαν, λυσαντες ενταυτω τους δεσμους των πηδαλιων, και υψωσαντες τον αρτεμονα προς τον ανεμον, κατηυθυνοντο εις τον αιγιαλον.
41 Mais ayant touché un haut-fond entre deux courants, ils y firent échouer le navire. La proue,fortement engagée, restait immobile, tandis que la poupe, violemment secouée, se disloquait.41 Περιπεσοντες δε εις τοπον, οπου συνηρχοντο δυο θαλασσαι, ερριψαν εξω το πλοιον, και η μεν πρωρα εκαθησε και εμεινεν ασαλευτος, η δε πρυμνη διελυετο υπο της βιας των κυματων.
42 Les soldats résolurent alors de tuer les prisonniers, de peur qu'il ne s'en échappât quelqu'un à lanage.42 Εβουλευθησαν δε οι στρατιωται να θανατωσωσι τους δεσμιους, δια να μη φυγη μηδεις κολυμβησας.
43 Mais le centurion, qui voulait sauver Paul, s'opposa à leur dessein. Il donna l'ordre à ceux quisavaient nager de se jeter à l'eau les premiers et de gagner la terre;43 Αλλ' ο εκατονταρχος, θελων να διασωση τον Παυλον, εμποδισεν αυτους απο του σκοπου και προσεταξεν, οσοι ηδυναντο να κολυμβωσι να ριφθωσι πρωτοι και να εκβωσιν εις την γην,
44 quant aux autres, ils la gagneraient, qui sur des planches, qui sur les épaves du navire. Et c'est ainsique tous parvinrent sains et saufs à terre.44 οι δε λοιποι αλλοι μεν επι σανιδων, αλλοι δε επι τινων λειψανων του πλοιου, και ουτω διεσωθησαν παντες εις την γην.