Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 5


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Οι δε Φιλισταιοι ελαβον την κιβωτον του Θεου και εφεραν αυτην απο Εβεν-εζερ εις Αζωτον.1 I Filistei, catturata l’arca di Dio, la portarono da Eben-Ezer ad Asdod.
2 Και ελαβον οι Φιλισταιοι την κιβωτον του Θεου και εφεραν αυτην εις τον οικον του Δαγων, και εθεσαν αυτην πλησιον του Δαγων.2 I Filistei poi presero l’arca di Dio, la introdussero nel tempio di Dagon e la collocarono a fianco di Dagon.
3 Και οτε οι Αζωτιοι εσηκωθησαν ενωρις την επαυριον, ιδου, ο Δαγων πεσμενος κατα προσωπον αυτου επι της γης ενωπιον της κιβωτου του Κυριου. Και λαβοντες τον Δαγων, κατεστησαν αυτον εις τον τοπον αυτου.3 Il giorno dopo i cittadini di Asdod si alzarono, ed ecco che Dagon era caduto con la faccia a terra davanti all’arca del Signore; essi presero Dagon e lo rimisero al suo posto.
4 Και την επαυριον οτε εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, ιδου, ο Δαγων πεσμενος κατα προσωπον αυτου επι της γης ενωπιον της κιβωτου του Κυριου? και η κεφαλη του Δαγων και αι δυο παλαμαι των χειρων αυτου αποκεκομμεναι επι του κατωφλιου? μονον ο κορμος του Δαγων εναπεμεινεν εις αυτον.4 Si alzarono il giorno dopo di buon mattino, ed ecco che Dagon era caduto con la faccia a terra davanti all’arca del Signore, mentre la testa di Dagon e le palme delle mani giacevano staccate sulla soglia; il resto di Dagon era intero.
5 Δια τουτο εν τη Αζωτω οι ιερεις του Δαγων, και πας ο εισερχομενος εις τον οικον του Δαγων, δεν πατουσιν εις το κατωφλιον του Δαγων εως της ημερας ταυτης.5 Per questo i sacerdoti di Dagon e quanti entrano nel tempio di Dagon ad Asdod non calpestano la soglia di Dagon ancora oggi.
6 Και επεβαρυνθη η χειρ του Κυριου επι τους Αζωτιους, και εξωλοθρευσεν αυτους και επαταξεν αυτους με αιμορροιδας, την Αζωτον και τα ορια αυτης.6 Allora incominciò a pesare la mano del Signore sugli abitanti di Asdod, li devastò e li colpì con bubboni, Asdod e il suo territorio.
7 Και οτε ειδον οι ανδρες της Αζωτου οτι εγεινεν ουτως, ειπον, Η κιβωτος του Θεου του Ισραηλ δεν θελει κατοικει μεθ' ημων? διοτι η χειρ αυτου εσκληρυνθη εφ' ημας και επι τον Δαγων τον θεον ημων.7 I cittadini di Asdod, vedendo che le cose si mettevano in tal modo, dissero: «Non rimanga con noi l’arca del Dio d’Israele, perché la sua mano è dura contro di noi e contro Dagon, nostro dio!».
8 Οθεν αποστειλαντες εσυναξαν προς εαυτους παντας τους σατραπας των Φιλισταιων και ειπον, Τι θελομεν καμει εις την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ; οι δε ειπον, Η κιβωτος του Θεου του Ισραηλ ας μετακομισθη εις Γαθ. Και μετεκομισαν την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ.8 Allora, fatti radunare presso di loro tutti i prìncipi dei Filistei, dissero: «Che dobbiamo fare dell’arca del Dio d’Israele?». Risposero: «Si porti a Gat l’arca del Dio d’Israele». E portarono via l’arca del Dio d’Israele.
9 Αφου δε μετεκομισαν αυτην, η χειρ του Κυριου ητο εναντιον της πολεως με ολεθρον μεγαν σφοδρα? και επαταξε τους ανδρας της πολεως, απο μικρου εως μεγαλου, και εξεφυησαν εις αυτους αιμορροιδες.9 Ma ecco, dopo che l’ebbero portata via, la mano del Signore fu sulla città e un terrore molto grande colpì gli abitanti della città, dal più piccolo al più grande, e scoppiarono loro dei bubboni.
10 Δια τουτο απεστειλαν την κιβωτον του Θεου εις Ακκαρων. Και ως ηλθεν η κιβωτος του Θεου εις Ακκαρων, οι Ακκαρωνιται εβοησαν, λεγοντες, Εφεραν την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ εις ημας, δια να θανατωση ημας και τον λαον ημων.10 Allora mandarono l’arca di Dio a Ekron; ma all’arrivo dell’arca di Dio a Ekron, i cittadini protestarono: «Mi hanno portato qui l’arca del Dio d’Israele, per far morire me e il mio popolo!».
11 Και αποστειλαντες εσυναξαν παντας τους σατραπας των Φιλισταιων και ειπον, Αποπεμψατε την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ, και ας επιστρεψη εις τον τοπον αυτης, δια να μη θανατωση ημας και τον λαον ημων? διοτι ητο τρομος θανατου εφ' ολην την πολιν? η χειρ του Θεου ητο εκει βαρεια σφορα.11 Fatti perciò radunare tutti i prìncipi dei Filistei, dissero: «Mandate via l’arca del Dio d’Israele! Ritorni alla sua sede e non faccia morire me e il mio popolo». Infatti si era diffuso un terrore mortale in tutta la città, perché la mano di Dio era molto pesante.
12 Και οι ανδρες οσοι δεν απεθανον, εκτυπηθησαν απο αιμορροιδας? και η κραυγη της πολεως ανεβη εις τον ουρανον.12 Quelli che non morivano erano colpiti da bubboni, e il gemito della città saliva al cielo.