Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 14


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και κατεβη ο Σαμψων εις Θαμναθ, και ειδε γυναικα εν Θαμναθ εκ των θυγατερων των Φιλισταιων.1 Lement tehát Sámson Tamnátába, s ott meglátott egy nőt a filiszteusok lányai közül.
2 Και ανεβη και ανηγγειλε προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου, λεγων, Ειδον γυναικα εν Θαμναθ εκ των θυγατερων των Φιλισταιων? και τωρα λαβετε αυτην εις εμε δια γυναικα.2 Aztán felment és közölte apjával és anyjával: »Láttam egy nőt Tamnátában a filiszteusok lányai közül, kérlek, vegyétek nekem feleségül.«
3 Ειπον δε προς αυτον ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου, Μηπως δεν υπαρχει μεταξυ των θυγατερων των αδελφων σου και μεταξυ παντος του λαου μου γυνη, και υπαγεις συ να λαβης γυναικα εκ των Φιλισταιων των απεριτμητων; Ο δε Σαμψων ειπε προς τον πατερα αυτου, Ταυτην λαβε εις εμε? διοτι αυτη ειναι αρεστη εις τους οφθαλμους μου.3 Azt mondta neki az apja és az anyja: »Hát nincs testvéreid lányai között, s egész népemben nő, hogy a körülmetéletlen filiszteusoktól akarsz feleséget venni?« Sámson azt felelte apjának: »Őt vedd el nekem, mert ő tetszett meg szememnek.«
4 Αλλ' ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου δεν εγνωρισαν οτι παρα Κυριου ητο τουτο, οτι αυτος εζητει αφορμην εναντιον των Φιλισταιων? διοτι κατ' εκεινον τον καιρον οι Φιλισταιοι εδεσποζον επι τον Ισραηλ.4 Szülei ugyanis nem tudták, hogy a dolog az Úrtól van, s hogy ő csak az alkalmat keresi, hogy beleköthessen a filiszteusokba. Abban az időben ugyanis a filiszteusok uralkodtak Izraelen.
5 Τοτε κατεβη ο Σαμψων μετα του πατρος αυτου και μετα της μητρος αυτου εις Θαμναθ, και ηλθον εως των αμπελωνων της Θαμναθ? και ιδου, σκυμνος λεοντος ωρυομενος συναπηντησεν αυτον.5 Lement tehát Sámson az apjával és anyjával Tamnátába. Amikor a város szőlőhegyéhez jutottak, egy dühös és ordító kölyökoroszlán tűnt fel és jött eléje.
6 Και επηλθεν επ' αυτον το πνευμα του Κυριου, και διεσπαραξεν αυτον ως εαν ηθελε διασπαραξει εριφιον, μη εχων μηδεν εν ταις χερσιν αυτου? πλην δεν ανηγγειλε προς τον πατερα αυτου η προς την μητερα αυτου τι ειχε καμει.6 Erre Sámsont megszállta az Úr lelke, s úgy széttépte az oroszlánt, mintha csak egy gödölyét tépett volna darabokra, pedig egyáltalán semmi sem volt a kezében. Apjának és anyjának azonban nem akarta elmondani a dolgot.
7 Και κατεβη και ελαλησε προς την γυναικα? και ηρεσεν εις τους οφθαλμους του Σαμψων.7 Majd lement és beszélt a nővel, aki megtetszett szemének.
8 Και επεστρεψε μεθ' ημερας να λαβη αυτην? και εξεκλινεν εκ της οδου δια να ιδη το πτωμα του λεοντος? και ιδου, σμηνος μελισσων εν τω πτωματι του λεοντος, και μελι.8 Amikor aztán néhány nap múlva visszatért, hogy elvegye, került egyet, hogy megnézze az oroszlán tetemét, s íme, méhraj és lépesméz volt az oroszlán szájában.
9 Και ελαβεν εκ τουτου εις τας χειρας αυτου και επροχωρει τρωγων, και ηλθε προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου και εδωκεν εις αυτους και εφαγον? πλην δεν ειπε προς αυτους οτι εκ του πτωματος του λεοντος ελαβε το μελι.9 Kezébe vette és eszegette az úton: amikor apjához s anyjához ért, nekik is adott belőle, s ők is ettek; azt azonban nem akarta megmondani nekik, hogy az oroszlán teteméből vette ki a mézet.
10 Και κατεβη ο πατηρ αυτου προς την γυναικα? και εκαμεν εκει ο Σαμψων συμποσιον? διοτι ουτως εσυνειθιζον οι νεοι.10 Lement tehát apja a nőhöz, s lakomát rendezett Sámsonnak, a fiának, mert így szoktak cselekedni a legények.
11 Και οτε ειδον αυτον, ελαβον τριακοντα συντροφους δια να ηναι μετ' αυτου.11 Amint őt a helység polgárai meglátták, harminc társat adtak melléje, hogy legyenek vele.
12 Και ειπεν ο Σαμψων προς αυτους, Τωρα θελω σας προβαλει αινιγμα? εαν δυνηθητε να λυσητε αυτο εις εμε εν ταις επτα ημεραις του συμποσιου και να ευρητε αυτο, τοτε εγω θελω δωσει εις εσας τριακοντα χιτωνας λινους και τριακοντα στολας φορεματων?12 Sámson azt mondta nekik: »Találós kérdést tárok elétek: ha megfejtitek nekem a lakoma hét napja alatt, harminc inget s ugyanannyi köntöst adok nektek.
13 αλλ' εαν δεν δυνηθητε να λυσητε αυτο εις εμε, τοτε σεις θελετε δωσει εις εμε τριακοντα χιτωνας λινους και τριακοντα στολας φορεματων. Και ειπον προς αυτον, Προβαλε το αινιγμα σου, δια να ακουσωμεν αυτο.13 Ha azonban nem tudjátok megfejteni, ti adtok nekem harminc inget s ugyanannyi köntöst.« Azok ezt felelték neki: »Add elő találós kérdésedet, hadd halljuk!«
14 Και ειπε προς αυτους, Εκ του τρωγοντος εξηλθε τροφη, και εκ του ισχυρου εξηλθε γλυκυτης. Και αυτοι δεν ηδυναντο να λυσωσι το αινιγμα δια τρεις ημερας.14 Azt mondta erre nekik: »Ennivaló jött ki az evőből s édesség került ki az erősből!« Ők azonban nem tudták megfejteni a feladatot három napon át.
15 Και την εβδομην ημεραν ειπαν προς την γυναικα του Σαμψων, Κολακευσον τον ανδρα σου, και ας μας φανερωση το αινιγμα, δια να μη κατακαυσωμεν σε και τον οικον του πατρος σου εν πυρι? δια να γυμνωσητε ημας προσεκαλεσατε ημας; δεν ειναι ουτω;15 Amikor aztán eljött a hetedik nap, mondák Sámson feleségének: »Hízelegj férjednek, s bírd rá, hogy mondja meg neked, mit jelent a találós kérdés; ha ezt nem vagy hajlandó megtenni, elégetünk téged s apád házát. Hát azért hívtatok meg minket menyegzőre, hogy kifosszatok?«
16 Και εκλαυσεν γυνη του Σαμψων εμπροσθεν αυτου και ειπε, Βεβαιως με μισεις και δεν με αγαπας? επροβαλες αινιγμα προς τους υιους του λαου μου, και εις εμε δεν εφανερωσας αυτο. Ο δε ειπε προς αυτην, Ιδου, προς τον πατερα μου και προς την μητερα μου δεν εφανερωσα αυτο? και εις σε θελω φανερωσει;16 Ontotta erre az asszony a könnyeit Sámsonnál és panaszkodott, mondva: »Gyűlölsz engem, s nem szeretsz, azért nem akarod megmagyarázni nekem a találós kérdést, amelyet népem fiai elé adtál.« Az ezt felelte neki: »Apámnak s anyámnak sem akartam megmondani, s veled közöljem?«
17 Αλλ' αυτη εκλαιεν εμπροσθεν αυτου τας επτα ημερας, καθ' ας ητο το συμποσιον αυτων? την δε εβδομην ημεραν εφανερωσεν αυτο προς αυτην, διοτι παρηνοχλησεν αυτον? η δε εφανερωσε το αινιγμα προς τους υιους του λαου αυτης.17 Mivel azonban a lakoma hét napján keresztül egyre sírt előtte, a hetedik napon, amikor már nagyon alkalmatlankodott neki, végre is megmagyarázta. Ő legott közölte a társaival.
18 Τοτε ειπον προς αυτον οι ανδρες της πολεως την εβδομην ημεραν, πριν δυση ο ηλιος, Τι γλυκυτερον του μελιτος; και τι ισχυροτερον του λεοντος; Ο δε ειπε προς αυτους, Εαν δεν ηθελετε αροτριασει με την δαμαλιν μου, δεν ηθελετε ευρει το αινιγμα μου.18 Azt mondták erre azok neki a hetedik napon, napszállta előtt: »Méznél vajon mi édesebb, oroszlánnál mi erősebb?« Ő azt mondta nekik: »Ha nem az én üszőmmel szántottatok volna: feladatomat meg nem fejtettétek volna.«
19 Και επηλθεν επ' αυτον πνευμα Κυριου? και κατεβη εις Ασκαλωνα και εφονευσε τριακοντα ανδρας εξ αυτων, και ελαβε τα ιματια αυτων, και εδωκε τας στολας εις τους εξηγησαντας το αινιγμα. Και εξηφθη ο θυμος αυτου, και ανεβη εις τον οικον του πατρος αυτου.19 Erre megszállta őt az Úr lelke, lement Askalonba, s ott leütött harminc férfit, lehúzta ruhájukat, s odaadta azoknak, akik a találós kérdést megfejtették. Aztán nagy haragosan felment apja házába.
20 Η δε γυνη του Σαμψων εδοθη εις τον συντροφον αυτου, τον οποιον ειχε φιλον αυτου.20 Erre felesége férjhez ment az ő egyik barátjához s vőfélyéhez.