Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 2


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Και οτε ηλθεν η ημερα της Πεντηκοστης, ησαν απαντες ομοθυμαδον εν τω αυτω τοπω.1 Sul finire de' giorni della Pentecoste stavano tutti insieme nel medesimo luogo:
2 Και εξαιφνης εγεινεν ηχος εκ του ουρανου ως ανεμου βιαιως φερομενου, και εγεμισεν ολον τον οικον οπου ησαν καθημενοι?2 E venne di repente dal cielo un suono, come se levato si fosse un vento gagliardo, e riempie tutta la casa, dove abitavano.
3 και εφανησαν εις αυτους διαμεριζομεναι γλωσσαι ως πυρος, και εκαθησεν επι ενα εκαστον αυτων,3 E apparvero ad essi delle lingue bipartite come di fuoco, e si posò sopra ciascheduno di loro.
4 και επλησθησαν απαντες Πνευματος Αγιου, και ηρχισαν να λαλωσι ξενας γλωσσας, καθως το Πνευμα εδιδεν εις αυτους να λαλωσιν.4 E furon tutti ripieni di Spirito santo, e principiarono a parlare varj linguaggi, secondo che lo Spirito santo dava ad essi di favellare.
5 Ησαν δε κατοικουντες εν Ιερουσαλημ Ιουδαιοι, ανδρες ευλαβεις απο παντος εθνους των υπο τον ουρανον?5 Or abitavano in Gerusalemme degli Ebrei, uomini religiosi, di tutte le nazioni, che sono sotto del cielo.
6 και καθως εγεινεν η φωνη αυτη, συνηλθε το πληθος και συνεταραχθη, διοτι ηκουον αυτους εις εκαστος λαλουντας με την ιδιαν αυτου διαλεκτον.6 E divolgatasi una tal voce, si raunò molta gente, e rimase attonita, perché ciascheduno gli udiva parlare nella sua propria lingua.
7 Εξεπληττοντο δε παντες και εθαυμαζον, λεγοντες προς αλληλους? Ιδου, παντες ουτοι οι λαλουντες δεν ειναι Γαλιλαιοι;7 E si stupivano tutti, e facevan le meraviglie, dicendo: Non son eglino costoro, che parlano, Galilei tutti quanti?
8 Και πως ημεις ακουομεν εκαστος εν τη ιδια ημων διαλεκτω, εν η εγεννηθημεν;8 E come mai abbiamo udito ciascheduno di noi il nostro linguaggio, nel qual siamo nati?
9 Παρθοι και Μηδοι και Ελαμιται και οι κατοικουντες την Μεσοποταμιαν, την Ιουδαιαν τε και Καππαδοκιαν, τον Ποντον και την Ασιαν,9 Parti, e Medi, ed Elamiti, e abitatori della Mesopotamia, della Giudea, e della Cappadocia, del Ponto, e dell'Asia,
10 την Φρυγιαν τε και την Παμφυλιαν, την Αιγυπτον και τα μερη της Λιβυης της κατα την Κυρηνην και οι παρεπιδημουντες Ρωμαιοι, Ιουδαιοι τε και προσηλυτοι,10 Della Frigia, e della Panfilia, dell'Egitto, e de' paesi della Libia, che è intorno a Cirene, e pellegrini Romani.
11 Κρητες και Αραβες, ακουομεν αυτους λαλουντας εν ταις γλωσσαις ημων τα μεγαλεια του Θεου.11 Tanto Giudei, come Proseliti, Cretensi ed Arabi abbiamo udito costoro discorrere nelle nostre lingue delle grandezze di Dio.
12 Εθαυμαζον δε παντες και ηπορουν, αλλος προς αλλον λεγοντες? Τι σημαινει τουτο;12 E tutti si stupivano, ed eran pieni di meraviglia dicendo l'uno all'altro: Che sarà mai questo?
13 Αλλοι δε χλευαζοντες ελεγον οτι ειναι μεστοι απο γλυκυν οινον.13 Altri poi facendosi beffe dicevano: Sono pieni di vino dolce.
14 Σταθεις δε ο Πετρος μετα των ενδεκα, υψωσε την φωνην αυτου και ελαλησε προς αυτους? Ανδρες Ιουδαιοι και παντες οι κατοικουντες την Ιερουσαλημ, τουτο ας ηναι γνωστον εις εσας και ακουσατε τους λογους μου.14 Ma levatosi su Pietro con gli undici alzò la voce, e disse loro: Uomini Giudei, e voi tutti, che abitate Gerusalemme, sia noto a voi questo, e aprite le orecchie alle mie parole.
15 Διοτι ουτοι δεν ειναι μεθυσμενοι, καθως σεις νομιζετε? διοτι ειναι τριτη ωρα της ημερας?15 Imperocché nun sono costoro, come voi vi pensate, ubbriachi, mentre è la terza ora del dì:
16 αλλα τουτο ειναι το ρηθεν δια του προφητου Ιωηλ?16 Ma questo è quello, che fu detto dal profeta Gioele:
17 Και εν ταις εσχαταις ημεραις, λεγει ο Θεος, Θελω εκχεει απο του Πνευματος μου επι πασαν σαρκα, και θελουσι προφητευσει οι υιοι σας και αι θυγατερες σας, και οι νεανισκοι σας θελουσιν ιδει ορασεις, και οι πρεσβυτεροι σας θελουσιν ενυπνιασθη ενυπνια?17 Avverrà negli ultimi giorni (dice il Signore) che io spanderò il mio spirito sopra tutti gli uomini: e profeteranno i vostri figliuoli, e le vostre figliuole: e la vostra gioventù vedrà delle visioni, e i vostri vecchi sogneranno de' sogni.
18 και ετι επι τους δουλους μου και επι τας δουλας μου εν ταις ημεραις εκειναις θελω εκχεει απο του Πνευματος μου, και θελουσι προφητευσει?18 E sopra i miei servi, e sopra le mie serve spanderò in que' giorni il mio spirito, e profeteranno:
19 και θελω δειξει τερατα εν τω ουρανω ανω και σημεια επι της γης κατω, αιμα και πυρ και ατμιδα καπνου?19 E farò de' prodigj su in cielo, e de' segni giù nella terra, sangue, e fuoco, e vapore di fumo.
20 ο ηλιος θελει μεταστραφη εις σκοτος και η σεληνη εις αιμα, πριν ελθη η ημερα του Κυριου η μεγαλη και επιφανης.20 Il sole si cangerà in tenebre, e la luna in sangue, prima che giunga il giorno grande, e illustre del Signore.
21 Και πας οστις αν επικαλεσθη το ονομα του Κυριου, θελει σωθη.21 E avverrà, che chiunque avrà invocato il nome del Signore, sarà salvo.
22 Ανδρες Ισραηλιται, ακουσατε τους λογους τουτους? τον Ιησουν τον Ναζωραιον, ανδρα αποδεδειγμενον προς εσας απο του Θεου δια θαυματων και τεραστιων και σημειων, τα οποια ο Θεος εκαμε δι' αυτου εν μεσω υμων, καθως και σεις εξευρετε,22 Uomini Israeliti, udite queste parole: Gesù Nazareno, uomo, cui Dio ha renduto irrefragabile testimonianza tra di voi per mezzo delle opere grandi,e de' prodigj, e de' miracoli, i quali per mezzo di lui fece Dio su gli occhi vostri, come voi stessi sapete:
23 τουτον λαβοντες παραδεδομενον κατα την ωρισμενην βουλην και προγνωσιν του Θεου, δια χειρων ανομων σταυρωσαντες εθανατωσατε?23 Questi per determinato consiglio, e prescienza di Dio essendo stato tradito, voi trafiggendolo per le mani degli empj lo uccideste:
24 τον οποιον ο Θεος ανεστησε, λυσας τας ωδινας του θανατου, διοτι δεν ητο δυνατον να κρατηται υπ' αυτου.24 Cui Dio risuscitò, sciolto avendolo dai dolori dell'inferno, siccome era impossibile, che da questo fosse egli ritenuto.
25 Επειδη ο Δαβιδ λεγει περι αυτου? Εβλεπον τον Κυριον ενωπιον μου διαπαντος, διοτι ειναι εκ δεξιων μου δια να μη σαλευθω.25 Imperocché di lui dice Davidde: Io antivedeva sempre il Signore dinanzi a me: perché egli sta alla mia destra, affinchè io non sia commosso:
26 Δια τουτο ευφρανθη η καρδια μου και ηγαλλιασεν η γλωσσα μου? ετι δε και η σαρξ μου θελει αναπαυθη επ' ελπιδι.26 Per questo rallegrossi il mio cuore, ed esultò la mia lingua, e di più la mia carne riposerà sulla speranza,
27 Διοτι δεν θελεις εγκαταλειψει την ψυχην μου εν τω αδη ουδε θελεις αφησει τον οσιον σου να ιδη διαφθοραν.27 Che tu non abbandonerai l'anima mia nell'inferno, né permetterai, che il tuo Santo vegga la corruzione.
28 Εφανερωσας εις εμε οδους ζωης, θελεις με χορτασει απο ευφροσυνης δια του προσωπου σου.28 Mi insegnanti le vie della via: e mi ricolmerai di allegrezza colla tua presenza.
29 Ανδρες αδελφοι, δυναμαι να σας ειπω μετα παρρησιας περι του πατριαρχου Δαβιδ οτι και ετελευτησε και εταφη, και το μνημα αυτου ειναι παρ' ημιν μεχρι της ημερας ταυτης.29 Fratelli, sia lecito di dire liberamente con voi del patriarca Davidde, che egli morì, e fu sepolto: e il suo sepolcro e presso di noi sino al dì d'oggi.
30 Επειδη λοιπον ητο προφητης και ηξευρεν οτι μεθ' ορκου ωμοσε προς αυτον ο Θεος, οτι εκ του καρπου της οσφυος αυτου θελει αναστησει κατα σαρκα τον Χριστον δια να καθιση αυτον επι του θρονου αυτου,30 Essendo egli adunque profeta, e sapendo, che Dio promesso avevagli con giuramento, che uno della sua stirpe doveva sedere sopra il suo trono,
31 προιδων ελαλησε περι της αναστασεως του Χριστου οτι δεν εγκατελειφθη η ψυχη αυτου εν τω αδη ουδε η σαρξ αυτου ειδε διαφθοραν.31 Profeticamente disse della risurrezioue del Cristo, che egli non fa abbandonato nell'inferno, né la carne di lui vide la corruzione.
32 Τουτον τον Ιησουν ανεστησεν ο Θεος, του οποιου παντες ημεις ειμεθα μαρτυρες.32 Questo Gesù lo risuscitò Iddio, della qual cosa siamo testimoni tutti noi.
33 Αφου λοιπον υψωθη δια της δεξιας του Θεου και ελαβε παρα του Πατρος την επαγγελιαν του Αγιου Πνευματος, εξεχεε τουτο, το οποιον τωρα σεις βλεπετε και ακουετε.33 Esaltato egli adunque alla destra di Dio, e ricevuta dal Padre la promessa dello Spirito santo, lo ha diffuso, quale voi lo vedete, e lo udite.
34 Διοτι ο Δαβιδ δεν ανεβη εις τους ουρανους, λεγει ομως αυτος, Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου,34 Imperocché non salì Davidde al cielo: eppure egli disse: Ha detto il Signore al mio Signore, siedi alla mia destra,
35 εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου.35 Sino a tanto che io ponga i tuoi nemici scabello a' tuoi piedi.
36 Βεβαιως λοιπον ας εξευρη πας ο οικος του Ισραηλ οτι ο Θεος Κυριον και Χριστον εκαμεν αυτον τουτον τον Ιησουν, τον οποιον σεις εσταυρωσατε.36 Sappia adunque indubitamente tutta la casa d'Israele, che Dio ha constituito Signore, e Cristo questo Gesù, il quale voi avete crocifisso.
37 Αφου δε ηκουσαν ταυτα, ηλθεν εις κατανυξιν η καρδια αυτων, και ειπον προς τον Πετρον και τους λοιπους αποστολους? Τι πρεπει να καμωμεν, ανδρες αδελφοι;37 Udite queste cose, si compunser di cuore e dissero a Pietro, e agli altri Apostoli: Fratelli, che dobbiam noi fare?
38 Και ο Πετρος ειπε προς αυτους? Μετανοησατε, και ας βαπτισθη εκαστος υμων εις το ονομα του Ιησου Χριστου εις αφεσιν αμαρτιων, και θελετε λαβει την δωρεαν του Αγιου Πνευματος.38 E Pietro disse loro: Fate penitenza, e si battezzi ciascheduno di voi nel nome di Gesù Cristo per la remissione de' vostri peccati: e riceverete il dono dello Spirito santo.
39 Διοτι προς εσας ειναι η επαγγελια και προς τα τεκνα σας και προς παντας τους εις μακραν, οσους αν προσκαλεση Κυριος ο Θεος ημων.39 Imperocché per voi sta la promessa, e pe' vostri figliuoli, e per tutti i lontani, quantunque ne chiamerà il Signore Dio nostro.
40 Και με αλλους πολλους λογους διεμαρτυρετο και προετρεπε, λεγων, Σωθητε απο της διεστραμμενης ταυτης γενεας.40 E con altre moltissime parole gli persuadeva, e gli ammoniva, dicendo: Salvatevi da questa perversa generazione.
41 Εκεινοι λοιπον μετα χαρας δεχθεντες τον λογον αυτου εβαπτισθησαν, και προσετεθησαν εν εκεινη τη ημερα εως τρεις χιλιαδες ψυχαι.41 Quegli adunque, che ricevettero la parola di lui, furon battezzati, e si aggiunsero in quel giorno circa tremila anime.
42 Και ενεμενον εν τη διδαχη των αποστολων και εν τη κοινωνια και εν τη κλασει του αρτου και εν ταις προσευχαις.42 Ed erano assidui alle istruzioni degli Apostoli, e alla comune frazionó del pane, e nella orazione.
43 Κατελαβε δε πασαν ψυχην φοβος, και πολλα τεραστια και σημεια εγινοντο δια των αποστολων.43 E tutta la gente era in apprensioni: e molti, segni, e miracoli si facevano dagli Apostoli in Gerusalemme, e tutti stavano in gran timore.
44 Και παντες οι πιστευοντες ησαν ομου και ειχον τα παντα κοινα,44 E tutti i credenti erano uniti, e avevan tutto comune.
45 και τα κτηματα και τα υπαρχοντα αυτων επωλουν και διεμοιραζον αυτα εις παντας, καθ' ην εκαστος ειχε χρειαν.45 E vendevano le possessioni, e i beni, e distribuivan il prezzo a tutti secondo il bisogno di ciascheduno.
46 Και καθ' ημεραν εμμενοντες ομοθυμαδον εν τω ιερω και κοπτοντες τον αρτον κατ' οικους, μετελαμβανον την τροφην εν αγαλλιασει και απλοτητι καρδιας,46 E ogni giorno trattenendosi lungamente tutti d'accordo nel tempio, e spezzando il pane per le case prendevan cibo con gaudio, e semplicità di cuore,
47 δοξολογουντες τον Θεον και ευρισκοντες χαριν ενωπιον ολου του λαου. Ο δε Κυριος προσεθετε καθ' ημεραν εις την εκκλησιαν τους σωζομενους.47 Lodando Dio, ed essendo ben veduti da tutto il popolo. Il Signore poi aggiungeva alla stessa società ogni giorno gente, che si salvasse.