Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 12


font
GREEK BIBLENEW JERUSALEM
1 Κατ' εκεινον δε τον καιρον επεχειρησεν Ηρωδης ο βασιλευς να κακοποιηση τινας απο της εκκλησιας.1 It was about this time that King Herod started persecuting certain members of the church.
2 Εφονευσε δε δια μαχαιρας Ιακωβον τον αδελφον του Ιωαννου.2 He had James the brother of John beheaded,
3 Και ιδων οτι ητο αρεστον εις τους Ιουδαιους, προσεθεσε να συλλαβη και τον Πετρον? ησαν δε αι ημεραι των αζυμων?3 and when he saw that this pleased the Jews he went on to arrest Peter as wel .
4 τον οποιον και πιασας εβαλεν εις φυλακην, παραδωσας αυτον εις τεσσαρας τετραδας στρατιωτων δια να φυλαττωσιν αυτον, θελων μετα το πασχα να παραστηση αυτον εις τον λαον.4 As it was during the days of Unleavened Bread that he had arrested him, he put him in prison,assigning four sections of four soldiers each to guard him, meaning to try him in public after the Passover.
5 Ο μεν λοιπον Πετρος εφυλαττετο εν τη φυλακη? εγινετο δε υπο της εκκλησιας ακαταπαυστος προσευχη προς τον Θεον υπερ αυτου.5 Al the time Peter was under guard the church prayed to God for him unremittingly.
6 Οτε δε εμελλεν ο Ηρωδης να παραστηση αυτον, την νυκτα εκεινην ο Πετρος εκοιματο μεταξυ δυο στρατιωτων δεδεμενος με δυο αλυσεις, και φυλακες εμπροσθεν της θυρας εφυλαττον το δεσμωτηριον.6 On the night before Herod was to try him, Peter was sleeping between two soldiers, fastened with twochains, while guards kept watch at the main entrance to the prison.
7 Και ιδου, αγγελος Κυριου ηλθεν εξαιφνης και φως ελαμψεν εν τω οικηματι? κτυπησας δε την πλευραν του Πετρου εξυπνησεν αυτον, λεγων? Σηκωθητι ταχεως. Και επεσον αι αλυσεις αυτου εκ των χειρων.7 Then suddenly an angel of the Lord stood there, and the cel was fil ed with light. He tapped Peter onthe side and woke him. 'Get up!' he said, 'Hurry!' -- and the chains fel from his hands.
8 Και ειπεν ο αγγελος προς αυτον? Περιζωσθητι και υποδησον τα σανδαλια σου. Και εκαμεν ουτω. Και λεγει προς αυτον? Φορεσον το ιματιον σου και ακολουθει μοι.8 The angel then said, 'Put on your belt and sandals.' After he had done this, the angel next said, 'Wrapyour cloak round you and fol ow me.'
9 Και εξελθων ηκολουθει αυτον, και δεν ηξευρεν οτι το γινομενον δια του αγγελου ητο αληθινον, αλλ' ενομιζεν οτι βλεπει οραμα.9 He followed him out, but had no idea that what the angel did was all happening in reality; he thought hewas seeing a vision.
10 Αφου δε επερασαν πρωτην και δευτεραν φρουραν, ηλθον εις την πυλην την σιδηραν την φερουσαν εις την πολιν, ητις αφ' εαυτης ηνοιχθη εις αυτους, και εξελθοντες διεπερασαν οδον μιαν, και ευθυς ο αγγελος ανεχωρησεν απ' αυτου.10 They passed through the first guard post and then the second and reached the iron gate leading tothe city. This opened of its own accord; they went through it and had walked the whole length of one street whensuddenly the angel left him.
11 Και ο Πετρος συνελθων εις εαυτον, ειπε? Τωρα γνωριζω αληθως οτι Κυριος εξαπεστειλε τον αγγελον αυτου και με ηλευθερωσεν εκ της χειρος του Ηρωδου και ολης της ελπιδος του λαου των Ιουδαιων.11 It was only then that Peter came to himself. And he said, 'Now I know it is all true. The Lord real y didsend his angel and save me from Herod and from all that the Jewish people were expecting.'
12 Και αφου εσκεφθη, ηλθεν εις την οικιαν Μαριας της μητρος του Ιωαννου του επονομαζομενου Μαρκου, οπου ησαν ικανοι συνηθροισμενοι και προσευχομενοι.12 As soon as he realised this he went straight to the house of Mary the mother of John Mark, where anumber of people had assembled and were praying.
13 Οτε δε ο Πετρος εκρουσε την θυραν του προαυλιου, προσηλθε θεραπαινα ονομαζομενη Ροδη, δια να ακουση,13 He knocked at the outside door and a servant called Rhoda came to answer it.
14 και γνωρισασα την φωνην του Πετρου απο της χαρας δεν ηνοιξε την πυλην, αλλ' ετρεξε και απηγγειλεν οτι ο Πετρος ισταται εμπροσθεν της πυλης.14 She recognised Peter's voice and was so overcome with joy that, instead of opening the door, she raninside with the news that Peter was standing at the main entrance.
15 Οι δε ειπον προς αυτην? Παραφρονεις. Εκεινη ομως διισχυριζετο οτι ουτως εχει. Οι δε ελεγον? Ο αγγελος αυτου ειναι.15 They said to her, 'You are out of your mind,' but she insisted that it was true. Then they said, 'It mustbe his angel!'
16 Ο δε Πετρος επεμενε κρουων. Και ανοιξαντες ειδον αυτον και εξεπλαγησαν.16 Peter, meanwhile, was stil knocking. When they opened the door, they were amazed to see that itreal y was Peter himself.
17 Και σεισας εις αυτους την χειρα δια να σιωπησωσι, διηγηθη προς αυτους πως ο Κυριος εξηγαγεν αυτον εκ της φυλακης, και ειπεν? Απαγγειλατε ταυτα προς τον Ιακωβον και τους αδελφους. Και εξελθων υπηγεν εις αλλον τοπον.17 He raised his hand for silence and described to them how the Lord had led him out of prison. Headded, 'Tell James and the brothers.' Then he left and went elsewhere.
18 Αφου δε εξημερωσεν, ητο ταραχη ουκ ολιγη μεταξυ των στρατιωτων τι αρα εγεινεν ο Πετρος.18 When daylight came there was a great commotion among the soldiers, who could not imagine whathad become of Peter.
19 Ο δε Ηρωδης, αφου εζητησεν αυτον και δεν ευρεν, ανακρινας τους φυλακας προσεταξε να θανατωθωσι, και καταβας απο της Ιουδαιας εις την Καισαρειαν, διετριβεν εκει.19 Herod put out an unsuccessful search for him; he had the guards questioned, and before leavingJudaea to take up residence in Caesarea he gave orders for their execution.
20 Ητο δε ο Ηρωδης σφοδρα ωργισμενος κατα των Τυριων και Σιδωνιων? ηλθον δε προς αυτον ομοθυμαδον, και πεισαντες τον Βλαστον τον επι του κοιτωνος του βασιλεως, εζητουν ειρηνην, διοτι ο τοπος αυτων ετρεφετο απο του βασιλικου.20 Now Herod was on bad terms with the Tyrians and Sidonians. Yet they sent a joint deputation whichmanaged to enlist the support of Blastus, the king's chamberlain, and through him negotiated a treaty, since theircountry depended for its food supply on the king's territory.
21 Και εν ημερα ωρισμενη ενδυθεις ο Ηρωδης βασιλικην στολην και καθησας επι του θρονου, εδημηγορει προς αυτους.21 A day was fixed, and Herod, wearing his robes of state and seated on a throne, began to make aspeech to them.
22 Ο δε λαος επεφωνει? Θεου φωνη και ουχι ανθρωπου.22 The people acclaimed him with, 'It is a god speaking, not a man!'
23 Και παρευθυς επαταξεν αυτον αγγελος Κυριου, διοτι δεν εδωκε την δοξαν εις τον Θεον, και γενομενος σκωληκοβρωτος εξεψυχησεν.23 and at that moment the angel of the Lord struck him down, because he had not given the glory toGod. He was eaten away by worms and died.
24 Ο δε λογος του Θεου ηυξανε και επληθυνετο.24 The word of God continued to spread and to gain fol owers.
25 Ο δε Βαρναβας και ο Σαυλος υπεστρεψαν εξ Ιερουσαλημ αφου εξεπληρωσαν την διακονιαν αυτων, παραλαβοντες μεθ' εαυτων και τον Ιωαννην τον επονομασθεντα Μαρκον.25 Barnabas and Saul completed their task at Jerusalem and came back, bringing John Mark with them.