1 Και αφου επερασε το σαββατον, Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και η Σαλωμη ηγορασαν αρωματα, δια να ελθωσι και αλειψωσιν αυτον. | 1 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר עָבַר יוֹם הַשַּׁבָּת וַתִּקְנֶינָה מִרְיָם הַמַּגְדָּלִית וּמִרְיָם אֵם יַעֲקֹב וּשְׁלֹמִית בְּשָׂמִּים לָבוֹא וְלָסוּךְ אֹתוֹ בָּהֶם |
2 Και πολλα πρωι της πρωτης ημερας της εβδομαδος ερχονται εις το μνημειον, οτε ανετειλεν ο ηλιος. | 2 וּבְאֶחָד בַּשַּׁבָּת בַּבֹּקֶר הַשְׁכֵּם בָּאוּ אֶל־הַקָּבֶר כִּזְרוֹחַ הַשָּׁמֶשׁ |
3 Και ελεγον προς εαυτας? Τις θελει αποκυλισει εις ημας τον λιθον εκ της θυρας του μνημειου; | 3 וַתֹּאמַרְנָה אִשָּׁה אֶל־אֲחוֹתָהּ מִי יָגֶל־לָנוּ אֶת־הָאֶבֶן מֵעַל פֶּתַח הַקָּבֶר |
4 Και αναβλεψασαι θεωρουσιν οτι ο λιθος ητο αποκεκυλισμενος? διοτι ητο μεγας σφοδρα. | 4 וּבְהַבִּיטָן רָאוּ וְהִנֵּה נִגְלְלָה הָאָבֶן כִּי הָיְתָה גְּדֹלָה מְאֹד |
5 Και εισελθουσαι εις το μνημειον ειδον νεανισκον καθημενον εις τα δεξια, ενδεδυμενον στολην λευκην, και ετρομαξαν. | 5 וַתָּבֹאנָה אֶל־תּוֹךְ הַקָּבֶר וַתִּרְאֶינָה בָּחוּר אֶחָד ישֵׁב מִיָּמִין וְהוּא עוֹטֶה שִׂמְלָה לְבָנָה וַתִּשְׁתּוֹמַמְנָה |
6 Ο δε λεγει προς αυτας? Μη τρομαζετε? Ιησουν ζητειτε τον Ναζαρηνον τον εσταυρωμενον? ανεστη, δεν ειναι εδω? ιδου ο τοπος, οπου εθεσαν αυτον. | 6 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶן אַל־תִּשְׁתּוֹמַמְנָה אֶת־יֵשׁוּעַ הַנָּצְרִי אַתֶּן מְבַקְשׁוֹת אֵת הַנִּצְלָב הוּא קָם אֵינֶנּוּ פֹה הִנֵּה־זֶה הַמָּקוֹם אֲשֶׁר הִשְׁכִּיבֻהוּ בוֹ |
7 Αλλ' υπαγετε, ειπατε προς τους μαθητας αυτου και προς τον Πετρον οτι υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν? εκει θελετε ιδει αυτον, καθως ειπε προς εσας. | 7 אַךְ־לֵכְנָה וַאֲמַרְתֶּן אֶל־תַּלְמִידָיו וְאֶל־פֶּטְרוֹס כִּי הוֹלֵךְ הוּא לִפְנֵיכֶם הַגָּלִילָה וְשָׁם תִּרְאֻהוּ כַּאֲשֶׁר אָמַר לָכֶם |
8 Και εξελθουσαι ταχεως, εφυγον απο του μνημειου? ειχε δε αυτας τρομος και εκστασις, και δεν ειπον ουδεν προς ουδενα? διοτι εφοβουντο. | 8 וַתְּמַהֵרְנָה לָצֵאת וַתִּבְרַחְנָה מִן־הַקֶּבֶר כִּי אֲחָזָתַן רְעָדָה וְתִמָּהוֹן וְלֹא־הִגִּידוּ דָבָר לְאִישׁ כִּי יָרֵאוּ |
9 Αφου δε ανεστη το πρωι της πρωτης της εβδομαδος, εφανη πρωτον εις την Μαριαν την Μαγδαληνην, εξ ης ειχεν εκβαλει επτα δαιμονια. | 9 וְהוּא כַּאֲשֶׁר קָם מִן־הַמֵּתִים בְּאֶחָד בַּשַּׁבָּת נִרְאָה בָרִאשֹׁנָה אֶל־מִרְיָם הַמַּגְדָּלִית אֲשֶׁר גֵּרַשׁ מִמֶּנָּה שִׁבְעָה שֵׁדִים |
10 Εκεινη υπηγε και απηγγειλε προς εκεινους, οιτινες ειχον σταθη μετ' αυτου, ενω επενθουν και εκλαιον. | 10 וַתֵּלֶךְ וַתַּגֵּד לָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר הָיוּ עִמּוֹ וְהֵם מִתְאַבְּלִים וּבֹכִים |
11 Και εκεινοι, ακουσαντες οτι ζη και εθεαθη υπ' αυτης, δεν επιστευσαν. | 11 וְכַאֲשֶׁר שָׁמְעוּ כִּי חַי וְנִרְאָה אֵלֶיהָ לֹא הֶאֱמִינוּ לָהּ |
12 Μετα δε ταυτα εφανερωθη εν αλλη μορφη εις δυο εξ αυτων, ενω περιεπατουν και επορευοντο εις τον αγρον. | 12 וְאַחֲרֵי־כֵן נִרְאָה בִּדְמוּת אַחֶרֶת לִשְׁנַיִם מֵהֶם בִּהְיֹתָם מִתְהַלְּכִים בְּצֵאתָם הַשָּׂדֶה |
13 Και εκεινοι υπηγαν και απηγγειλαν προς τους λοιπους? αλλ' ουδε εις εκεινους επιστευσαν. | 13 וְהֵם הָלְכוּ וַיַּגִּידוּ לָאֲחֵרִים וְגַם־לָהֶם לֹא הֶאֱמִינוּ |
14 Υστερον εφανη εις τους ενδεκα, ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, και ωνειδισε την απιστιαν αυτων και σκληροκαρδιαν, διοτι δεν επιστευσαν εις τους ιδοντας αυτον ανασταντα. | 14 וּבָאַחֲרֹנָה נִרְאָה לְאַחַד הֶעָשָׂר בִּהְיוֹתָם מְסֻבִּים וַיְחָרֵף חֶסְרוֹן אֱמוּנָתָם וּקְשִׁי לְבָבָם אֲשֶׁר לֹא־הֶאֱמִינוּ לָרֹאִים אֹתוֹ נֵעוֹר מִן־הַמֵּתִים |
15 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε εις ολον τον κοσμον και κηρυξατε το ευαγγελιον εις ολην την κτισιν. | 15 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לְכוּ אֶל־כָּל־הָעוֹלָם וְקִרְאוּ אֶת־הַבְּשׂוֹרָה לְכָל־הַבְּרִיאָה |
16 Οστις πιστευση και βαπτισθη θελει σωθη, οστις ομως απιστηση θελει κατακριθη. | 16 הַמַּאֲמִין וְנִטְבָּל הוּא יִוָּשֵׁעַ וַאֲשֶׁר לֹא־יַאֲמִין יֶאְשָׁם |
17 Σημεια δε εις τους πιστευσαντας θελουσι παρακολουθει ταυτα, Εν τω ονοματι μου θελουσιν εκβαλλει δαιμονια? θελουσι λαλει νεας γλωσσας? | 17 וְאֵלֶּה הָאֹתוֹת אֲשֶׁר יִלָּווּ אֶל־הַמַּאֲמִינִים יְגָרְשׁוּ שֵׁדִים בִּשְׁמִי וּבִלְשֹׁנוֹת חֲדָשׁוֹת יְדַבֵּרוּ |
18 οφεις θελουσι πιανει? και εαν θανασιμον τι πιωσι, δεν θελει βλαψει αυτους? επι αρρωστους θελουσιν επιθεσει τας χειρας, και θελουσιν ιατρευεσθαι. | 18 נְחָשִׁים יִשְׂאוּ בִּידֵיהֶם וְאִם־יִשְׁתּוּ סַם־הַמָּוֶת לֹא יַזִּיקֵם עַל־חוֹלִים יָשִׂימוּ אֶת־יְדֵיהֶם וְיִיטַב לָהֶם |
19 Ο μεν λοιπον Κυριος, αφου ελαλησεν προς αυτους, ανεληφθη εις τον ουρανον και εκαθισεν εκ δεξιων του Θεου. | 19 וַיְהִי אַחֲרֵי אֲשֶׁר־דִּבֶּר אִתָּם הָאָדוֹן וַיִּנָּשֵׂא הַשָּׁמָיְמָה וַיֵּשֶׁב לִימִין הָאֱלֹהִים |
20 Εκεινοι δε εξελθοντες εκηρυξαν πανταχου, συνεργουντος του Κυριου και βεβαιουντος το κηρυγμα δια των επακολουθουντων θαυματων. Αμην. | 20 וְהֵמָּה יָצְאוּ וַיִּקְרְאוּ אֶת־הַבְּשׂוֹרָה בְּכָל־הַמְּקֹמוֹת וְהָאָדוֹן עֲזָרָם וַיְחַזֵּק אֶת־הַדָּבָר בָּאֹתוֹת הַבָּאוֹת אַחֲרֵי דְבָרָם אָמֵן |