Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 14


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.1 Mancavano due giorni alla Pasqua e agli Azzimi, e i capi dei sacerdoti e gli scribi cercavano il modo di catturarlo con un inganno per farlo morire.
2 Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.2 Dicevano infatti: «Non durante la festa, perché non vi sia una rivolta del popolo».
3 Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.3 Gesù si trovava a Betània, nella casa di Simone il lebbroso. Mentre era a tavola, giunse una donna che aveva un vaso di alabastro, pieno di profumo di puro nardo, di grande valore. Ella ruppe il vaso di alabastro e versò il profumo sul suo capo.
4 Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες? Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;4 Ci furono alcuni, fra loro, che si indignarono: «Perché questo spreco di profumo?
5 διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους? και ωργιζοντο κατ' αυτης.5 Si poteva venderlo per più di trecento denari e darli ai poveri!». Ed erano infuriati contro di lei.
6 Αλλ' ο Ιησους ειπεν? Αφησατε αυτην? δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.6 Allora Gesù disse: «Lasciatela stare; perché la infastidite? Ha compiuto un’azione buona verso di me.
7 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους? εμε ομως παντοτε δεν εχετε.7 I poveri infatti li avete sempre con voi e potete far loro del bene quando volete, ma non sempre avete me.
8 Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε? προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.8 Ella ha fatto ciò che era in suo potere, ha unto in anticipo il mio corpo per la sepoltura.
9 Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.9 In verità io vi dico: dovunque sarà proclamato il Vangelo, per il mondo intero, in ricordo di lei si dirà anche quello che ha fatto».
10 Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.10 Allora Giuda Iscariota, uno dei Dodici, si recò dai capi dei sacerdoti per consegnare loro Gesù.
11 Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια? και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.11 Quelli, all’udirlo, si rallegrarono e promisero di dargli del denaro. Ed egli cercava come consegnarlo al momento opportuno.
12 Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;12 Il primo giorno degli Azzimi, quando si immolava la Pasqua, i suoi discepoli gli dissero: «Dove vuoi che andiamo a preparare, perché tu possa mangiare la Pasqua?».
13 Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον,13 Allora mandò due dei suoi discepoli, dicendo loro: «Andate in città e vi verrà incontro un uomo con una brocca d’acqua; seguitelo.
14 και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει? Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;14 Là dove entrerà, dite al padrone di casa: “Il Maestro dice: Dov’è la mia stanza, in cui io possa mangiare la Pasqua con i miei discepoli?”.
15 Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον? εκει ετοιμασατε εις ημας.15 Egli vi mostrerà al piano superiore una grande sala, arredata e già pronta; lì preparate la cena per noi».
16 Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.16 I discepoli andarono e, entrati in città, trovarono come aveva detto loro e prepararono la Pasqua.
17 Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα?17 Venuta la sera, egli arrivò con i Dodici.
18 και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.18 Ora, mentre erano a tavola e mangiavano, Gesù disse: «In verità io vi dico: uno di voi, colui che mangia con me, mi tradirà».
19 Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος? Μηπως εγω; και αλλος? Μηπως εγω;19 Cominciarono a rattristarsi e a dirgli, uno dopo l’altro: «Sono forse io?».
20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.20 Egli disse loro: «Uno dei Dodici, colui che mette con me la mano nel piatto.
21 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.21 Il Figlio dell’uomo se ne va, come sta scritto di lui; ma guai a quell’uomo, dal quale il Figlio dell’uomo viene tradito! Meglio per quell’uomo se non fosse mai nato!».
22 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε? λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου.22 E, mentre mangiavano, prese il pane e recitò la benedizione, lo spezzò e lo diede loro, dicendo: «Prendete, questo è il mio corpo».
23 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.23 Poi prese un calice e rese grazie, lo diede loro e ne bevvero tutti.
24 Και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.24 E disse loro: «Questo è il mio sangue dell’alleanza, che è versato per molti.
25 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.25 In verità io vi dico che non berrò mai più del frutto della vite fino al giorno in cui lo berrò nuovo, nel regno di Dio».
26 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,26 Dopo aver cantato l’inno, uscirono verso il monte degli Ulivi.
27 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα?27 Gesù disse loro: «Tutti rimarrete scandalizzati, perché sta scritto:
Percuoterò il pastore e le pecore saranno disperse.
28 αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.28 Ma, dopo che sarò risorto, vi precederò in Galilea».
29 Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον? Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.29 Pietro gli disse: «Anche se tutti si scandalizzeranno, io no!».
30 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.30 Gesù gli disse: «In verità io ti dico: proprio tu, oggi, questa notte, prima che due volte il gallo canti, tre volte mi rinnegherai».
31 Ο δε ετι μαλλον ελεγεν? Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.31 Ma egli, con grande insistenza, diceva: «Anche se dovessi morire con te, io non ti rinnegherò». Lo stesso dicevano pure tutti gli altri.
32 Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου? Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω?32 Giunsero a un podere chiamato Getsèmani ed egli disse ai suoi discepoli: «Sedetevi qui, mentre io prego».
33 και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.33 Prese con sé Pietro, Giacomo e Giovanni e cominciò a sentire paura e angoscia.
34 Και λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε.34 Disse loro: «La mia anima è triste fino alla morte. Restate qui e vegliate».
35 Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,35 Poi, andato un po’ innanzi, cadde a terra e pregava che, se fosse possibile, passasse via da lui quell’ora.
36 και ελεγεν? Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε? απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.36 E diceva: «Abbà! Padre! Tutto è possibile a te: allontana da me questo calice! Però non ciò che voglio io, ma ciò che vuoi tu».
37 Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον? Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;37 Poi venne, li trovò addormentati e disse a Pietro: «Simone, dormi? Non sei riuscito a vegliare una sola ora?
38 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον? το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.38 Vegliate e pregate per non entrare in tentazione. Lo spirito è pronto, ma la carne è debole».
39 Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.39 Si allontanò di nuovo e pregò dicendo le stesse parole.
40 Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.40 Poi venne di nuovo e li trovò addormentati, perché i loro occhi si erano fatti pesanti, e non sapevano che cosa rispondergli.
41 Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει? ηλθεν η ωρα? ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.41 Venne per la terza volta e disse loro: «Dormite pure e riposatevi! Basta! È venuta l’ora: ecco, il Figlio dell’uomo viene consegnato nelle mani dei peccatori.
42 Εγερθητε, υπαγωμεν? ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.42 Alzatevi, andiamo! Ecco, colui che mi tradisce è vicino».
43 Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.43 E subito, mentre ancora egli parlava, arrivò Giuda, uno dei Dodici, e con lui una folla con spade e bastoni, mandata dai capi dei sacerdoti, dagli scribi e dagli anziani.
44 Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.44 Il traditore aveva dato loro un segno convenuto, dicendo: «Quello che bacerò, è lui; arrestatelo e conducetelo via sotto buona scorta».
45 Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει? Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.45 Appena giunto, gli si avvicinò e disse: «Rabbì» e lo baciò.
46 Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.46 Quelli gli misero le mani addosso e lo arrestarono.
47 Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.47 Uno dei presenti estrasse la spada, percosse il servo del sommo sacerdote e gli staccò l’orecchio.
48 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;48 Allora Gesù disse loro: «Come se fossi un ladro siete venuti a prendermi con spade e bastoni.
49 καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.49 Ogni giorno ero in mezzo a voi nel tempio a insegnare, e non mi avete arrestato. Si compiano dunque le Scritture!».
50 Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.50 Allora tutti lo abbandonarono e fuggirono.
51 Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου? και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.51 Lo seguiva però un ragazzo, che aveva addosso soltanto un lenzuolo, e lo afferrarono.
52 Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.52 Ma egli, lasciato cadere il lenzuolo, fuggì via nudo.
53 Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα? και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.53 Condussero Gesù dal sommo sacerdote, e là si riunirono tutti i capi dei sacerdoti, gli anziani e gli scribi.
54 Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.54 Pietro lo aveva seguito da lontano, fin dentro il cortile del palazzo del sommo sacerdote, e se ne stava seduto tra i servi, scaldandosi al fuoco.
55 Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.55 I capi dei sacerdoti e tutto il sinedrio cercavano una testimonianza contro Gesù per metterlo a morte, ma non la trovavano.
56 Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.56 Molti infatti testimoniavano il falso contro di lui e le loro testimonianze non erano concordi.
57 Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες57 Alcuni si alzarono a testimoniare il falso contro di lui, dicendo:
58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.58 «Lo abbiamo udito mentre diceva: “Io distruggerò questo tempio, fatto da mani d’uomo, e in tre giorni ne costruirò un altro, non fatto da mani d’uomo”».
59 Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.59 Ma nemmeno così la loro testimonianza era concorde.
60 Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;60 Il sommo sacerdote, alzatosi in mezzo all’assemblea, interrogò Gesù dicendo: «Non rispondi nulla? Che cosa testimoniano costoro contro di te?».
61 Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;61 Ma egli taceva e non rispondeva nulla. Di nuovo il sommo sacerdote lo interrogò dicendogli: «Sei tu il Cristo, il Figlio del Benedetto?».
62 Ο δε Ιησους ειπεν? Εγω ειμαι? και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.62 Gesù rispose: «Io lo sono!
E vedrete il Figlio dell’uomo
seduto alla destra della Potenza
e venire con le nubi del cielo».
63 Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;63 Allora il sommo sacerdote, stracciandosi le vesti, disse: «Che bisogno abbiamo ancora di testimoni?
64 ηκουσατε την βλασφημιαν? τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.64 Avete udito la bestemmia; che ve ne pare?». Tutti sentenziarono che era reo di morte.
65 Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον? Προφητευσον? και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.65 Alcuni si misero a sputargli addosso, a bendargli il volto, a percuoterlo e a dirgli: «Fa’ il profeta!». E i servi lo schiaffeggiavano.
66 Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,66 Mentre Pietro era giù nel cortile, venne una delle giovani serve del sommo sacerdote
67 και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει? Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.67 e, vedendo Pietro che stava a scaldarsi, lo guardò in faccia e gli disse: «Anche tu eri con il Nazareno, con Gesù».
68 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.68 Ma egli negò, dicendo: «Non so e non capisco che cosa dici». Poi uscì fuori verso l’ingresso e un gallo cantò.
69 Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.69 E la serva, vedendolo, ricominciò a dire ai presenti: «Costui è uno di loro».
70 Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον? Αληθως εξ αυτων εισαι? διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.70 Ma egli di nuovo negava. Poco dopo i presenti dicevano di nuovo a Pietro: «È vero, tu certo sei uno di loro; infatti sei Galileo».
71 Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.71 Ma egli cominciò a imprecare e a giurare: «Non conosco quest’uomo di cui parlate».
72 Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.72 E subito, per la seconda volta, un gallo cantò. E Pietro si ricordò della parola che Gesù gli aveva detto: «Prima che due volte il gallo canti, tre volte mi rinnegherai». E scoppiò in pianto.