1 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Οικοδομησον μοι ενταυθα επτα βωμους και ετοιμασον μοι ενταυθα επτα μοσχους και επτα κριους. | 1 Balaam dit à Balak: “Élève ici sept autels et prépare-moi sept jeunes taureaux et sept béliers.!” |
2 Και εκαμεν ο Βαλακ καθως ειπεν ο Βαλααμ? και προσεφεραν ο Βαλακ και ο Βαλααμ μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον. | 2 Balak fit ce que Balaam lui avait dit, et Balak et Balaam sacrifièrent un jeune taureau et un bélier sur chaque autel. |
3 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Στηθι πλησιον του ολοκαυτωματος σου και εγω θελω υπαγει ισως φανη ο Κυριος εις συναντησιν μου? και ο, τι δειξη εις εμε, τουτο θελω σοι αναγγειλει. Και υπηγεν εις τοπον υψηλον. | 3 Balaam dit à Balak: “Reste là près de ton holocauste et moi je vais faire un tour. Peut-être Yahvé viendra-t-il à ma rencontre et je te révélerai alors ce qu’il m’aura fait connaître.” Et Balaam s’en fut sur une crête. |
4 Και συνηντησεν ο Θεος τον Βαλααμ? και ειπε προς αυτον, Ητοιμασα τους επτα βωμους, και προσεφερα μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον. | 4 Dieu se présenta à Balaam qui lui dit: “J’ai préparé sept autels, et sur chaque autel, j’ai fait monter un jeune taureau et un bélier!” |
5 Και εβαλεν ο Κυριος λογον εις το στομα του Βαλααμ και ειπεν, Επιστρεψον προς τον Βαλακ, και ουτω θελεις ειπει. | 5 Alors Yahvé mit une parole dans la bouche de Balaam et lui dit: “Retourne vers Balak et tu lui transmettras cette parole.” |
6 Και επεστρεψε προς αυτον, και ιδου, ιστατο πλησιον του ολοκαυτωματος αυτου, αυτος και παντες οι αρχοντες του Μωαβ. | 6 Il revint donc vers Balak qui se tenait toujours près de son holocauste avec tous les chefs de Moab. |
7 Και ηρχισε την παραβολην αυτου και ειπε, Βαλακ με εφερεν εκ της Αραμ, ο βασιλευς του Μωαβ εκ των ορεων των προς ανατολας, λεγων, Ελθε, καταρασθητι μοι τον Ιακωβ? και ελθε, αναθεματισον τον Ισραηλ. | 7 Et Balaam proclama son poème: “D’Aram, Balak me fait venir, des monts de l’Orient le roi de Moab m’appelle: ‘Viens, et maudis-moi Jacob! viens et menace Israël!’ |
8 Πως να καταρασθω τον οποιον ο Θεος δεν καταραται; η πως να αναθεματισω τον οποιον ο Κυριος δεν ανεθεματισε; | 8 Comment maudire si Dieu ne maudit pas, ou menacer, si Yahvé ne menace pas? |
9 Διοτι απο της κορυφης των ορεων βλεπω αυτον, και απο των λοφων θεωρω αυτον? ιδου, λαος, οστις θελει κατοικησει μονος, και δεν θελει λογαριασθη μεταξυ των εθνων? | 9 Je le vois du haut des rochers et du haut des collines je le contemple: ce peuple demeure à part, on ne peut le compter parmi les nations! |
10 τις δυναται να αριθμηση την αμμον του Ιακωβ, και τον αριθμον του τεταρτου του Ισραηλ; ειθε να αποθανω κατα τον θανατον των δικαιων, και το τελος μου να ηναι ομοιον με το τελος αυτου. | 10 Qui pourra calculer la poussière de Jacob, dénombrer seulement le quart d’Israël? Que je meure de la mort des justes et que ma fin soit semblable à la leur!” |
11 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Τι μοι εκαμες; δια να καταρασθης τους εχθρους μου σε παρελαβον? και ιδου, συ ευλογων ευλογησας αυτους. | 11 Balak dit à Balaam: “Quel coup m’as-tu fait? Je te prends pour maudire mes ennemis et tu les bénis!” |
12 Ο δε αποκριθεις ειπε, Δεν πρεπει να προσεξω ο, τι ο Κυριος εβαλεν εις το στομα μου, τουτο να ειπω; | 12 Il répondit: “Ne dois-je pas te dire ce que Yahvé a mis dans ma bouche?” |
13 Και ειπε προς αυτον ο Βαλακ, Ελθε, παρακαλω, μετ' εμου εις αλλον τοπον, οθεν θελεις ιδει αυτον? μονον την ακραν αυτου θελεις ιδει, το δε ολον αυτου δεν θελεις ιδει? και καταρασθητι μοι αυτον εκειθεν. | 13 Alors Balak lui dit: “Viens donc avec moi à un autre endroit. De là tu verras le peuple, mais pas encore tout entier, et tu me le maudiras.” |
14 Και εφερεν αυτον εις την πεδιαδα Ζοφιμ επι την κορυφην του Φασγα, και ωκοδομησεν επτα βωμους και προσεφερε μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον. | 14 Il le conduisit donc au Champ-des-Guetteurs, au sommet du Pisga. Il bâtit là sept autels et fit monter un jeune taureau et un bélier sur chaque autel. |
15 Και ειπε προς τον Βαλακ, Στηθι αυτου πλησιον του ολοκαυτωματος σου και εγω θελω συναντησει εκει τον Κυριον. | 15 Balaam dit alors à Balak: “Reste ici près de ton holocauste, et moi, je m’avancerai un peu plus loin.” |
16 Και συνηντησεν ο Κυριος τον Βαλααμ, και εβαλε λογον εις το στομα αυτου και ειπεν, Επιστρεψον προς τον Βαλακ και ειπε ουτω. | 16 Yahvé se présenta à Balaam et mit une parole dans sa bouche, puis il lui dit: “Retourne vers Balak et tu lui transmettras cette parole.” |
17 Και ηλθε προς αυτον? και ιδου, αυτος ιστατο πλησιον του ολοκαυτωματος αυτου και οι αρχοντες του Μωαβ μετ' αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Βαλακ, Τι ελαλησεν ο Κυριος; | 17 Balaam revint donc vers lui, tandis qu’il était toujours debout près de son holocauste avec les chefs de Moab. Balak demanda à Balaam: “Qu’a dit Yahvé?” |
18 Και αρχισας την παραβολην αυτου ειπε, Σηκωθητι, Βαλακ, και ακουσον? δος ακροασιν εις εμε, συ ο υιος του Σεπφωρ? | 18 Et Balaam proclama son poème: “Lève-toi Balak, écoute! Prête-moi l’oreille, fils de Sipor! |
19 ο Θεος δεν ειναι ανθρωπος να ψευσθη, ουτε υιος ανθρωπου να μεταμεληθη? αυτος ειπε και δεν θελει εκτελεσει; η ελαλησε και δεν θελει εμμεινει; | 19 Dieu n’est pas un homme pour mentir, il n’est pas un fils d’homme pour revenir en arrière. Dit-il quelque chose sans le faire? Ou parle-t-il sans agir? |
20 Ιδου, ευλογιαν παρελαβον? και ευλογησε? και εγω δεν δυναμαι να μεταστρεψω αυτην. | 20 Regarde! Il m’a pris pour bénir, s’il bénit, comment dire autrement? |
21 Δεν εθεωρησεν ανομιαν εις τον Ιακωβ, ουδε ειδε διαστροφην εις τον Ισραηλ? Κυριος ο Θεος αυτου ειναι μετ' αυτου, και αλαλαγμος βασιλεως ειναι μεταξυ αυτων. | 21 Il n’a pas vu de faute en Jacob, il n’a pas perçu de mal en Israël. Yahvé son Dieu est avec lui, chez lui on entend acclamer un roi. |
22 Ο Θεος εξηγαγεν αυτους εξ Αιγυπτου? εχουσιν ως δυναμιν μονοκερωτος. | 22 Dieu le fait sortir d’Égypte, et lui donne les cornes du buffle! |
23 Βεβαιως ουδεμια γοητεια δεν ισχυει κατα του Ιακωβ, ουδε μαντεια κατα του Ισραηλ? κατα καιρον θελει λαληθη περι του Ιακωβ και περι του Ισραηλ, Τι κατωρθωσεν ο Θεος. | 23 Point n’est besoin de magie en Jacob, ni de sorcellerie en Israël: car en temps voulu sera prédit à Jacob, à Israël, ce que Dieu prépare. |
24 Ιδου, ο λαος θελει σηκωθη ως λεων, και θελει εγερθη ως σκυμνος? δεν θελει κοιμηθη εωσου φαγη το θηραμα, και πιη το αιμα των πεφονευμενων. | 24 Ce peuple se lève comme une lionne, se dresse comme un lion. Il ne revient pas sans avoir dévoré sa proie, sans avoir bu le sang de ses victimes.” |
25 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Μητε να καταρασθης αυτους διολου μητε να ευλογησης αυτους διολου. | 25 Balak dit à Balaam: “Si tu ne le maudis pas, du moins ne le bénis pas!” |
26 Αποκριθεις δε ο Βαλααμ ειπε προς τον Βαλακ, Δεν σε ελαλησα, λεγων, Παν ο, τι μοι ειπη ο Κυριος, τουτο πρεπει να καμω; | 26 Mais Balaam répondit à Balak: “Je te l’ai bien dit: ce que Yahvé dira, je le ferai.” |
27 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Ελθε, παρακαλω, θελω σε φερει εις αλλον τοπον, ισως θελει αρεσει εις τον Θεον να μοι καταρασθης αυτον εκειθεν. | 27 Balak dit à Balaam: “Viens, je t’emmène autre part, et là peut-être ton Dieu trouvera-t-il bon de me le maudire!” |
28 Και εφερεν ο Βαλακ τον Βαλααμ επι την κορυφην του Φεγωρ, το οποιον βλεπει προς Γεσιμων. | 28 Alors Balak conduisit Balaam au sommet du Péor, face au désert. |
29 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, οικοδομησον μοι ενταυθα επτα βωμους και ετοιμασον μοι ενταυθα επτα μοσχους και επτα κριους. | 29 Balaam dit à Balak: “Construis sept autels à cet endroit, et prépare sept jeunes taureaux et sept béliers.” |
30 και εκαμεν ο Βαλακ ως ειπεν ο Βαλααμ και προσεφερε μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον. | 30 Balak fit comme Balaam le lui avait dit et sacrifia un jeune taureau et un bélier sur chaque autel. |