Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΙΩΝΑΣ - Giona - Jonah 1


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιωναν τον υιον του Αμαθι, λεγων,1 Et factum est verbum Domini ad Ionam filium Amathi dicens:
2 Σηκωθητι, υπαγε εις Νινευη, την πολιν την μεγαλην, και κηρυξον κατ' αυτης? διοτι η ασεβεια αυτων ανεβη ενωπιον μου.2 “ Surge etvade in Nineven civitatem grandem et praedica in ea, quia ascendit malitia eiuscoram me ”.
3 Και εσηκωθη ο Ιωνας δια να φυγη εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου και κατεβη εις Ιοππην? και ευρηκε πλοιον πορευομενον εις Θαρσεις, και εδωκε τον ναυλον αυτου και επεβη εις αυτο, δια να υπαγη μετ' αυτων εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου.3 Et surrexit Ionas, ut fugeret in Tharsis a facie Domini; etdescendit Ioppen et invenit navem euntem in Tharsis et dedit naulum eius etdescendit in eam, ut iret cum eis in Tharsis a facie Domini.
4 Αλλ' ο Κυριος εξηγειρεν ανεμον μεγαν επι την θαλασσαν, και εγεινε κλυδων μεγας εν τη θαλασση και το πλοιον εκινδυνευε να συντριφθη.4 Dominus autem misit ventum magnum in mare, et facta est tempestas magna inmari, et navis periclitabatur conteri.
5 Και εφοβηθησαν οι ναυται και ανεβοησαν εκαστος προς τον θεον αυτου και εκαμον εκβολην των εν τω πλοιω σκευων εις την θαλασσαν, δια να ελαφρωθη απ' αυτων? ο δε Ιωνας κατεβη εις το κοιλωμα του πλοιου και επλαγιασε και εκοιματο βαθεως.5 Et timuerunt nautae et clamaveruntunusquisque ad deum suum et miserunt vasa, quae erant in navi, in mare, utalleviaretur ab eis. Ionas autem descenderat ad interiora navis et, cumrecubuisset, dormiebat sopore gravi.
6 Και επλησιασε προς αυτον ο πλοιαρχος και ειπε προς αυτον, Τι κοιμασαι συ; σηκωθητι, επικαλου τον Θεον σου, ισως ο Θεος μας ενθυμηθη και δεν χαθωμεν.6 Et accessit ad eum gubernator et dixitei: “ Quid? Tu sopore deprimeris? Surge, invoca Deum tuum, si forte recogitetDeus de nobis, et non pereamus ”.
7 Και ειπον εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Ελθετε και ας ριψωμεν κληρους, δια να γνωρισωμεν τινος ενεκεν το κακον τουτο ειναι εφ' ημας. Και ερριψαν κληρους και επεσεν ο κληρος επι τον Ιωναν.7 Et dixit unusquisque ad collegam suum: “ Venite, et mittamus sortes, utsciamus quare hoc malum sit nobis ”. Et miserunt sortes, et cecidit sors superIonam.
8 Τοτε ειπον προς αυτον, Ειπε τωρα προς ημας, τινος ενεκεν το κακον τουτο ηλθεν εφ' ημας; Τι ειναι το εργον σου; και ποθεν ερχεσαι; τις ο τοπος σου; και εκ τινος λαου εισαι;8 Et dixerunt ad eum: “ Indica nobis cuius causa malum istud sit nobis.Quod est opus tuum, et unde venis? Quae terra tua, et ex quo populo es tu? ”.
9 Ο δε ειπε προς αυτους, Εγω ειμαι Εβραιος? και σεβομαι Κυριον τον Θεον του ουρανου, οστις εποιησε την θαλασσαν και την ξηραν.9 Et dixit ad eos: “ Hebraeus ego sum et Dominum, Deum caeli, ego timeo, quifecit mare et aridam ”.
10 Τοτε εφοβηθησαν οι ανθρωποι φοβον μεγαν και ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; διοτι εγνωρισαν οι ανθρωποι, οτι εφευγεν απο προσωπου Κυριου, επειδη ειχεν αναγγειλει τουτο προς αυτους.10 Et timuerunt viri timore magno et dixerunt ad eum:“ Quid hoc fecisti? ”. Cognoverant enim viri quod a facie Domini fugeret,quia indicaverat eis.
11 Και ειπον προς αυτον, Τι να σε καμωμεν, δια να ησυχαση η θαλασσα αφ' ημων; διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον.11 Et dixerunt ad eum: “ Quid faciemus tibi, ut conticescat mare a nobis? ”.Mare enim magis ac magis intumescebat.
12 Και ειπε προς αυτους, Σηκωσατε με και ριψατε με εις την θαλασσαν, και η θαλασσα θελει ησυχασει αφ' υμων? διοτι εγω γνωριζω, οτι εξ αιτιας εμου εγεινεν ο μεγας ουτος κλυδων εφ' υμας.12 Et dixit ad eos: “ Tollite me etmittite in mare, et cessabit mare a vobis; scio enim ego quoniam propter metempestas haec grandis super vos ”.
13 Οι ανθρωποι ομως εκωπηλατουν δυνατα δια να επιστρεψωσι προς την ξηραν? αλλα δεν εδυναντο, διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον κατ' αυτων.13 Et remigabant viri, ut reverterentur ad aridam; et non valebant, quia maremagis intumescebat super eos.
14 Οθεν ανεβοησαν προς τον Κυριον και ειπον, Δεομεθα, Κυριε, δεομεθα, ας μη χαθωμεν δια την ζωην του ανθρωπου τουτου και μη επιβαλης εφ' ημας αιμα αθωον? διοτι συ, Κυριε, εκαμες ως ηθελες.14 Et clamaverunt ad Dominum et dixerunt: “Quaesumus, Domine, ne pereamus in anima viri istius, et ne des super nossanguinem innocentem; quia tu, Domine, sicut voluisti, fecisti ”.
15 Και εσηκωσαν τον Ιωναν και ερριψαν αυτον εις την θαλασσαν και η θαλασσα εσταθη απο του θυμου αυτης.15 Ettulerunt Ionam et miserunt in mare; et stetit mare a fervore suo.
16 Τοτε οι ανθρωποι εφοβηθησαν τον Κυριον φοβον μεγαν και προσεφεραν θυσιαν εις τον Κυριον και εκαμον ευχας.16 Ettimuerunt viri timore magno Dominum et immolaverunt hostias Domino et voveruntvota.
17 Και διεταξε Κυριος μεγα κητος να καταπιη τον Ιωναν. Και ητο ο Ιωνας εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας.