| 1 Φυλαττε τον ποδα σου, οταν υπαγης εις τον οικον του Θεου? και προθυμου μαλλον να ακουης, παρα να προσφερης θυσιαν αφρονων, οιτινες δεν αισθανονται οτι πραττουσι κακως. | 1 Nie bądź pochopny w słowach, a serce twe niechaj nie będzie zbyt skore, by wypowiedzieć słowo przed obliczem Boga, bo Bóg jest w niebie, a ty na ziemi! Przeto niech słów twoich będzie niewiele. |
| 2 Μη σπευδε δια του στοματος σου, και η καρδια σου ας μη επιταχυνη να προφερη λογον ενωπιον του Θεου? διοτι ο Θεος ειναι εν τω ουρανω, συ δε επι της γης? οθεν οι λογοι σου ας ηναι ολιγοι. | 2 Bo z wielu zajęć przychodzą sny, a mowa głupia z wielości słów. |
| 3 Επειδη το μεν ονειρον ερχεται εν τω πληθει των περισπασμων? η δε φωνη του αφρονος εν τω πληθει των λογων. | 3 Jeżeliś złożył ślub jakiś Bogu, nie zwlekaj z jego spełnieniem, bo w głupcach nie ma On upodobania. To, coś ślubował, wypełnij! |
| 4 Οταν ευχηθης ευχην εις τον Θεον, μη βραδυνης να αποδωσης αυτην? διοτι δεν ευαρεστειται εις τους αφρονας? αποδος ο, τι ηυχηθης. | 4 Lepiej, że nie ślubujesz wcale, niż żebyś ślubował, a ślubu nie spełnił. |
| 5 Καλλιον να μη ευχηθης, παρα ευχηθεις να μη αποδωσης. | 5 Nie dopuść do tego, by usta twe doprowadziły cię do grzechu, i nie mów przed posłańcem Bożym, że stało się to przez nieuwagę, żeby się Bóg nie rozgniewał na twoje słowa i nie udaremnił dzieła twoich rąk. |
| 6 Μη συγχωρησης εις το στομα σου να φερη επι σε αμαρτιαν? μηδε ειπης ενωπιον του αγγελου, οτι ητο εξ αγνοιας? δια τι να οργισθη ο Θεος εις την φωνην σου και να αφανιση τα εργα των χειρων σου; | 6 Bo z wielu zajęć przychodzą sny, a marność z nadmiaru słów. Boga się przeto bój! |
| 7 Διοτι εν τω πληθει των ονειρων και εν τω πληθει των λογων ειναι ματαιοτητες? συ δε φοβου τον Θεον. | 7 Gdy widzisz ucisk biednego i pogwałcenie prawa i sprawiedliwości w kraju, nie dziw się temu, bo nad wysokim czuwa wyższy, a jeszcze wyżsi nad oboma. |
| 8 Εαν ιδης καταθλιψιν πενητος και παραβιασιν κρισεως και δικαιοσυνης εν τη χωρα, μη θαυμασης δια τουτο? διοτι ο επι τον υψηλον υψηλοτερος επιτηρει? και επι τουτους υψηλοτεροι. | 8 Pożytkiem dla kraju byłby wobec tego wszystkiego król dbały o uprawę ziemi. |
| 9 Η γη ωφελει υπερ παντα? και αυτος ο βασιλευς υπο των αγρων υπηρετειται. | 9 Kto kocha się w pieniądzach, pieniądzem się nie nasyci; a kto się kocha w zasobach, ten nie ma z nich pożytku. To również jest marność. |
| 10 Ο αγαπων το αργυριον δεν θελει χορτασθη αργυριου? ουδε εισοδηματων ο αγαπων την αφθονιαν? ματαιοτης και τουτο. | 10 Gdy dobra się mnożą, mnożą się ich zjadacze. I jakiż pożytek ma z nich właściciel, jak ten, że nimi napawa swe oczy? |
| 11 Πληθυνομενων των αγαθων πληθυνονται και οι τρωγοντες αυτα? και τις η ωφελεια εις τους κυριους αυτων, ειμη το να θεωρωσιν αυτα δια των οφθαλμων αυτων; | 11 Słodki jest sen robotnika, czy mało, czy dużo on zje, lecz bogacz mimo swej sytości nie ma spokojnego snu. |
| 12 Ο υπνος του εργαζομενου ειναι γλυκυς, ειτε ολιγον φαγη, ειτε πολυ? ο δε του πλουσιου χορτασμος δεν αφινει αυτον να κοιμαται. | 12 Istnieje bolesna niedola - widziałem ją pod słońcem: bogactwo przechowywane na szkodę właściciela. |
| 13 Υπαρχει κακον θλιβερον, το οποιον ειδον υπο τον ηλιον? πλουτος φυλαττομενος υπο του εχοντος αυτον προς βλαβην αυτου. | 13 Bogactwo to bowiem przepada na skutek jakiegoś nieszczęścia i urodzi mu się syn, a w ręku jego niczego już nie ma. |
| 14 Και ο πλουτος εκεινος χανεται υπο συμφορας κακης? αυτος δε γεννα υιον και δεν εχει ουδεν εν τη χειρι αυτου. | 14 Jak wyszedł z łona swej matki, nagi, tak znowu odejdzie, jak przyszedł, i nie wyniesie z swej pracy niczego, co mógłby w ręku zabrać ze sobą. |
| 15 Καθως εξηλθεν εκ της κοιλιας της μητρος αυτου, γυμνος θελει επιστρεψει, υπαγων καθως ηλθε? και δεν θελει βασταζει ουδεν εκ του κοπου αυτου, δια να εχη εν τη χειρι αυτου. | 15 Bo również i to jest bolesną niedolą, że tak odejdzie, jak przyszedł. I cóż mu przyjdzie z tego, że trudził się na próżno? |
| 16 Και τουτο ετι κακον θλιβερον, καθως ηλθεν, ουτω να υπαγη? και τις ωφελεια εις αυτον οτι εκοπιασε δια τον ανεμον; | 16 A nadto wszystkie jego dni schodzą w ciemności i w smutku, w wielkim zmartwieniu, w chorobie i w gniewie. |
| 17 Θελει προσετι τρωγει κατα πασας αυτου τας ημερας εν σκοτει και εν πολλη λυπη και αρρωστια και βασανω. | 17 Oto, co ja uznałem za dobre: że piękną jest rzeczą jeść i pić, i szczęścia zażywać przy swojej pracy, którą się człowiek trudzi pod słońcem, jak długo się liczy dni jego życia, których mu Bóg użyczył: bo to tylko jest mu dane. |
| 18 Ιδου, τι ειδον εγω αγαθον? ειναι καλον να τρωγη τις και να πινη και να απολαμβανη τα αγαθα ολου του κοπου αυτου, τον οποιον κοπιαζει υπο τον ηλιον, κατα τον αριθμον των ημερων της ζωης αυτου, οσας εδωκεν ο Θεος εις αυτον? διοτι τουτο ειναι η μερις αυτου. | 18 Dla każdego też człowieka, któremu Bóg daje bogactwo i skarby i któremu pozwala z nich korzystać, wziąć swoją część i cieszyć się przy swoim trudzie - to Bożym jest darem. |
| 19 Και εις οντινα ανθρωπον ο Θεος δοσας πλουτη και υπαρχοντα, εδωκεν εις αυτον και εξουσιαν να τρωγη απ' αυτων και να λαμβανη το μεριδιον αυτου και να ευφραινεται εις τον κοπον αυτου, τουτο ειναι δωρον Θεου? | 19 Taki nie myśli wiele o dniach swego życia, gdyż Bóg go zajmuje radością serca. |
| 20 διοτι δεν θελει ενθυμεισθαι πολυ τας ημερας της ζωης αυτου? επειδη ο Θεος αποκρινεται εις την καρδιαν αυτου δι' ευφροσυνης. | |