1 Αι σοφαι γυναικες οικοδομουσι τον οικον αυτων? η δε αφρων κατασκαπτει αυτον δια των χειρων αυτης. | 1 חַכְמֹות נָשִׁים בָּנְתָה בֵיתָהּ וְאִוֶּלֶת בְּיָדֶיהָ תֶהֶרְסֶנּוּ |
2 Ο περιπατων εν τη ευθυτητι αυτου φοβειται τον Κυριον? ο δε σκολιος τας οδους αυτου καταφρονει αυτον. | 2 הֹולֵךְ בְּיָשְׁרֹו יְרֵא יְהוָה וּנְלֹוז דְּרָכָיו בֹּוזֵהוּ |
3 Εν στοματι αφρονος ειναι η ραβδος της υπερηφανιας? τα δε χειλη των σοφων θελουσι φυλαττει αυτους. | 3 בְּפִי־אֱוִיל חֹטֶר גַּאֲוָה וְשִׂפְתֵי חֲכָמִים תִּשְׁמוּרֵם |
4 Οπου δεν ειναι βοες, η αποθηκη ειναι κενη? η δε αφθονια των γεννηματων ειναι εκ της δυναμεως του βοος. | 4 בְּאֵין אֲלָפִים אֵבוּס בָּר וְרָב־תְּבוּאֹות בְּכֹחַ שֹׁור |
5 Ο αληθης μαρτυς δεν θελει ψευδεσθαι? ο δε ψευδης μαρτυς εκχεει ψευδη. | 5 עֵד אֱמוּנִים לֹא יְכַזֵּב וְיָפִיחַ כְּזָבִים עֵד שָׁקֶר |
6 Ο χλευαστης ζητει σοφιαν και δεν ευρισκει? εις δε τον συνετον ειναι ευκολος η μαθησις. | 6 בִּקֶּשׁ־לֵץ חָכְמָה וָאָיִן וְדַעַת לְנָבֹון נָקָל |
7 Υπαγε κατεναντι του αφρονος ανθρωπου και δεν θελεις ευρει χειλη συνεσεως. | 7 לֵךְ מִנֶּגֶד לְאִישׁ כְּסִיל וּבַל־יָדַעְתָּ שִׂפְתֵי־דָעַת |
8 Η σοφια του φρονιμου ειναι να γνωριζη την οδον αυτου? η δε μωρια των αφρονων αποπλανησις. | 8 חָכְמַת עָרוּם הָבִין דַּרְכֹּו וְאִוֶּלֶת כְּסִילִים מִרְמָה |
9 Οι αφρονες γελωσιν εις την ανομιαν? εν μεσω δε των ευθεων ειναι χαρις. | 9 אֱוִלִים יָלִיץ אָשָׁם וּבֵין יְשָׁרִים רָצֹון |
10 Η καρδια του ανθρωπου γνωριζει την πικριαν της ψυχης αυτου? και ξενος δεν συμμετεχει της χαρας αυτης. | 10 לֵב יֹודֵעַ מָרַּת נַפְשֹׁו וּבְשִׂמְחָתֹו לֹא־יִתְעָרַב זָר |
11 Η οικια των ασεβων θελει αφανισθη? η δε σκηνη των ευθεων θελει ανθει. | 11 בֵּית רְשָׁעִים יִשָּׁמֵד וְאֹהֶל יְשָׁרִים יַפְרִיחַ |
12 Υπαρχει οδος, ητις φαινεται ορθη εις τον ανθρωπον, αλλα τα τελη αυτης φερουσιν εις θανατον. | 12 יֵשׁ דֶּרֶךְ יָשָׁר לִפְנֵי־אִישׁ וְאַחֲרִיתָהּ דַּרְכֵי־מָוֶת |
13 Ετι και εις τον γελωτα πονει η καρδια? και το τελος της χαρας ειναι λυπη. | 13 גַּם־בִּשְׂחֹוק יִכְאַב־לֵב וְאַחֲרִיתָהּ שִׂמְחָה תוּגָה |
14 Ο διεφθαρμενος την καρδιαν θελει εμπλησθη απο των οδων αυτου? ο δε αγαθος ανθρωπος αφ' εαυτου. | 14 מִדְּרָכָיו יִשְׂבַּע סוּג לֵב וּמֵעָלָיו אִישׁ טֹוב |
15 Ο απλους πιστευει εις παντα λογον? ο δε φρονιμος προσεχει εις τα βηματα αυτου. | 15 פֶּתִי יַאֲמִין לְכָל־דָּבָר וְעָרוּם יָבִין לַאֲשֻׁרֹו |
16 Ο σοφος φοβειται και φευγει απο του κακου? αλλ' ο αφρων προχωρει και θρασυνεται. | 16 חָכָם יָרֵא וְסָר מֵרָע וּכְסִיל מִתְעַבֵּר וּבֹוטֵחַ |
17 Ο οξυθυμος πραττει αστοχαστως? και ο κακοβουλος ανθρωπος ειναι μισητος. | 17 קְצַר־אַפַּיִם יַעֲשֶׂה אִוֶּלֶת וְאִישׁ מְזִמֹּות יִשָּׂנֵא |
18 Οι αφρονες κληρονομουσι μωριαν? οι δε φρονιμοι στεφανουνται συνεσιν. | 18 נָחֲלוּ פְתָאיִם אִוֶּלֶת וַעֲרוּמִים יַכְתִּרוּ דָעַת |
19 Οι κακοι υποκλινουσιν εμπροσθεν των αγαθων, και οι ασεβεις εις τας πυλας των δικαιων. | 19 שַׁחוּ רָעִים לִפְנֵי טֹובִים וּרְשָׁעִים עַל־שַׁעֲרֵי צַדִּיק |
20 Ο πτωχος μισειται και υπο του πλησιον αυτου? του δε πλουσιου οι φιλοι πολλοι. | 20 גַּם־לְרֵעֵהוּ יִשָּׂנֵא רָשׁ וְאֹהֲבֵי עָשִׁיר רַבִּים |
21 Ο καταφρονων τον πλησιον αυτου αμαρτανει? ο δε ελεων τους πτωχους ειναι μακαριος. | 21 בָּז־לְרֵעֵהוּ חֹוטֵא וּמְחֹונֵן [עֲנָיִים כ] (עֲנָוִים ק) אַשְׁרָיו |
22 Δεν πλανωνται οι βουλευομενοι κακον; ελεος ομως και αληθεια θελει εισθαι εις τους βουλευομενους αγαθον. | 22 הֲלֹוא־יִתְעוּ חֹרְשֵׁי רָע וְחֶסֶד וֶאֱמֶת חֹרְשֵׁי טֹוב |
23 Εν παντι κοπω υπαρχει κερδος? η δε φλυαρια των χειλεων φερει μονον εις ενδειαν. | 23 בְּכָל־עֶצֶב יִהְיֶה מֹותָר וּדְבַרשְׂ־פָתַיִם אַךְ־לְמַחְסֹור |
24 Τα πλουτη των σοφων ειναι στεφανος εις αυτους? των δε αφρονων η υπεροχη μωρια. | 24 עֲטֶרֶת חֲכָמִים עָשְׁרָם אִוֶּלֶת כְּסִילִים אִוֶּלֶת |
25 Ο αληθης μαρτυς ελευθερονει ψυχας? ο δε δολιος εκχεει ψευδη. | 25 מַצִּיל נְפָשֹׁות עֵד אֱמֶת וְיָפִחַ כְּזָבִים מִרְמָה |
26 Εν τω φοβω του Κυριου ειναι ελπις ισχυρα? και εις τα τεκνα αυτου θελει υπαρχει καταφυγιον. | 26 בְּיִרְאַת יְהוָה מִבְטַח־עֹז וּלְבָנָיו יִהְיֶה מַחְסֶה |
27 Ο φοβος του Κυριου ειναι πηγη ζωης, απομακρυνων απο παγιδων θανατου. | 27 יִרְאַת יְהוָה מְקֹור חַיִּים לָסוּר מִמֹּקְשֵׁי מָוֶת |
28 Εν τω πληθει του λαου ειναι η δοξα του βασιλεως? εν δε τη ελλειψει του λαου ο αφανισμος του ηγεμονευοντος. | 28 בְּרָב־עָם הַדְרַת־מֶלֶךְ וּבְאֶפֶס לְאֹם מְחִתַּת רָזֹון |
29 Ο μακροθυμος εχει μεγαλην φρονησιν? ο δε οξυθυμος ανεγειρει την αφροσυνην αυτου. | 29 אֶרֶךְ אַפַּיִם רַב־תְּבוּנָה וּקְצַר־רוּחַ מֵרִים אִוֶּלֶת |
30 Η υγιαινουσα καρδια ειναι ζωη της σαρκος? ο δε φθονος σαπρια των οστεων. | 30 חַיֵּי בְשָׂרִים לֵב מַרְפֵּא וּרְקַב עֲצָמֹות קִנְאָה |
31 Ο καταθλιβων τον πενητα ονειδιζει τον Ποιητην αυτου? ο δε τιμων αυτον ελεει τον πτωχον. | 31 עֹשֵׁק־דָּל חֵרֵף עֹשֵׂהוּ וּמְכַבְּדֹו חֹנֵן אֶבְיֹון |
32 Ο ασεβης εκτινασσεται εν τη ασεβεια αυτου? ο δε δικαιος και εν τω θανατω αυτου εχει ελπιδα. | 32 בְּרָעָתֹו יִדָּחֶה רָשָׁע וְחֹסֶה בְמֹותֹו צַדִּיק |
33 Εν τη καρδια του συνετου επαναπαυεται σοφια? εν μεσω δε των αφρονων φανερουται. | 33 בְּלֵב נָבֹון תָּנוּחַ חָכְמָה וּבְקֶרֶב כְּסִילִים תִּוָּדֵעַ |
34 Η δικαιοσυνη υψονει εθνος? η δε αμαρτια ειναι ονειδος λαων. | 34 צְדָקָה תְרֹומֵם־גֹּוי וְחֶסֶד לְאֻמִּים חַטָּאת |
35 Ευνοια του βασιλεως ειναι προς φρονιμον δουλον? θυμος δε αυτου προς τον προξενουντα αισχυνην. | 35 רְצֹון־מֶלֶךְ לְעֶבֶד מַשְׂכִּיל וְעֶבְרָתֹו תִּהְיֶה מֵבִישׁ |